Ο Όσιος Μακάριος, κατά κόσμο Χριστόφορος, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 8ου μ.Χ. αιώνα (πιθανότατα το 785 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς του και την ανατροφή του ανέλαβε ένας ευλαβής θείος του, ο οποίος φρόντισε για την κατά Θεόν ανατροφή και εκπαίδευσή του.
Επειδή είχε κλίση προς την μοναχική πολιτεία, εγκατέλειψε τον κόσμο και κατέφυγε στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, την επιλεγόμενη Πελεκητή, στα Τρίγλεια της Προύσσας. Εκεί εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε σε Μακάριο.
Ο νέος μοναχός άρχισε να επιδίδεται στην άσκηση και την προσευχή. Η κατά Θεόν προκοπή του τον ανέδειξε σε ηγούμενο της μονής.
Ο Όσιος Μακάριος έγινε πνευματικός πατέρας για όλους, όχι μόνο για τους μοναχούς αλλά και για τους πιστούς που κατέφευγαν προς αυτόν για να τον συμβουλευθούν, να λάβουν την ευχή του και να θεραπευθούν στην ψυχή και το σώμα, αφού ο Άγιος Θεός τον άμειψε με το χάρισμα της θαυματουργίας.
Η φήμη του Οσίου έφθασε μέχρι τον Πατριάρχη Ταράσιο (784 – 806 μ.Χ.), ο οποίος έστειλε προς αυτόν τον πατρίκιο Παύλο, που είχε θεραπευθεί παλαιότερα από τον Όσιο, για να κάνει καλά και την γυναίκα του πατρικίου όπως και τον ίδιο.
Μετά από αυτό ο Πατριάρχης Ταράσιος μετεκάλεσε τον Όσιο στην Κωνσταντινούπολη και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Όταν ξέσπασε η αίρεση των εικονομάχων στην Εκκλησία επί αυτοκράτορα Λέοντος Ε’ του Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ο Όσιος, επειδή ήταν υπερασπιστής της πατρώας ευσέβειας, κλείσθηκε στην φυλακή στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα.
Τον ελευθέρωσε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Τραυλός (820 – 829 μ.Χ.), διάδοχος του Λέοντος, ο οποίος όμως καθώς δεν κατάφερε να μεταβάλει το ευσεβές φρόνημα του Οσίου υπέρ των αγίων εικόνων, τον εξόρισε στη νήσο Αφουσία, στην θάλασσα του Μαρμαρά.
Εκεί ο Όσιος Μακάριος, μέσα σε κακουχίες και στερήσεις, κοιμήθηκε με ειρήνη (περί το 820 μ.Χ.).
Μετά την κοίμηση του Οσίου οι μοναχοί της μονής Πελεκητής ανέδειξαν ηγούμενο τον μοναχό Σέργιο τον Έγκλειστο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν.
Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, τὸν ζῆλον μιμούμενος, καὶ Βαπτιστοῦ τὰ ἤθη, καὶ λόγον τὸν ἔνθεον, Πάτερ Μακάριε, ἀσεβοῦντας ἤλεγχες βασιλεῖς, καὶ τῇ εὐσεβείᾳ, ἐστήριζες τοὺς πιστούς, διὸ θλίψεσιν ἐξετασθείς, πρὸς Θεὸν ἐνδόξως μεταβέβηκας.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Μακαρίου σήμερον, τὴν πανσεβάσμιον μνήμην, ἑορτάζει χαίρουσα, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τούτου γάρ, πολλοῖς ἀγῶσι καὶ ἐξορίαις, βλέπεται, πεποικιλμένη σεπταῖς Εἰκόσι, διὰ τοῦτο ἀνακράζει· χαίροις θεόφρον, τῆς εὐσεβείας κρηπίς.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἐξεπλάγη ὁ δεινός, Λέων τὴν ἔνστασιν τὴν σήν, καὶ ἐμβρόντητος ταῖς σαῖς, γέγονε θείαις διδαχαῖς, πῶς ὁ τὸ σῶμα, σχεδὸν νεκρὸν περιφέρων, ὡς λέων πεποιθώς, πρὸς τὰς βασάνους χωρεῖ, καὶ γλῶσσαν ἀκαλλῇ, ἔχων σοφίζεται, ἐν γνώσει παρὰ ῥήτορας, καὶ τὰ τοῦ νόμου διέξεισι, Μαρτύρων κλέος, εὖχος Δικαίων, ὄντως πέλεις Μακάριε.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἀριστέα τοῦ Χριστοῦ, τὸν πλάνης καθαιρέτην, τὸν πρόμαχον τῆς πίστεως, καὶ στύλον τῆς Ἐκκλησίας, Μακάριον τὸν ἀοίδιμον Ὁμολογητήν, εὐφημῆσαι προθέμενος, γλῶσσάν τε καὶ διάνοιαν, ἐκ Θεοῦ δοθῆναί μοι ἐξαιτῶ, ἐμοῦ γὰρ τὰ χείλη, κωλύει ἡ ἁμαρτία, καὶ πλέκειν ὕμνους οὐκ ἐᾷ, τοῖς τοῦ Κυρίου θεράπουσιν, εἴπερ βδελυκτός, ὁ ἐξ ἁμαρτωλῶν ἔπαινος, ἀλλὰ σὺ Πάτερ, πρὸς Θεὸν μεσίτης μοι φάνηθι, ἵνα μου τὸ στόμα, καὶ τὴν καρδίαν ἁγιάσω, μετὰ πίστεως διηγούμενος, τὰ σὰ ὑπερφυῆ κατορθώματα, δι’ ἃ σοὶ κραυγάζει ἡ Ἐκκλησία· χαίροις θεόφρον, τῆς εὐσεβείας κρηπίς.