ΌΤΑΝ κουράζεται η ψυχή σου από το βάρος των δοκιμασιών, ας ψάλλουν τα χείλη σου θείους ύμνους κι η καρδιά σου ας μελετά τα ουράνια, για να βρίσκης ανακούφισι. Μιμήσου τον κουρασμένο οδοιπόρο, που με το τραγούδι, που σιγολένε τα χείλη του, διασκεδάζει τον κόπο της οδοιπορίας, έλεγε ο Αββάς Υπερέχιος.
* * *
ΆΛΛΟΣ Πατήρ συνήθιζε να λέγη συχνά στους νεωτέρους:
— Απομάκρυνε τους πειρασμούς και κανείς δε θα γίνη Άγιος. Όποιος αποφεύγει τις δοκιμασίες, απομακρύνεται από την ουράνιο ζωή.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ φιλόπονος μοναχός, που αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για την αρετή, κάποτε ατόνισε κι έπεσε σε αμέλεια. Γρήγορα όμως συνήλθε κι έλεγε στον εαυτό του:
— Ταλαίπωρε άνθρωπε, μέχρι πότε θα καταφρονής τη σωτηρία σου; Δε φοβάσαι τον θάνατο και την κρίσι;
Με τις σκέψεις αυτές γινόταν προθυμότερος στο έργον του Θεού.
Μια μέρα, ενώ προσηύχετο, μαζεύτηκαν γύρω του τα πονηρά πνεύματα και πάσχιζαν να τον αποσπάσουν από την προσευχή.
— Μέχρι πότε θα με βασανίζετε; είπε μ’ αγανάκτησι ο αδελφός. Δε σας έφτασε τόσος χρόνος, που με είχατε ρίξει σε αμέλεια;
— Όταν ήσουν αμελής, δεν μας έδινες καμμιά ενόχλησι, αποκρίθηκαν με κακία οι δαίμονες, και σε παραμελούσαμε κι εμείς. Τώρα, που μας εναντιώνεσαι, σε πολεμούμε.
Σαν άκουσε αυτά ο αδελφός, εβίαζε πιο πολύ τον εαυτό του στον πνευματικό αγώνα και με τη Χάρι του Θεού πρόκοψε στην αρετή.
* * *
ΤΙ ΝΑ κάνω, Αββά, που με πειράζουν τα πάθη και οι δαίμονες; ρώτησε τον Όσιο Σισώη ένας νέος μοναχός.
— Μη λες πως πειράζεσαι από τους δαίμονες, τέκνον, αποκρίθηκε ο Γέροντας, γιατί οι πιο πολλοί πειραζόμεθα από τις κακές μας επιθυμίες.
* * *
ΑΡΧΑΡΙΟΣ ακόμη στη μοναχική ζωή ο Μωυσής ο Αιθίοψ, πολεμήθηκε από σαρκική επιθυμία. Πήγε τότε, ταραγμένος, να εξομολογηθή στον Αββά Ισίδωρο.
Ο Γέροντας τον άκουσε με συμπάθεια κι αφού του έδωσε τις συμβουλές που έπρεπε, του είπε να γυρίση πίσω στο κελλί του. Επειδή όμως εκείνος δίσταζε ακόμη, μήπως επιστρέφοντας του ανάψη πάλι η φλόγα της κακής επιθυμίας, ο Αββάς Ισίδωρος τον πήρε από το χέρι και τον ανέβασε σ’ ένα μικρό δωμάτιο, που είχε πάνω από το κελλί του.
— Κύτταξε εδώ, του είπε, δείχνοντας του προς τη δύσι.
Είδε τότε ο Μωυσής ένα ολόκληρο στράτευμα από πονηρά πνεύματα με τεντωμένα τόξα, έτοιμα για πόλεμο και τρόμαξε.
— Κύτταξε τώρα προς την ανατολή, είπε πάλι ο Γέροντας.
Μυριάδες Αγγέλων σε στρατιωτική παράταξι ήσαν έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Όλοι αυτοί, του είπε ο Αββάς Ισίδωρος, είναι σταλμένοι από τον Θεό να βοηθήσουν τον αγωνιστή. Βλέπεις πως οι υπερασπισταί μας είναι πολύ περισσότεροι και ασυγκρίτως ισχυρότεροι απο τους εχθρούς μας;
Ο Μωυσής ευχαρίστησε με την καρδιά του τον Θεό γι’ αυτή την αποκάλυψι και παίρνοντας θάρρος, γύρισε στο κελλί του να συνέχιση τον αγώνα του.
* * *
ΠΗΓΑΙΝΕ συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήση και να τον κάνη να φύγη από κει. Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήση, του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού.
— Είμαι ο Χριστός, του είπε.
Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.
— Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. σου είπα πως είμαι ο Χριστός.
— Εγώ δε θέλω να ιδώ τον Χριστό σ’ αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά.
Με τη θαρρετή απάντησι του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξη.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)