Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεὸς ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, λέγων. Ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε. Καὶ οὕτω μακροθυμήσας, ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας, εἰς βεβαίωσιν, ὁ ὅρκος. Ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας, τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες, κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος. Ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς, ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, Ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
1. Οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ
Τὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα μᾶς μεταφέρει στὴ συγκλονιστικὴ ἐκείνη στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔδωσε τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις του στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε: Θὰ σὲ εὐλογήσω πλούσια καὶ θὰ σοῦ δώσω πάρα πολλοὺς ἀπογόνους.
Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀφοῦ περίμενε ὑπομονετικὰ πάρα πολλὰ χρόνια, πέτυχε τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἀπέκτησε δηλαδὴ παιδὶ ἀπὸ τὴ Σάρρα, τὸν Ἰσαάκ.
Κι ἀπ’ αὐτὸν πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του σὲ μεγάλο ἔθνος. Γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσει ὅμως ὁ Θεὸς γι’ αὐτὲς τὶς ἐπαγγελίες, ἔδωσε ὅρκο ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσει. Κι ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε τίποτε μεγαλύτερο στὸ ὁποῖο νὰ ὁρκισθεῖ, ὁρκίσθηκε στὸν ἑαυτό του.
Ὁ Ἀβραὰμ λοιπὸν δέχθηκε ἔνορκη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἀποδέχθηκε, τὴν πίστεψε, ἀλλὰ πραγματοποίηση δὲν ἔβλεπε! Πόσα χρόνια περίμενε; Πόσες φορὲς δοκιμάστηκε ἡ πίστη του;
Τοῦ μίλησε ὁ Θεὸς γιὰ ἀπογόνους, κι αὐτὸς εἶχε μία γυναίκα στείρα. Τοῦ εἶπε γιὰ μεγάλο ἔθνος ποὺ θὰ δημιουργοῦσε, κι αὐτὸς γέρασε καὶ παιδὶ δὲν εἶχε ἀπὸ τὴ Σάρρα! Ὅλα φαίνονταν ἀντίξοα, ἀντίθετα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ! Ὅλα ἔμοιαζαν οὐτοπικὰ καὶ ἀ-πραγματοποίητα.
Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως δὲν ἔχασε τὴν πίστη του. Κι ὅταν χάθηκε κάθε ἐλπίδα, τότε ἦλθε ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ.
Τί ἔχει νὰ πεῖ αὐτὸ γιὰ μᾶς; Ἔχει νὰ πεῖ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀναιρεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Δὲν τὶς ἀλλάζει. Μᾶς ἀφήνει ὅμως νὰ περιμένουμε καὶ νὰ δοκιμαζόμαστε. Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς προσμονῆς βέβαια μᾶς φαίνεται συχνὰ πὼς εἶναι ἕνα μαρτύριο.
Ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φέρει στὴ ζωή μας αὐτὸ ποὺ ποθοῦμε, κι ἀντὶ γιὰ ἀπάντηση κάποιες φορὲς τὰ πράγματα γίνονται χειρότερα. Γιατί ἄραγε; Διότι κατὰ τὴν περίοδο τῆς προσμονῆς ἐξαγιαζόμαστε, ἐξαγνιζόμαστε, πλουτίζουμε σὲ ἀρετές. Μαθαίνουμε νὰ ἐξαρτιόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό.
Μαθαίνουμε στὴν πράξη τί θὰ πεῖ πίστη καὶ δοκιμασία. Κάποτε φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς ἀργεῖ πολύ, κι ἐμεῖς κουραζόμαστε. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἀργεῖ ὁ Θεός, τόσο μεγαλύτερες εὐλογίες μᾶς ἑτοιμάζει. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε, νὰ ἐλπίζουμε, νὰ περιμένουμε, νὰ προσευχόμαστε.
