Ρουμανία Φυλακές Πιτέστι – 1949
Πεινασμένοι, παγωμένοι, ρακένδυτοι, περίτρομοι οι κρατούμενοι από το Πιτέστι μοιάζαμε με κάποια φαντάσματα. Τελείως απομονωμένοι από τον κόσμο, συνωστισμένοι σε μικρά κρατητήρια.
Όταν όλοι κοιμήθηκαν, εγώ παρέμεινα άγρυπνος στην άκρη του κρεβατιού, με τα βλέφαρα κλειστά, με σηκωμένο το κεφάλι, προσευχόμενος με τους παλμούς της καρδιάς μου.
Προσπαθούσα να ανακαλύψω τον Ιησού και Τον καλούσα με τη νοερά προσευχή. Είχα ξεχάσει την πείνα, την παγωνιά, την τρομάρα. Ο χρόνος διαστελλόταν, γινόταν αργός, αμέτρητος και ήρεμος.
Η ψυχή μου δραπέτευε από τη φυλακή. Προσπαθούσα να εγκαταλείψω όλα και να παραμένω μόνο με τον Θεό. Πλημμύρισα από βαθειά χαρά και οι ουρανοί ανοίγονταν θαυμάσια.
Αργότερα αποφάσισα να μεταλάβω. Είχαν ήδη ειπωθεί από τον ιερέα και οι ευχές για τη Θεία Μετάληψη. Έψαξα σε μια πτυχή του σακακιού μου κι έβγαλα από ένα μικρό σακουλάκι ένα μικρό μαργαρίτη του Σώματος του Χριστού, που τον φύλαγα σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό.
Τα Άγια Δώρα είχαν μπει στη φυλακή με επικίνδυνους τρόπους, μέσω ενός μονάχου, που είχε συλληφθεί πριν από περίπου δύο χρόνια και τα είχε εμπιστευτεί στους κρατουμένους που ήθελαν να μεταλάβουν.
Θέλοντας, λοιπόν, να πάρω το ψίχουλο της Θείας Κοινωνίας, δεν ξέρω πως έγινε και μου έπεσε κάτω. Άρχισα να το ψάχνω με αγωνία, αλλά δεν το βρήκα. Τότε αποφάσισα να γλείψω με τη γλώσσα ένα κομμάτι πατώματος όπου θεωρούσα ότι είχε πέσει, όμως δεν το αισθάνθηκα.
Ωστόσο πίστεψα ότι η Θεία Μετάληψη είχε γίνει. Ηρέμησα και γύρισα προσευχόμενος στην άκρη του κρεβατιού.
Χριστούγεννα στη φυλακή