Επιστρέφει από την αίρεση της Εικονομαχίας
Ο Άγιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε το 741 μ.Χ. στην επαρχία των Βιθυνών, σε κάποιο χωριό, του ονομαζόταν Μαρικάτο. Ευσεβείς Χριστιανοί ήσαν οι γονείς του.
Τα ονόματα τους ήσαν Μυριτρίκης και Αναστασία. Από μικρός επομένως ο Ιωαννίκιος μορφωνόταν με τα διδάγματα της Χριστιανικής Θρησκείας.
Επειδή ήταν ρωμαλέος και μεγαλόσωμος γι αυτό οι αξιωματούχοι του βασιλέως τον ξεχώρισαν και τον έγραψαν επίλεκτο στον στρατό. Πολλές απ’ τις σωματικές του ικανότητες έδειξε στις διάφορες μάχες, ώστε προκαλούσε τον θαυμασμό των άλλων.
Ο διάβολος φθόνησε, γιατί ο Ιωαννίκιος φύλαγε τις εντολές του Κυρίου και έπλεξε εναντίον του παγίδες και πανουργίες. Τον έριξε δυστυχώς στην αίρεση των εικονομάχων.
Το ζήτημα της εικονομαχίας κράτησε στο Βυζάντιο πάνω από εκατό χρόνια. Πολλές καταστροφές επέφερε στο κράτος η Εικονομαχία. Μερικοί από τους εικονομάχους, από την κακή τους συνήθεια, όχι απλώς δυστροπούσαν και δεν προσκυνούσαν τις άγιες εικόνες, αλλά και είχαν κηρύξει άγριο πόλεμο εναντίον τους.
Επειδή όμως αμάρτανε, γιατί ακριβώς δεν ήξερε, ο καρδιογνώστης Θεός δεν τον άφησε να μείνει πολύ χρόνο στην ασέβεια, άλλα με τον έξης τρόπο τον σαγήνευσε στην Ορθοδοξία.
Κάποια εποχή, ενώ ο Ιωαννίκιος γύριζε από τον πόλεμο, περνούσε από τον Όλυμπο. Εκεί συνάντησε έναν ενάρετο ασκητή. Ο ασκητής μόλις τον είδε του είπε:
Ματαίως κουράζεσαι, Ιωαννίκιε, να φυλάξεις με τόσο κόπο την αρετή, χωρίς να προσκυνάς την εικόνα του Χριστού, πού τόσο περιφρονείς.
Μόλις άκουσε αυτά ο Ιωαννίκιος, θαύμασε τον άγιο Γέροντα. Έπεσε στα πόδια του και ζητούσε συγχώρηση. Του έδωσε δε την υπόσχεση του, πώς στο έξης θα προσκυνούσε την εικόνα, του Χριστού και των άλλων Αγίων με ευλάβεια.
Ιωαννίκιος ο Βουλγαροφάγος
Παρακαλούσε ο Ιωαννίκιος τον Κύριο να του δώσει τη δύναμη να νικήσει, και τούς αοράτους δαίμονας.
Λυπόταν πολύ επειδή είχε χάσει τόσον πολύτιμο καιρό, πολεμώντας τούς Βουλγάρους και κινδυνεύοντας την ζωή του για πρόσκαιρη; δόξα. Ευχόταν προς τον Κύριο να τον συγχώρεση, δίνοντας ιερή υπόσχεση να μη φροντίζει πλέον για το σώμα του, αλλά μόνο και μόνον για την ψυχή του.
Αναχωρεί για Ασκητής
Σκεπτόμενος, λοιπόν, αυτά, αποφάσισε να έλθει και να ασκητέψει στον Όλυμπο και να περάσει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Προηγουμένως ήρθε στην Ιερά Μονή των Αυγάρων.
Εξομολογήθηκε στον Καθηγούμενο της Μονής Γρηγόριο, ο οποίος τον συμβούλεψε να μη πάει αμέσως τότε στην άσκηση, αλλά να υπομείνει ορισμένο χρόνο με συνοδεία άλλων μοναχών, για να μάθει την υπακοή, την ταπείνωση και να συνηθίσει τούς πολέμους του πονηρού.
Έμεινε στο Μοναστήρι του Αντιδίου δύο χρόνια μαθαίνοντας ψαλμούς και αντιμετωπίζοντας, τους πολέμους του σατανά. Είχε πόθο αμέτρητο για ησυχία ο Ιωαννίκιος.
