Ὁ ὅσιος Ἰάκωβος τῆς Βίτσης τοῦ Ζαγορίου, ὁ ἅγιος προστάτης τῶν ἀνέργων, δὲν εἶχε μεριμνήσει ποτὲ γιὰ ἀποθεματικὰ τροφίμων.

Βίωνε τὸ «Πάτερ ἡμῶν»! Ζητοῦσε μόνιμα «τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. στ΄ 11) καὶ ἐφάρμοζε ἔμπρακτα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε» (Ματθ. στ΄ 19).

Ὁ χορτασμός του ἦταν πάντα μὲ πνευματικὴ τροφή.

Στὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του ὁ Γέροντας Ἰάκωβος στὰ Ζαγοροχώρια δὲν εἶχε ἀξιώσεις φιλοξενίας ὕπνου καὶ τροφῆς.

Χόρταινε μὲ τὸν ἄρτο τῆς πίστεως, ποὺ τὸν μοίραζε πλουσιοπάροχα· χόρταινε μὲ τὸν χορτασμὸ τῶν ἄλλων.

Καὶ δὲν ἦταν μόνος του.

Συνοδευόταν πάντοτε ἀπὸ τὴν γερόντισσα ἀδελφή του, τὴν τυφλή, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν περιποιεῖται βλέποντας ὄχι μὲ τὸ φῶς τῶν κλειστῶν χοϊκῶν ὀφθαλμῶν της, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τῆς κενωτικῆς της ἀδελφικῆς προσφορᾶς, τῆς προσφορᾶς τῆς ἀγάπης.

Ἡ τυφλὴ Γερόντισσα, ἡ παρθενόκλητη Δέσποινα μοναχή, ὅταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος δίδασκε ἢ ἐξομολογοῦ­σε, ζητιάνευε καὶ τὸ ἀλεύρι ποὺ τῆς ἔδιναν οἱ πτωχοὶ Χριστιανοί, πότε σταρένιο, πότε κριθαρένιο, πότε καλαμποκίσιο, πότε σικάλεως, τὸ ἀνακάτευε καὶ ἔψηνε τὸ ζυμάρι στὴν στάχτη.

Αὐτὸ ἦταν τὸ ψωμὶ ποὺ ἔδινε στὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διαμαρτυρήθηκε, ἀφοῦ ἡ τυφλὴ ἀδελφή του ὅ,τι μποροῦσε ἔκανε.

Ἄλλωστε τὸ αἰσθητήριο τῆς γεύσεως τοῦ Γέροντος ἦταν πολὺ ἁπλό.

Ἔτρωγε γιὰ νὰ ζήσει καὶ δὲν ζοῦσε γιὰ νὰ τρώει. Τὸ ἀνακατεμένο μὲ στάχτη ψωμί, μισοψημένο ἢ μισοφουσκωμένο, γιὰ τὸν Γέροντα ἦταν τὸ καλύτερο γλύκισμα.

Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ποὺ πρόφερε μὲ τὸ στόμα του νοστίμιζε καὶ τὸ πιὸ ἄνοστο παρασκεύασμα τῆς ἀδελφῆς του.

Πικρὸ τὸ ψωμί, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος ἔλεγε, τροποποιώντας τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ποὺ ἔλεγαν, ὅταν τοὺς ἔρριξαν στὰ παγωμένα νερὰ τῆς λίμνης τῆς Σεβαστείας: «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος».

Ὅταν πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος βρισκόταν στὸ νοσοκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων τὸν ἐπισκέφθηκε μιὰ λόγια καὶ εὐσεβὴς ψυχή, ἡ ὁποία ποθοῦσε νὰ γίνει καὶ νύμφη Χριστοῦ, ἀκολουθώντας τὴν μοναχικὴ πολιτεία.

Ὁ Γέροντας κατὰ τὴν πάντοτε ψυχωφελῆ συζήτηση τὴν ρώτησε:

-Προσεύχεσαι καθημερινά, κόρη, στὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦ;

-Προσεύχομαι, Γέροντα, τοῦ ἀπάντησε μὲ κατεβασμένο ἀπὸ συστολὴ κεφάλι.

-Τὴν εὐχὴ τὴν λές;

-Τὴν λέω Γέροντα!

-Πόσες φορὲς τὴν λές;

-Τὴν λέω, Γέροντα, ἐπανέλαβε ἀμήχανα.

-Ἄκου, κόρη μου, τῆς εἶπε.Τὴν λὲς μιὰ ἢ πολλὲς φορές;

Γιατὶ μὲ μιὰ μπουκιὰ ψωμὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν χορταίνει καὶ ἡ εὐχὴ εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ψυχῆς.Ὅσο περισσότερες φορὲς τὴν λές, τόσο ἡ γλυκύτητα μένει μόνιμα στὸ στόμα σου καὶ τόσο πιὸ πολὺ αἰσθάνεσαι τὸν τροφοδότη Χριστὸ νὰ σὲ γεμίζει μὲ τὴν χάρη Του.

Καὶ μόνο αὐτὴ ἡ στιχομυθία δείχνει τὴν συν­εχῆ τροφοδοσία τοῦ Γέροντος ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, τὸν ἄρτο «ζωῆς τῆς αἰωνιζούσης», τὸν ἄρτο ποὺ δὲν ξεραίνεται οὔτε μουχλιάζει, τὴν μονολόγιστη εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