Αποστολικό Ανάγνωσμα. Προς Κορινθίους Β Επιστολής Παύλου. (Ια:31-33 Ιβ:1-9).

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

«Τέκνον μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. ιστ΄ 25)

Δυο σοβαροί κίνδυνοι απειλούν την καθημερινότητα του ανθρώπου.

Πρώτον, η αίσθηση της αυτάρκειας, υλικής ή πνευματικής και δεύτερον η αντίληψη ότι η ευημερία του ανθρώπου είναι ατέλειωτη. Μια αντίληψη που επηρεάζει τη ζωή και συμπεριφορά της πλειοψηφίας των ανθρώπων.

Και οι δυο αυτοί κίνδυνοι είναι έμμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους γιατί έχουν σαν επίκεντρο τους μόνο την παρούσα ζωή, γεγονός που τους αποξενώνει από το συνάνθρωπο, ιδιαίτερα όμως τους αποξενώνει από το θεό και τη συνδεδεμένη με Αυτόν μέλλουσα ζωή.

Η αίσθηση της αυτάρκειας είναι επικίνδυνη νοσηρή κατάσταση γιατί δημιουργεί την λανθασμένη, εντύπωση ότι η ζωή είναι τέλεια και χωρίς τέλος ότι υπάρχει μόνον αυτός και κανένας άλλος και κατ’ επέκταση δεν έχει την ανάγκη κανενός, ούτε των ανθρώπων, ούτε και του Θεού.

Η αυτάρκεια μάλιστα σε πνευματικό επίπεδο είναι επικίνδυνη, γιατί δεν αφήνει περιθώριο στον άνθρωπο να δει και να αναγνωρίσει έγκαιρα τις ατέλειες του και να διορθωθεί και άρα να μην έχει και τη δυνατότητα της σωτηρίας.

Αλλά και η αυτάρκεια σε υλικά αγαθά καθιστά τον άνθρωπο ματαιόδοξο και άπληστο, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι όλα μπορεί να αλλάξουν σ’ αυτή τη ζωή.

Το «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» που υπενθυμίζει η Εκκλησία κατά την ακολουθία της αρτοκλασίας, δεν είναι γεγονός απομακρυσμένο, αλλά υπαρκτό όπως επιβεβαιώνουν τα γεγονότα είτε στον τόπο μας, είτε και άλλες περιοχές του κόσμου.

Έτσι, πλούτη και φτώχεια, ζωή και θάνατος, παρούσα και μέλλουσα ζωή προβάλλον στην καθημερινότητα μας. Ενώ όλα τα πιο πάνω είναι τόσο υπαρκτά, εν τούτοις στη ζωή θεωρούμε απρόσμενο τα θάνατο.

Πολύ δε περισσότερο αρνούμαστε να παραδεχτούμε ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή και ότι αυτή είναι όχι μόνο προέκταση της παρούσης ζωής, αλλά και ότι παρούσα και μέλλουσα ζωή είναι αλληλοεξαρτώμενες.

Το σημερινό ευαγγέλιο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Όλα έχουν αρχή, αλλά και τέλος. Όλα είναι αλληλοεξαρτώμενα. Το μόνο όμως αμετάβλητο είναι η αιώνια ζωή η οποία κατακτάται από τον άνθρωπο μέσα από την άσκηση της υπομονής της πίστεως και της αγάπης.

Ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο: «Πέθανε ο φτωχός και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε και ο πλούσιος και θάφτηκε. Στον άδη, που ήταν και βασανιζόταν σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο.

Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε «πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά».

Κι ο Αβραάμ του απάντησε: «Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως και ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις».

Η ζωή, λοιπόν, δεν είναι μόνο βίος ή βιός – περιουσία. Η ζωή είναι ύπαρξη και συνύπαρξη. Η ζωή είναι συμμετοχή τόσο στη ζωή του Θεού, όσο και του συνανθρώπου.

Συμμετοχή στη ζωή του Θεού, σημαίνει ταύτιση με τη ζωή του Χριστού και που εκφράζεται με την εφαρμογή του θελήματος του Θεού και με την υπηρεσία στο συνάνθρωπο που φτάνει ως την αυτοθυσία.

Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής αγνόησε ότι η ζωή είναι συνύπαρξη και παράλληλα αγνόησε το γεγονός ότι το θέλημα του Θεού δεν είναι αρκετό να το γνωρίζεις, αλλά πρωτίστως να το εφαρμόζεις.

Και η γνώση του θελήματος του Θεού δεν εμπεδώνεται με στιγμιαία θαύματα, αλλά με τη βαθύτερη μελέτη της διδασκαλίας του Θεού, όπως προσφέρθηκε δια του Μωυσή, των Προφητών και του Ιησού Χριστού.

Ο Ιουδαϊκός λαός υπήρξε μάρτυρας των θαυμάτων του Ιησού, όπως και οι άρχοντες του, κι όμως τη δεδομένη στιγμή όχι μόνο τα αγνόησαν, αλλά και οδήγησαν στο θάνατο του Ιησού.

Κατά συνέπεια, αν ο άνθρωπος δε μελετήσει και δεν εφαρμόσει το λόγο του Θεού, τότε ούτε και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς θα πιστέψει.

Αυτή η γνώση και εφαρμογή του θελήματος, του Θεού θα τον απαλλάξει, τόσο από τις ψευδαισθήσεις της παρούσης ζωής, όσο και από την άρνηση της ύπαρξης της μέλλουσας ζωής.

Αφού δε η μέλλουσα ζωή δεν είναι απλά «ουτοπία», αλλά πραγματικότητα τότε θα προσπαθήσει να την κατακτήσει μέσα από τη μετάνοια και την αγάπη, όσο διαρκεί η παρούσα ζωή του.

Αν παρ’ ελπίδα αρνηθεί να το πράξει τότε πρέπει να γνωρίζει ότι μετά το θάνατο δεν μπορεί να υπάρξει μετάνοια και άρα διόρθωση και σωτηρία.

Ακούσαμε σήμερα τον Αβραάμ να τονίζει στον πλούσιο: «Υπάρχει ανάμεσα μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ‘δω σ’ εσάς να μην μπορούν, ούτε οι από εκεί να περάσουν σε μας».

Όμως, ανεξάρτητα αν ο άνθρωπος αποδέχεται είτε άμεσα είτε έμμεσα την ύπαρξη της μέλλουσας ζωής, εντούτοις ο ίδιος έχει αίσθηση της ύπαρξης του και επιπρόσθετα αναγνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις, όπως έγινε σήμερα και με τον πλούσιο της παραβολής.

Η αίσθηση της παρουσίας του Θεού όσο και της ισχύος του νόμου του, υπάρχει στο βάθος της συνείδησης του ανθρώπου, έστω κι αν προσωρινά συνειδητά ή όχι, μέσα από τις πράξεις του τα εξουδετερώνει.

Τούτο επιβεβαίωσε, μέσα από τις διαδοχικές παρακλήσεις του και ο πλούσιος της σημερινής παραβολής.

Όμως δεν αρκεί, ούτε μόνον η αίσθηση της ύπαρξης του Θεού, ούτε και μόνον η γνώση της ισχύος του νόμου του Θεού, Εκείνο που είναι απαραίτητο είναι η εκδήλωση πραγματικής αγάπης και σεβασμού προς το Θεό και το νόμο του, μέσα από την ανιδιοτελή εφαρμογή του θελήματός Του.

Αδελφοί μου η αντιφατική εικόνα της σημερινής παραβολής δεν είναι ούτε υποθετική, αλλά ούτε και φανταστική. Δυστυχώς είναι πραγματική.

Είναι και εικόνα της δικής μας εποχής, όπου άλλοι απολαμβάνουν εγωιστικά τα πάντα και άλλοι ως «Λάζαροι» σέρνονται προ «του πυλώνος» τους πληγωμένοι και στενάζοντας, περιμένοντας λίγο φαγητό, λίγο νερό, ένα κομμάτι ρούχο ή ακόμα έστω και ένα χαμόγελο που θα προσφερθούν με αγάπη.

Εμείς πόσο μέτοχοι ή αμέτοχοι είμαστε στα πιο πάνω. Ας αλλάξουμε το σήμερα τώρα που μπορούμε. Ας διαμορφώσουμε ένα αύριο καλύτερο αρχίζοντας από σήμερα.

Μπορούμε να το κάνουμε, αρκεί να το θέλουμε. Αμήν.

Θεόδωρος Αντωνιάδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