Γι αυτέ επήρε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς τού Μοναστηρίου και αναχώρησε. Νήστεψε ο Ιωαννίκιος 7 ημέρες και προσευχόταν στον Θεό να του γίνει οδηγός. Την έβδομη ημέρα άκουσε φωνή από τον ουρανό που το είπε να προχωρήσει στο εσωτερικό του βουνού.
Έπειτα βρήκε δύο ασκητές οι οποίοι του προφήτεψαν ότι θα ασκηθεί 50 χρόνια και θα πειραχτεί από φθονερούς αλλά δεν θα πάθει τίποτα. Μετά από αυτά έχοντας την ευχή των ασκητών πήγε στο βουνό Τριχάλι.
Αυστηρότατη άσκηση
Σ’ αυτό έζησε ζωή ασκητική. Ουδέποτε εισερχόταν μέσα σε σπίτι ή σπηλιά. Πάντα ζούσε στο ύπαιθρο, έχοντας για σκέπη τον ουρανό. Υπέφερε τούς ανέμους και τα χιόνια όλη την αγριότητα των καιρών.
Επειδή μάθαιναν για αυτόν ο κόσμος έφυγε πιο πέρα στον Ελλήσποντο, εκεί έσκαψε έναν λάκκο ώστε να χωράει. Εκεί έζησε έχοντας ένα βοσκό να του φέρνει κάθε μήνα λίγα ψωμιά και λίγο νερό. Εκάθησε 3 χρόνια προσευχόμενος.
Ο πειρασμός της πορνείας
Καθώς προχωρούσε ο Άγιος για τον καινούργιο τόπο της ασκήσεως του συνάντησε στο δρόμο του δυο μοναχές, μια μητέρα και, την κόρη της.
Είχε όμως η Θυγατέρα της μεγάλο πειρασμό πού την παρακινούσε προς την πορνεία τόσον πολύ, ώστε η μητέρα της δεν μπορούσε να την εμπόδιση πλέον με διδασκαλίες και παραδείγματα.
Βλέποντας, λοιπόν, τον Άγιο τον παρακάλεσε να της διαβάσει μια ευχή για να λυτρωθεί απ’ τον μεγάλο πειρασμό.
Ο Όσιος επειδή λυπήθηκε την κόρη, της είπε να βάλει τα χέρια της πάνω στον λαιμό του και προσευχήθηκε για να φύγει ο πειρασμός από την κόρη και να πάει πάνω σ αυτόν.
Και με την προσευχή του ελευθερώθηκε μεν η κόρη, αλλά ο πειρασμός φορτώθηκε πάνω στον Άγιο Ιωαννίκιο. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ο Ιωαννίκιος προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποκύψει στον πειρασμό της πορνείας.
Σε λίγο όμως, κι ύστερα από πνευματικούς αγώνες, νηστεία, προσευχή και αγρυπνία, ο Θεός τον απάλλαξε από τον πειρασμό. Αφανίσθηκαν δε οι πονηρές σκέψεις και κάθε επιθυμία της σάρκας από αυτόν.
Λαμβάνει το Αγγελικό Σχήμα
Άλλα παρά τα πνευματικά του παλαίσματα. Θεωρούσε τον εαυτό του, μικρό, τιποτένιο και γι αυτό ακόμη ο Ιωαννίκιος δεν είχε γίνει μοναχός.
Άκουσε όμως φωνή από τον ουρανό να του λέγει, να πάει να κατοίκηση σε καπόιο τόπο, πού τον έλεγαν Εριστή και να φορέσει εκεί το μοναχικό ένδυμα, σε εκείνο το ασκητήριο.
Όταν λοιπόν έλαβε το Άγιο σχήμα ο Ιωαννίκιος, ήλθε σε τόπο πού ονομαζόταν Κρίτημα και έμεινε εκεί δεμένος με μια αλυσίδα, πού είχε μάκρος εξ οργυές, περίπου τρία χρόνια.
Στο τέλος τού τρίτου χρόνου σκέφτηκε να πάει σε έναν τόπο Χελιδόνα, με σκοπό να συνομιλήσει με έναν άγιο άνδρα, πού ονομαζόταν Γεώργιος.
Επήγε κατόπιν στη Μονή των Αυγάρων με κάποιο μαθητή, πού τον έλεγαν Παχώμιο. Ανέβηκαν στο κοντινό βουνό, για να ιδούν τα κελιά, πού έκτιζαν εκεί. Αυτά προορίζονταν γι εκείνους, πού ήθελαν να ζουν μακριά από τούς ανθρώπους.
