Ο π. Ιωάννης Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1836 μ.Χ. στο χωριό Λωρία (Μούζενα) του νομού Τραπεζούντος, από ευλαβείς γονείς, τον Τριαντάφυλλο και την Κυριακή. Επειδή δεν υπήρχε σχολείο στην πατρίδα του, έμαθε από έναν εγγράμματο τα κοινά γράμματα σε έξι μήνες, όντας πολύ ευφυής.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έμεινε ορφανός από πατέρα γι’ αυτό αναγκάστηκε προς εξεύρεση εργασίας να ξενιτευτεί στα παράλια του Πόντου, όπου εργαζόταν τον χειμώνα σε αρτοποιείο και το καλοκαίρι σε γεωργικές εργασίες.
Σε ηλικία δέκα επτά ετών νυμφεύθηκε κάποια σεμνή και ευλαβή νέα, ονόματι Ελένη, με την οποία απέκτησε έναν υιό και θυγατέρες.
Κάποιο καλοκαίρι με την σύζυγο του πήγαιναν στο χωριό του με τα πόδια. Στον δρόμο τους συνάντησαν τρεις Άγγελοι με μορφή ανθρώπων. Προπορευόταν ο Ιωάννης.
Τον κοίταξαν προσεκτικά οι Άγγελοι αλλά δεν του μίλησαν. Μετά συνάντησαν την σύζυγο του και ο ένας της λέγει: «Οι χωριανοί σας περιμένουν να γίνει ιερέας ο Ιωάννης. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού».
Ο δεύτερος της είπε: «Μετά από τριάντα χρόνια θα αξιωθείτε να προσκυνήσετε τους Αγίους Τόπους», και ο τρίτος: «Μετά την κοίμηση του θα συναριθμηθεί με τους Αγίους». Η Ελένη ερώτησε με απορία: «Πως εσείς που είστε άνθρωποι γνωρίζετε το μέλλον, τι θα γίνει μετά από τριάντα χρόνια;».
Εκείνοι απάντησαν: «Εμείς δεν είμαστε άνθρωποι αλλά Άγγελοι του Θεού και ήρθαμε να σας προειδοποιήσουμε να μην αρνηθεί ο Ιωάννης το μυστήριο της Ιερωσύνης». Εκείνη με φόβο και συγκίνηση απάντησε: «Ας γίνει το θέλημα του Θεού».
Το 1870 μ.Χ., σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών ο Ιωάννης προσκληθείς στο μέγιστον αξίωμα της Ιερωσύνης και κάνοντας υπακοή στο θέλημα του Θεού, κατά την Αγγελική πρόρρηση, χειροτονήθηκε ιερέας από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Χαλδίας Γερβάσιο.
Τοποθετήθηκε εφημέριος στο χωριό που γεννήθηκε και λειτουργούσε στις Εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονος, της Υπεραγίας Θεοτόκου και στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (Λερμούχου και Ζαντού).
Αν και ολιγογράμματος, από το ενδιαφέρον του και την ευφυΐαν του έμαθε πολύ καλά την τάξη των Ακολουθιών και τα της Ιερωσύνης, από τους μοναχούς του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά.
Είχε χάρισμα στην ομιλία και όποιος μιλούσε μαζί του ένιωθε χαρά. Και όταν κήρυττε τον λόγο του Θεού, οι λόγοι του μετέδιδαν γλυκύτητα και χάρη. Παρ’ ότι δεν είχε σπουδάσει, ήταν σπουδαίος ιεροκήρυκας, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν «νέο Χρυσόστομο».
Ο π. Ιωάννης αφιερώθηκε μετά την χειροτονία του στο ποιμαντικό έργο και προσπαθούσε να εργάζεται την αρετή και να τηρεί με ακρίβεια τις εντολές του Θεού, ιδιαίτερα δε την ελεημοσύνη.
Μολονότι ήταν μέτριος από υλικά αγαθά, έτρεφε τους πεινασμένους, έντυνε τα φτωχά και ορφανά και φιλοξενούσε τους ξένους στο σπίτι του. Τους φτωχούς του χωριού τους βοηθούσε να πληρώνουν τους φόρους. Για το καλό του χωριού έκανε δρόμους, γέφυρες και βρύσες.
Το 1877 μ.Χ., κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο, ο π. Ιωάννης, ο καλός ποιμήν, φρόντισε να μην λείψουν τα βασικά είδη διατροφής. Έγραψε επιστολές σε γνωστούς του πλουσίους και συγκέντρωσε τα απαραίτητα, τα οποία διένειμε στους φτωχούς και έτσι σώθηκαν από την πείνα.
Η αρετή και οι φιλανθρωπίες του έγιναν γνωστές στην περιοχή του Πόντου και οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν «νέον ελεήμονα».
Ο πατήρ είχε το χάρισμα να συμφιλιώνει τους ανθρώπους που είχαν έχθρα μεταξύ τους.
Ως ειρηνοποιός έγινε το ειρηνοδικείο της ιεράς Μητροπόλεως. Όταν μεμονωμένα άτομα ή και ολόκληρα χωριά πήγαιναν στον Μητροπολίτη να εκδικάσει τις διαφορές τους, αυτός τους παρέπεμπε στον π. Ιωάννη λέγοντας: «Πηγαίνετε σ’ εκείνον. Θα σας συμβιβάσει επειδή είναι σοφός, έχει γλυκιά γλώσσα και θεία χάρι».
Και όντως τους ειρήνευε. Έρχονταν σαν εχθροί ζητώντας εκδίκηση και έφευγαν σαν αδελφοί αγαπημένοι. «Ήταν εχθρός και πολέμιος του μίσους, της εκδικήσεως και των σκανδάλων, αλλά φίλος και διδάσκαλος της αγάπης και της ειρήνης.
Ο π. Ιωάννης είχε ένα εγγονάκι από την θυγατέρα του η οποία πέθανε και το άφησε ορφανό. Όταν πήγαινε στο σχολείο, κάποια μέρα έκανε μια αταξία και ο δάσκαλος το έδειρε με ραβδί και με κλωτσιές. Μετά από λίγες μέρες το ορφανό εγγονάκι πέθανε. Άλλοι συγγενείς και ο πατέρας του παιδιού ήθελαν να εκδικηθούν τον δάσκαλο και να τον σκοτώσουν.
Ο π. Ιωάννης έκανε πολλή προσευχή. Στο δικαστήριο ζήτησε και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τους επαναστατημένους συγγενείς και να βγάλει από την φυλακή τον δάσκαλο. Ως παππούς του πεθαμένου ορφανού πόνεσε, αλλά ως μαθητής του Χριστού, ως κήρυκας της αγάπης, συγχώρησε και αποφυλάκισε τον δάσκαλο.
Το 1900 μ.Χ. μαζί με την πρεσβυτέρα του αξιώθηκαν να προσκυνήσουν στον Πανάγιο Τάφο, στον Γολγοθά και στα πανάγια προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Έμειναν έξι μήνες και επέστρεψαν στο χωριό τους. Το προσκύνημα τους έγινε τριάντα χρόνια μετά από την συνάντηση και την πρόρρηση των Αγγέλων.
Η καλή πρεσβυτέρα Ελένη κοιμήθηκε στις 26 Ιουλίου 1902 μ.Χ. Ο π. Ιωάννης, αφού επί τριάντα τρία έτη ποίμανε θεαρέστως το λογικό του ποίμνιο, κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 13 Ιουνίου 1903 μ.Χ., ημέρα Παρασκευή, και τάφηκε στην Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος.
Έφυγε κατάφορτος από καλά έργα τα οποία τον ακολουθούν, και άφησε παραμυθία, στήριγμα και θησαυρό πολύτιμο στους πιστούς το ιερό του λείψανο.
Μετά τον ενταφιασμό, μια νύφη του π. Ιωάννου είδε το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς να κατέρχεται στον τάφο του.