2. Ἡ ἑλπίδα μας
Ὁ θεῖος Παῦλος στὴ συνέχεια μᾶς λέει ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν δόθηκαν μόνο στὸν Ἀβραὰμ καὶ στοὺς ἀπογόνους του, τοὺς Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ καὶ στὸν νέο Ἰσραήλ, σ’ ὅλους δηλαδὴ τοὺς Χριστιανούς. Κληρονόμοι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ ἦταν γιὰ τὰ ἐπίγεια ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅμως γιὰ τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ αἰώνια ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Σ’ ὅλους λοιπὸν τοὺς πιστοὺς ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὶς θεῖες ἐπαγγελίες ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δείξει καθαρὰ καὶ μὲ μεγαλύτερη βεβαιότητα ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη ἡ ἀπόφασή του νὰ ἐκτελέσει ὅσα ὑποσχέθηκε.
Ἔτσι ὥστε ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ ἔχουμε μεγάλη ἐνθάρρυνση γιὰ νὰ κρατοῦμε τὴν ἐλπίδα ποὺ βρίσκεται μπροστά μας. Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν παρομοιάζει μὲ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς μας. Καὶ λέει ὅτι αὐτὴ μᾶς ἀσφαλίζει ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους ἐπειδὴ εἶναι ἀμετακίνητη.
Κι αὐτὸ διότι δὲν ἀγκυροβολεῖ στὴ θάλασσα ἀλλὰ στὸν οὐρανό, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων· ἐκεῖ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὅπου μπῆκε ὁ Κύριός μας πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας ὡς πρόδρομος, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο καὶ νὰ μᾶς ἑτοιμάσει τόπο. Κι ἔτσι ἀναδείχθηκε Ἀρχιερέας αἰώνιος κατὰ τὴν τάξη τοῦ Μελχισεδέκ.
Πόσο παραστατική, ἀλήθεια, εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος! Παρομοιάζει τὴν ἐλπίδα μας πρὸς τὸν Κύριο μὲ μία ἄγκυρα. Μιὰ ἄγκυρα ὅμως ποὺ δὲν βυθίζεται στὸν πυθμένα κάποιας θάλασσας ἀλλὰ στὸ ἱερότερο μέρος τοῦ σύμπαντος, στὸν οὐρανό, στὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Κι ἐμεῖς ὁδοιπόροι καὶ οὐρανοδρόμοι, πορευόμαστε καθημερινὰ μὲ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καὶ ὁραματιζόμαστε τὸν προορισμό μας. Οἱ τρικυμίες πολλές, οἱ ἀνεμοθύελλες, οἱ πειρασμοί. Τὰ κύματα ὁρμητικὰ παλεύουν νὰ μᾶς ἀφανίσουν, νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸ ναυάγιο αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ στὸ σκοτάδι τῆς ἄλλης.
Ὁ αἰώνιος ἐχθρός μας καιροφυλακτεῖ νὰ βουλιάξει τὸ πλοιάριο τῆς ζωῆς μας. Κι ἐμεῖς παλεύουμε, ἀντιστεκόμαστε, προχωροῦμε. Δὲν ἀπογοητευόμαστε. Διότι μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουμε φτάσει ἀκόμη στὸν προορισμό μας, ἔχουμε ὅμως ἐκεῖ κάτι δικό μας. Ἔχουμε ἐκεῖ ἀγκυροβολημένη τὴν ἐλπίδα μας.
Γύρω μας ὅλα μᾶς ἀπογοητεύουν, οἱ ἄνθρωποι, οἱ καταστάσεις, οἱ πειρασμοί, οἱ δυσκολίες. Ὅλα μᾶς ἀπελπίζουν καὶ θέλουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ λιγοψυχοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως οἱ πιστοί, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας.
Διότι ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα μας τὴν ἔχουμε ἐμπιστευθεῖ στὸν Κύριό μας. Αὐτὸς κρατᾶ γερὰ στὰ παντοδύναμα χέρια του τὴν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος μας. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλπίδα μας, ἡ προσδοκία μας, αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά μας καὶ ἡ ζωή μας.
Μὴν τὸ ξεχνᾶμε αὐτὸ ποτέ. Αὐτὸς μόνο μᾶς ἀπομένει στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς ἀμετακίνητος σύντροφος καὶ συμπαραστάτης.