Ο άγιος Αρσένιος προείδε την ώρα της κοιμήσεως του και την συντροφιά των αγγέλων που θα έρχονταν να τον πάρουν. Κανένας από του Φαρασιώτες δεν ήταν εκείνο το βράδυ κοντά του.
Ο άγιος φώναξε τη νοσοκόμα που τον πρόσεχε και της μίλησε γι’ αυτό που θα συνέβαινε και θα συναντούσε εκείνη τη νύχτα.
«Παιδί μου», της είπε, «απόψε τα μεσάνυχτα θα γίνει κάτι θαυμαστό εδώ στο δωμάτιο. Κοίταξε να είσαι ξάγρυπνη. Τα μεσάνυχτα, ένα υπέρλαμπρο θείο φώς θα γεμίσει το δωμάτιο.
Τρείς λαμπροφορεμένοι άγγελοι θα εμφανισθούν. Να είσαι ψύχραιμη και να μη φοβηθείς. Μόνο να έχεις την παλάμη σου ανοιχτή, γιατί κάτι θα σου δώσουν». Η νοσοκόμα δεν έδωσε σημασία στα λόγια του αγίου.
Παρανόησε ο παππούλης, σκέφθηκε. Δεν ήξερε τίποτε για τον Χατζηεφεντή. Κάτι έκτακτο της έτυχε εκείνο το βράδυ, θεώρησε ότι μπορούσε να πάει, να λείψει και παρακάλεσε μια συνάδελφο της να την αντικαταστήσει.
Δεν την ενημέρωσε όμως για αυτά που της είπε ο Χτζηεφεντής και έφυγε. Εκείνη τη νύχτα, τα μεσάνυχτα ακριβώς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός. Η νοσοκόμα βρισκόταν κοντά στον άγιο, όταν ακούσθηκε ένας μεγάλος θόρυβος.
Το δωμάτιο γέμισε από ένα εκθαμβωτικό φώς και παρουσιάστηκαν τρείς άγγελοι. Η νοσοκόμα δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο, τρόμαξε και λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε, όλα ήταν ήρεμα. Ξαφνιάστηκε όμως, που είδε τον άγιο ξαπλωμένο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος να κρατά σφιχτά το Ευαγγέλιο. Πλησίασε τον άγιο και διαπίστωσε ότι είχε πεθάνει.
Θυμήθηκε τι είχε συμβεί και έτρεξε στο διάδρομο φωνάζοντας. Στις φωνές της έτρεξαν κοντά οι γιατροί και οι νοσοκόμες να μάθουν τι συμβαίνει. Η νοσοκόμα τρομαγμένη τους εξήγησε. Πήγαν στο θάλαμο όπου βρισκόταν ο άγιος και είδαν το ήρεμο πρόσωπο του με το Ευαγγέλιο στο στήθος.
Το επόμενο πρωί, όταν ήρθε η νοσοκόμα της βάρδιας και έμαθε τι είχε συμβεί τη νύχτα, θυμήθηκε τα λόγια του Χατζηεφεντή και έκλαψε. Μίλησε στους γιατρούς και στις συναδέλφους της για το λάθος της.
Πήγαν όλοι στον προσφυγικό καταυλισμό, βρήκαν τους Φαρασιώτες, τους ενημέρωσαν για την κοίμηση του Χτζηεφεντή και ζήτησαν να μάθουν για τον άγιο.
Ο άγιος έζησε στην Ελλάδα για περίπου δυόμισι ή τρείς μήνες και στις 10 Νοεμβρίου του 1924 παρέδωσε το πνεύμα του.
Από το βιβλίο «Λόγοι και Νουθεσίες Αγίου Αρσενίου του Χατζηεφεντή» του Λάζαρου Κελεκίδη.