Τον δηλητηριάζουν
Στο μέρος, πού ασκήτευε ο Άγιος, ήταν και ένας άλλος αναχωρητής. Τον έλεγαν Γουρία και νομιζόταν άγιος άνθρωπος. Ο Γουρίας όμως γνώριζε, ότι ο Ιωαννίκιο ς τον περνούσε στα χαρίσματα και στην αγιότητα, και τόσο τον κυρίευσε ο φθόνος, ώστε σκέφθηκε να θανατώσει τον Ιωαννίκιο με δηλητήριο.
Μια μέρα λοιπόν, ήλθε στο κελί του Άγιου, δήθεν για να διδαχτεί από την αρετή του Άγιου. Ο Ιωαννίκιος τον δέχθηκε απονήρευτα και τον κράτησε μαζί του αρκετές ημέρες.
Μια, λοιπόν, ημέρα ο Γουρίας έβαλε στο νερό, πού του έδωσε να πιει δηλητήριο και, μέσα σε λίγες στιγμές άρχισε ο Άγιος να πονά.
Ο Θεός όμως δεν τον άφησε να πονά για πολλή ώρα. Έστειλε τον Άγιο Ευστάθιο και τον απάλλαξε από τούς ανυπόφορους πόνους. Έκτισε δε από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Ευστάθιο για να τον τιμήσει και εκκλησία ο θεραπευθείς Ιωαννίκιος.
Μετά από αυτά ο Άγιος έφυγε και επήγε στο όρος Τριχάλικος για να ησυχάσει. Ζούσε και εκεί άστεγος, εις το ύπαιθρο. Όπου αξιώθηκε να προφητεύει και να θεραπεύει.
Προφητεύει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας
Ο Άγιος προέλεγε και τα μέλλοντα να συμβούν. Έτσι λόγου χάριν προείπε εις τον Ιγγερ, πρόεδρο της Νικαέων Εκκλησίας, άλλ εικονομάχο, τον θάνατον του.
Απέστειλε μάλιστα προς αυτόν κάποιο Βασίλειο μοναχό, εκ της Μονής των Ήλιου Βωμών (Ελεγμών), ίνα συμβουλεύσει και μεταστρέφει εις την ορθή οδό. Άλλ εκείνος «ουκ εβουλήθη συνιέναι», και απέθανε αμετανόητος ο δυστυχής.
Έπειτα ήλθε ο Όσιος στο Όρος του Αντιδίου. Έκτισε εκεί το κελί του. Ταλαιπωρώντας και εκεί το σώμα του στην άσκηση και την σκληραγωγία.
Το καιρό εκείνον ακόμη στην Εκκλησία επικρατούσε σύγχυσης, λόγω της εικονομαχίας. Ο δε προεστός των Αγαύρων Ευστράτιος ερώτησε τον Όσιο, πότε θα τελείωναν τα σκάνδαλα από την Εκκλησία. Ο Άγιος απήντησε:
Μετά τον Θάνατον του Θεοφίλου, θα αποκαταστήσει την τάξη εις την Εκκλησία ένας ενάρετος Πατριάρχης, ο Μεθόδιος. Και πράγματι: Οι προφητείες του Άγιου αποδείχθηκαν αληθινές.
Τον τραυματίζει ο φθονερός
Κάποιος μοναχός πού τον έλεγαν Επιφάνιο, ήταν και αυτός σε εκείνα τα μέρη. Είχε ψεύτικη φήμη, ότι είναι άγιος και ενάρετος. Αλλά ο διάβολος του έβαλε τόσον φθόνο και μίσος στην ψυχή του, ώστε ήθελε να κάνει κακό στον Άγιο Ιωαννίκιο.
Έβαλε, λοιπόν, φωτιά στο όρος, όπου κατοικούσε ο Άγιος, για να κάψει μαζί και τον Άγιο. Αλλά δεν μπόρεσε, γιατί ο Άγιος γνώριζε τις κακές διαθέσεις του Επιφανίου. Τον κάλεσε μάλιστα ο Ιωαννίκιος να φάνε.
Αλλά ο άθλιος Επιφάνιος ήταν αμετανόητος. Μια ήμερα ο φθονερός αυτός Μονάχος κρατώντας στα χέρια του ένα σουβλερό σίδερο, κτύπησε τον Άγιο στην κοιλιά του. Αλλά ευτυχώς με την βοήθεια ν του Θεού έμεινε ο Άγιος, για μια ακόμη φορά αβλαβής.
Κοίμηση του
Κατά τον τέταρτον χρόνο της βασιλείας του Μιχαήλ, ο Πατριάρχης Μεθόδιος, επειδή γνώρισε ότι ο Άγιος ασθενεί και ότι πρόκειται να αποθάνει, τον επισκέφτηκε, να πάρει την ευλογία του.
