Ἔδρασε στὴν Ρώμη κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. ὅταν αὐτοκράτορες ἦταν ὁ Κόμμοδος καὶ ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος. Ἡ μητέρα του Ἀνθία, ποὺ ἔμεινε χήρα ὅταν ὁ Ἐλευθέριος ἦταν μικρός, κατηχήθηκε στὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.
Ἡ Ἀνθία ἀνέθρεψε τὸν γιό της σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μάλιστα ἀνέθεσε τὴν ἠθική του τελείωση καὶ τὴν θεολογική του κατάρτιση στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο.
Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν ὁ Ἐλευθέριος χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Ἀνίκητο, ἐνῶ ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος Ἰλλυρικοῦ. Ὁ βασιλιὰς τῆς Βρετανίας Λούκιος ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν Ἅγιο, δηλώνοντας τὴν ἐπιθυμία του νὰ διδαχθοῦν τὴν πίστη στὸν Χριστὸ αὐτὸς καὶ ὁ λαός του.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβῆρος πληροφορήθηκε τὴν χριστιανικὴ δράση τοῦ Ἐλευθερίου διέταξε τὴν σύλληψή του.
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ὁ Ἐλευθέριος ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀρένα τῆς Ρώμης. Τὰ ἄγρια ζῶα ὅμως δὲν τὸν ἄγγιξαν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Ἱερέων ποδήρει κατακοσμούμενος, καὶ αἱμάτων τοῖς ῥείθροις ἐπισταζόμενος, τῷ Δεσπότῃ σου Χριστῷ μάκαρ ἀνέδραμες, Ἐλευθέριε σοφέ, καθαιρέτα τοῦ Σατάν. Διὸ μὴ παύςῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν πίστει τιμώντων, τὴν μακαρίαν σου ἄθλησιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Φερωνύμῳ σου κλήσει καλλωπιζόμενος, ἐλευθερίαν παρέχεις καὶ ἀπολύτρωσιν, τοῖς προσκάμνουσι δεινῶς, ποικίλας θλίψεσιν, Ἐλευθέριε σοφέ, ἱερῶν καλλονή, Μαρτύρων ἡ ὡραιότης· διὸ μὴ παύσῃ βραβεύων, ἀναψυχὴν τοῖς σὲ γαιρέρουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς καλλονὴν τῶν ἱερέων Ὅσιε, καὶ προτροπὴν τῶν Ἀθλοφόρων ἅπαντες, εὐφημοῦμεν καὶ αἰτοῦμέν σε, Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριε· τοὺς πόθῳ σου τὴν μνήμην ἑορτάζοντας, κινδύνων πολυτρόπων ἐλευθέρωσον, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐν Χριστῷ, τοῖς δεδουλωμένοις, χρηματίσας μυσταγωγός, κληρονόμος ὤφθης, Σιὼν τῆς ἐλευθέρας, ἀθλήσας Ἐλευθέριε, ὡς ἀσώματος.
Ἡ Ἁγία Ἀνθία ἡ Μάρτυς
Πρόκειται γιὰ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ποὺ ὅταν ἀγκάλιασε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ γιοῦ της, οἱ δήμιοι ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτήν.