Διηγήθηκε κάποτε ο αββάς Θεωνάς, ότι στην Αλεξάνδρεια, στα χρόνια της πατριαρχείας του Παύλου, ζούσε μόνη της μια κόρη αβάπτιστη, που είχε κληρονομήσει μεγάλη περιουσία από τους γονείς της.
Μια μέρα, εκεί που εργαζόταν στον κήπο της, είδε κάποιον που ετοιμαζόταν να κρεμαστεί. Τρέχει αμέσως κοντά του και τον ρωτάει:
– Τι κάνεις, άνθρωπε;
– Χρωστάω πολλά χρήματα, και πιέζομαι πολύ από τους δανειστές μου.
Προτίμησα λοιπόν ένα σύντομο θάνατο, παρά μια βασανισμένη ζωή.
– Σου δίνω όλα τα χρήματα μου. Μόνο μην αυτοκτονήσεις, τον παρακάλεσε εκείνη.
Έτσι και έγινε. Πλήρωσε ο άνθρωπος το χρέος του και γλύτωσε. Η κόρη όμως έμεινε φτωχή. Ούτε γονείς είχε ούτε κάποιον να τη φροντίσει.
Πάνω σ’ αυτή την ανάγκη, κατάντησε να πορνεύει. Δεν πέρασε πολύς καιρός και αρρώστησε. Ήρθε τότε στον εαυτό της και κατανύχθηκε.
Θέλησε να βαπτιστεί, και παρακαλούσε τους γείτονες:
– Για την αγάπη του Χριστού, λυπηθείτε την ψυχή μου και παρακαλέστε τον πατριάρχη σας να με κάνει χριστιανή.
Όλοι όμως την καταφρονούσαν, γιατί ήταν πόρνη.
Μέσα σ’ αυτή τη θλίψη της, παρουσιάζεται μπροστά της Άγγελος Κυρίου με μορφή ανθρώπου.
– Τι έχεις; τη ρωτάει.
– Επιθυμώ να γίνω χριστιανή, αλλά κανένας δεν με βοηθάει.
– Μη στεναχωριέσαι. Θα φέρω εγώ ανθρώπους, που θα σε βοηθήσουν.
Πραγματικά, έφυγε και γύρισε με δύο ακόμη Αγγέλους, που σήκωσαν την κόρη και τη μετέφεραν στην εκκλησία. Ύστερα οι άγγελοι πήραν τη μορφή αξιωματικών, και κάλεσαν τους κληρικούς, που ήταν ταγμένοι στο έργο του βαπτίσματος.
– Δίνετε εσείς εγγύηση γι’ αυτή τη γυναίκα; ρώτησαν οι ιερείς.
– Μάλιστα, δίνουμε.
Την πήραν τότε οι κληρικοί και τέλεσαν το μυστήριο. Ύστερα λευκοντυμένη καθώς ήταν, την παρέλαβαν οι άγγελοι και την πήγαν στο σπίτι της. Εκεί την άφησαν κι έγιναν άφαντοι.