Κάλεσε τότε ο Ιωαννίκιος όλους τους Χριστιανούς, κληρικούς και μοναχούς, και τους είπε να φυλάγουν την Ορθόδοξο Πίστη και να έχουν μεταξύ τους αγάπη και ομόνοια.
Κατά την ώρα όπου αναπαύτηκε ο Μέγας Ιωαννίκιος, είδαν οι μοναχοί του Ολύμπου το έξης παράδοξο: Είδαν πύρινο στύλο και προπορευόταν άγγελοι. Αυτοί άνοιγαν τις πύλες του Παραδείσου. Μέσα μπήκε ο Άγιος και προσκύνησε την Παναγία Τριάδα.
Το Άγιο λείψανο, του το έθαψαν ο Πατριάρχης και οι άλλοι παρευρισκόμενοι μοναχοί. Έκανε δε τούτο και μετά θάνατον θαύματα: Γιάτρευε παράλυτους, έδιωχνε δαίμονες και με άλλους τρόπους βοηθούσε τούς ανθρώπους, πού ζητούσαν την βοήθεια του Άγιου.
Στίχος
Τὸν Ἰωαννίκιον ἐκ γῆς λαμβάνει ο τῷ λόγῳ γῆν τοῦ Θεοῦ πήξας Λόγος. Σῆμά σοι ἔν γε τετάρτῃ Ἰωαννίκιε χεῦσαν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ´.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαίς,τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωαννίκιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tὴν ἐπίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπινοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον• θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀστὴρ ἐφάνης παμφαὴς ἐπὶ γῆς λαμπῶν, καὶ τοὺς ἐν ζόφῳ τῶν παθῶν περιαυγάζων, ἰατρὸς δὲ ἀρωγότατος τῶν νοσούντων, ἀλλ’ ὡς χάριν εἰληφώς, τὴν τῶν ἰάσεων, τοῖς αἰτοῦσι σε παράσχου πᾶσαν ἴασιν, ἵνα κράζωμεν. Χαίροις Πάτερ, Ἰωαννίκιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον, τῇ ἱερᾷ σου, συνελθόντες ἅπαντες, ἐκδυσωποῦμεν οἱ πιστοί, Ἰωαννίκιε Ὅσιε, παρὰ Κυρίου, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Κάθισμα Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Κόσμου τερπνότητα, προθύμως ἔλιπες, καὶ τῷ Δεσπότῃ σου, κατηκολούθησας, ἔρωτι θείῳ τὴν ψυχήν, τρωθείς, Ἰωαννίκιε· ὅθεν καὶ τὴν κάμινον, τῶν παθῶν ἐναπέσβεσας, δρόσω τῇ τοῦ Πνεύματος, τοῦ Ἁγίου πανόλβιε· διὸ σὺν τοῖς, Ἀγγέλοις χορεύεις, νῦν τούτων τὸν βίον μιμησάμενος.
Ὁ Οἶκος
Ἤστραψεν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ θεόληπτος βίος τῶν σῶν κατορθωμάτων, Παμμάκαρ, καὶ ἀπήλασε πᾶσαν ἀχλὺν ψυχικῶν παθημάτων, καὶ φῶς ἄϋλον κατηύγασε, τοῖς πίστει σοὶ καὶ πόθῳ ἐκβοῶσι ταῦτα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα χρυσαυγές· χαίροις ἀθανάτου, ζωῆς λειμὼν εὐώδης, τὴν Ἐκκλησίαν τέρπων Ἰωννίκιε.
Χαίροις, τερπνὸν Μοναζόντων κλέος, χαίροις, φωστὴρ διαυγὴς τοῦ κόσμου.
Χαίροις, τῶν νοσούντων ταχεῖα παράκλησις, χαίροις, εὐρωστούντων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαίροις, ὅτι τὴν ἐπίγειον ἀπεβάλου στρατιάν, χαίροις, ὅτι τὰ οὐράνια ἀντηλλάξω τῶν φθαρτῶν.
Χαίροις, τῶν θείων ὄντως ἀρετῶν ὁ ταμίας, χαίροις τῶν ἀπορρήτων αὐτουργὸς θαυμασίων.
Χαίροις, παθῶν παντοίων καθαίρεσις, χαίροις, ἡμῶν προστάτης θερμότατος.
Χαίροις, παντὸς ἑτοιμότατος ῥύστης, χαίροις, παντὸς καταφύγιον κόσμου.
Χαίροις, Πάτερ Ἰωαννίκιε.