Ύστερα από τρία έτη, ο π. Ιωάννης παρουσιάστηκε σε όνειρο σε μια γυναίκα ονόματι Παναγίλα και της είπε να κάνη με τον αδελφό της την ανακομιδή των λειψάνων του, γεγονός που πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1906 μ.Χ. ως εξής:
Όταν πήγαν στο κοιμητήριο, είδαν τον π. Ιωάννη να στέκεται επάνω από τον τάφο του με την ιερατική του στολή και να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Το πρόσωπο του έλαμπε σαν ήλιος και τους προέτρεψε να σκάψουν.
Είχαν μαζευτεί πολλοί άνθρωποι, έβλεπαν την Παναγίλα να μιλάει αλλά δεν έβλεπαν με ποιόν μιλά και την θεώρησαν για τρελή. Όταν βρήκαν τα λείψανα του π. Ιωάννου, είδαν τα δυο του χέρια να είναι άφθορα.
Έκλαψαν από χαρά και συγκίνηση, τα προσκύνησαν και πληροφορήθηκαν για την αγιότητα του δοξάζοντας τον Θεό.
Το γεγονός έγινε γρήγορα γνωστό στην περιοχή της Χαλδίας. Κάθε μέρα κατέφθαναν πλήθη ανθρώπων, χωριά ολόκληρα με τους ιερείς, ακόμη και Τούρκοι αγάδες, για να προσκυνήσουν τα άγια λείψανα, φέρνοντας λάδια και κεριά ως δώρα στον Άγιο.
Έλεγαν οι Τούρκοι: «Αυτός ο παπάς εφέντης, και ζώντας άγιος ήταν και μετά τον θάνατο του (φανερώθηκε περισσότερο. Αν του κτίσετε Εκκλησία και εμείς θα προσφέρουμε».
Έγιναν τότε και θαύματα. Πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν. Κάποιος νέος είκοσι ετών από την πόλη Μιχαήλοβα κοντά στην Τιφλίδα του Καυκάσου, που είχε τρελαθεί, τον είχαν δεμένο, για να μην προξενήσει κακό στον εαυτό του ή σε άλλους.
Τον πήγαν σε πολλούς γιατρούς, σε μάγους, σε Εκκλησίες και τέλος χωρίς να θεραπευθεί τον έκλεισαν σε φρενοκομείο της Τιφλίδος. Μια νύχτα φαίνεται στον ύπνο της μητέρας του τρελού παιδιού ο άγιος Ιωάννης λέγοντας της, να μην κλαίει γιατί το παιδί της θα γίνει καλά.
Να του δώσει να πιεί νερό στο οποίο να βάλει μέσα από το χώμα του τάφου του, και να κάψει ένα κομματάκι από το φελώνι και να το θυμιάσει. Έκανε όπως της είπε ο άγιος και το παιδί της έγινε καλά.
Μια Αρμενική οικογένεια είχε μοναχοπαίδι δώδεκα ετών, άφωνο επί τέσσερα έτη, εξ αιτίας φόβου. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής και το παιδί του το πήγε για εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η μητέρα του ήταν πιστή χριστιανή και κρυφά από τον άνδρα της το πήγαινε σε πολλές Εκκλησίες αλλά δεν θεραπεύθηκε το παιδί.
Όταν έμαθε το παραπάνω θαύμα, με πίστη και ευλάβεια ζήτησε χώμα από τον τάφο του Αγίου, το διέλυσε σε νερό, πότισε με αυτό το άφωνο παιδί της και αμέσως άρχισε να μιλά.
Με χαρά μεγάλη η μητέρα του παιδιού ανήγγειλε το θαύμα στον άθεο άνδρα της και κήρυξε την χριστιανική της πίστη. Τότε και ο σύζυγος της πίστεψε και μετανοιωμένος ευχαρίστησε τον Θεό.
Οι απόγονοι του Αγίου Ιωάννου ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και έφεραν μαζί τους το χέρι και την κάρα του Αγίου. Τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου συνεχίζουν να θαυματουργούν.
Η Αναστασία, εγγονή του Αγίου, διηγήθηκε: «Κατά το 1930 μ.Χ. αρρώστησε κάποιος γιατρός γνωστός μιας φίλης μου εδώ στην Θεσσαλονίκη. Είχαν παραλύσει τα χέρια του και οι γονείς του ήταν απαρηγόρητοι γιατί ήταν νέος στην ηλικία, περίπου τριάντα πέντε ετών.
Τον πήγαν σε πολλούς γιατρούς και σε Εκκλησίες, αλλά δεν βρήκε θεραπεία. Όταν από την φίλη μου έμαθε για τα λείψανα του πάππου μου αγίου Ιωάννου, ζήτησε να τα προσκυνήσει.
Τον σταύρωσα με την αγία χείρα και τότε ο άρρωστος κίνησε τα παράλυτα χέρια του, πήρε τα άγια λείψανα και τα έσφιγγε στο στήθος του με μεγάλη πίστη, ευχαριστώντας τον Θεό και τον άγιο Ιωάννη για την θεραπεία».
Ο Άγιος Ιωάννης Τριανταφυλλίδης είναι αναγνωρισμένος Άγιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και καταχωρημένος στα βιβλία των τοπικών αγιολογίων του Πατριαρχείου.
Η μνήμη του τιμάται στις 13 Ιουνίου (κοίμηση) και στις 7 Οκτωβρίου (ανακομιδή). Υπάρχει ασματική ακολουθία του, αγνώστου υμνογράφου. Ο Μητροπολίτης πρώην Ροδοπόλεως Λεόντιος Χουτουριώτης (1844 – 1926 μ.Χ.) εργάσθηκε για την καθιέρωση της ετήσιας μνήμης του στην Χαλδία.
Σημείωση
Τα στοιχεία που γνωρίζομε για τον Άγιο Ιωάννη Τριανταφυλλίδη, τον νέον ελεήμονα διασώθηκαν από τον εγγονό του Σπυρίδωνα Τριανταφυλλίδη σε χειρόγραφες σημειώσεις σε γλώσσα καθαρεύουσα.
Ο Σπυρίδων είχε χρηματίσει δάσκαλος στην Τραπεζούντα και κοιμήθηκε το 1942 μ.Χ. στην Θεσσαλονίκη. Ο γιος του Ιωάννης τα έδωσε στον κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη και εκείνος τα παραχώρησε για την συγγραφή του βιβλίου «Ασκητές μέσα στον κόσμο».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Χαλδίας τὸν γόνον Ὀρθοδόξων τὸ κλέϊσμα, τὸ τῆς εὐσεβείας ταμεῖον, Ἰωάννην ὑμνήσωμεν, τὸν χέοντα ἰάματα πιστοῖς, καὶ ἔλεος τοῖς τρέχουσιν αὐτῷ, καρποδότην διδαγμάτων τῶν θεϊκῶν, εἰρήνην τὸν παρέχοντα· δόξα σοι κράζομεν σοφέ, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι, πᾶσι τοῖς προσιοῦσί σοι πιστῶς, σκέπην παρήγορον.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῷ καλάμῳ Ἅγιε, τῆς σῆς ἀγάπης καὶ λόγου, τὴν σὴν ποίμνην ἥλκυσας, ἐν ἁγιότητος τρίβῳ, ὤφθης δέ, δοχεῖον χάριτος οὐρανίου, νῦν ἡμεῖς, σκιρτῶντες τρέχοντες σοῖς λειψάνοις, καὶ ἰάσεις ἀπαντλοῦντες, ὦ Ἰωάννη, ὕμνους προσάγομεν.
Μεγαλυνάριον
Χαῖρε τῆς Χαλδίας θεῖος κρουνός, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἑτοιμότατος ἀρωγός, χαῖρε ἱερέων, ἡ δόξα Ἰωάννη, τὸ καύχημα ἁπάντων, φωστὴρ νεόφωτε.