Σε κάποιο μέρος της Φρυγίας, η γη ανέβλυσε αγιασμένο νερό με τη δύναμη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που γιάτρευε κάθε αρρώστια των ασθενούντων. Ένας χριστιανός, λοιπόν, επειδή γιατρεύτηκε η κόρη του, έκτισε ωραιότατο ναό στο όνομα του Αρχιστράτηγου, επάνω στο άγιασμα.
Μετά 90 χρόνια, ήλθε στο ναό κάποιος ευλαβής νέος, ονόματι Άρχιππος. Έμεινε υπηρέτης στο ναό και ζούσε ζωή ασκητική και με εγκράτεια. Όταν είδαν αυτό το πράγμα οι ειδωλολάτρες, έπιασαν τον Άρχιππο και τον χτύπησαν δυνατά.
Έπειτα, όρμησαν να καταστρέψουν το ναό και το άγιασμα. Αλλά ώ της μεγάλης δυνάμεως του Αρχαγγέλου! Άλλων απ’ αυτούς τα χέρια έμειναν παράλυτα και άλλους σταμάτησε φράγμα φωτιάς και έτσι γύρισαν όλοι άπρακτοι.
Όμως το πείσμα και ο θυμός τους ώθησε να κάνουν εκτροπή του κοντινού ποταμού, για να παρασύρει το ναό και να πνίξουν τον Άρχιππο. Αλλά και πάλι θαύμα! Ο ποταμός γύρισε προς τα πίσω!
Τότε σκέφθηκαν να ενώσουνκαι άλλους δύο ποταμούς. Όμως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ παρουσιάστηκε στον Άρχιππο και, αφού τον έβγαλε έξω από το ναό, έκανε το σημείο του σταυρού και οι ποταμοί στάθηκαν σαν τείχος.
Πρόσταξε, έπειτα, να χωνευθούν και πράγματι, κατά παράδοξο τρόπο, έως σήμερα στο μέρος εκείνο τα νερά των ποταμών χωνεύονται. Και γι’ αυτό το μέρος ονομάστηκε Χώναι.
Στίχος
Ὤφθης Μιχαὴλ Νῶε σῷ ναῷ νέος, Χώνῃ ποταμῶν τὸν κατακλυσμὸν λύων. Ῥοῦν Μιχαὴλ ποταμῶν χώνευσε, Νόων ἀγός, ἕκτῃ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὡς νεφέλη ὠράθης ἐπισκιάζουσα, Μιχαὴλ Ταξίαρχο τῷ σῷ ἁγίω ναῶ, ὑετίζων δαψιλῶς ὕδωρ ἀθάνατον ὅθεν ὡς ἄλλη κιβωτόν, διεφύλαξας αὐτόν, καὶ ρείθρων τῶν ποταμῖων, τὸν ροῦν ἠκόντιαας πόρρω, πρὸς εὐφροσύνην τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγε, δυσωποῦμέν σε ἀεὶ ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἵνα ταῖς σαῖς δεήσεσι τειχίσης ἡμᾶς, σκέπη τῶν πτερύγων, τῆς ἀῢλου σου δόξης, φρουρῶν ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτενῶς καὶ βοῶντας· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ταξιάρχης τῶν ἄνω Δυνάμεων.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Στάσιν ἔμφρονα, ἀνειλημμένος, νεύσει κρείττονι, Μιχαὴλ ὤφθης, στρατηγέτης τῶν ἀΰλων Δυνάμεων· σὺ γὰρ ἰδὼν Ἑωσφόρου τὸν ὄλισθον, στῶμεν ἐβόας καλῶς τῷ Θεῷ ἡμῶν. Ἀρχιστράτηγε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς
Ὁ τῇ Τριάδι παρεστὼς ὁλόφωτος, μετὰ πασῶν τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ τὸ ἔνθεον μελῴδημα, σὺν αὐταῖς ἀναφωνῶν Μιχαήλ, καὶ τὴ γῆν θείᾳ νεύσει διερχόμενος, καὶ τέρασι μεγίστοις θαυμαζόμενος, μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον
Ἀρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργὲ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ, καὶ ἀρχηγὲ τῶν Ἀσωμάτων, τὸ συμφέρον ἡμῖν αἴτησαι, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶν Ἀσωμάτων ἀρχιστράτηγος.
Μεγαλυνάριον
Κρήνην ἰαμάτων ἀνελλιπῆ, τὸν σὸν θεῖον οἶκον, ἀναδείξας ἐν Κολοσσαῖς, ψυχῶν σωτηρίαν, καὶ τῶν σωμάτων ῥῶσιν, ἐν τούτῳ ἀπεργάζῃ, Μιχαὴλ ἔνδοξε.