“Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί, και να ομιλήσω περί του υψηλού θέματος της ταπεινοφροσύνης, αλλά κατέχομαι από φόβο, σαν άνθρωπος που γνωρίζει ότι πρόκειται να ομιλήση περί Θεού με την μέθοδο των λογισμών του.
Διότι η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητος.
Πράγματι ο ενανθρωπήσας Λόγος αυτήν ενδύθηκε Και δι’ αυτής ενώθηκε μ’ εμάς στο σώμα μας. Όποιος την εφόρεσε αφωμοιώθηκε αληθινά με εκείνον που κατέβηκε από το ύψος του και εκάλυψε την αρετή της μεγαλωσύνης του και εσκέπασε την δόξα του με την ταπεινοφροσύνη, για να μη καταφλεχθή η κτίσις με τη θέα του.
Διότι η κτίσις δεν θα μπορούσε να τον θεωρήση, αν δεν ελάμβανε μέρος απ’ αυτήν, ώστε έτσι να κοινωνήση με αυτήν, ούτε θα μπορούσε ν’ ακούση τα λόγια από το στόμα του πρόσωπο προς πρόσωπο.
Άλλωστε ούτε οι υιοί του Ισραήλ δεν εμπόρεσαν ν’ ακούσουν τη φωνή του, όταν τους ωμίλησε από την νεφέλη, έως ότου είπαν προς τον Μωυσή, «ας ομιλήση ο Θεός μαζί σου, και συ μετάφερε σ’ εμάς τους λόγους του˙ ας μη ομιλήση μ’ εμάς ο Θεός, για να μην αποθάνωμε»(Έξοδος 20,19).
Πώς θα μπορούσε λοιπόν η κτίσις να δεχθή φανερά την θέα του; Ήταν τόσο φοβερό το όραμα του Θεού, ώστε ο προφήτης να ειπή, «είμαι φοβισμένος και τρομαγμένος»(Έξοδος 3,3-6). Πράγματι επάνω στο όρος εμφανίσθηκε η ίδια η αρετή της δόξας του.
Και το όρος ήταν καπνισμένο και έντρομο από τον φόβο της αποκαλύψεως που επρόκειτο να γίνη σ’ αυτό, ώστε και τα θηρία που επλησίαζαν στα κατώτερα μέρη του να πεθαίνουν.
Και ετοιμάσθηκαν και παρασκευάσθηκαν οι υιοί του Ισραήλ, διατηρούμενοι αγνοί επί τρεις ημέρες, σύμφωνα με την εντολή του Μωϋσέως, ώστε να γίνουν άξιοι ν’ ακούσουν την φωνή του Θεού και να δεχθούν την θέα της αποκαλύψεώς του.
Και όταν έφθασε ο καιρός, δεν εμπόρεσαν να δεχθούν την θέα του φωτός του και την σφοδρότητα του ήχου των βροντών του (Έξοδος 19,15-16 & 20,18-21).
Αλλά τώρα που εσκόρπισε την χάρι του στον κόσμο με την παρουσία του, δεν κατήλθε με σεισμό ούτε με πυρ ούτε με φωνή φοβερή και δυνατή, αλλά σαν βροχή επάνω στο ποκάρι (Ψαλμ. 71,6) και σαν σταγόνα που στάζει απαλά επάνω στη γη, και παρουσιάσθηκε να μας ομιλή με άλλον τρόπο.
Τούτο συνέβηκε, αφού εσκέπασε την μεγαλωσύνη του με το σκέπασμα της σαρκός σαν θησαυρό και μέσα μας ωμιλούσε μ’ εμάς δι’ εκείνου το οποίο του κατασκεύασε το Πνεύμα του από τον κόλπο της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, ώστε, βλέποντας αυτόν που ήταν από το γένος μας να επικοινωνή μαζί μας, να μην ανησυχήσωμε από τη θέα του.
Γι’ αυτό οποιοσδήποτε εφόρεσε την στολή, με την οποία εμφανίσθηκε σ’ εκείνο το σώμα που ενδύθηκε ο Κτίστης, ενεδύθηκε τον ίδιο τον Χριστό (Ρωμ. 13,14).
(Ισαάκ του Σύρου, Φιλοκαλία, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 8Α, σελ. 311-313)