Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επισκόπου Ἀχρίδος
«Παραπονιέσαι γιά τή μοναξιά στή μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαός γύρω σου κοχλάζει σάν μυρμηγκοφωλιά, καί ἐσύ καί πάλι αἰσθάνεσαι σάν στήν ἔρημο. Στίς μεγάλες γιορτές ἡ κατάσταση εἶναι ἀνυπόφορη. Παντοῦ πλημμυρίζει ἡ χαρά, ἐνῶ ἐσένα σέ πιέζει ἡ λύπη.
Οἱ ἑορταστικές ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων καί τῆς Ἀνάστασής σου φαίνονται σάν κάποια ἄδεια δοχεῖα, τά ὁποῖα ἐσύ γεμίζεις μέ δάκρυα.
Ὅταν αὐτές οἱ ἅγιες γιορτές βρίσκονται μακριά πίσω ἤ μπροστά σου, αἰσθάνεσαι πιό ἤρεμη. Ἀλλά ὅταν πλησιάσουν καί ἔρθουν, ἡ θλίψη καί ἡ ἐρημιά κυριεύουν τήν ψυχή σου.
Τί νά σού κάνω; Θά σού διηγηθῶ τήν ἱστορία γιά τά Χριστούγεννα τῆς Ἰωάννας διότι ἴσως σέ ὠφελήσει. Θά ἀφήσω ὅμως νά σού διηγεῖται ἐκείνη ὅπως τά εἶχε διηγηθεῖ σέ μένα.
«Σαράντα καί κάτι χρόνια βλέπω ἐγώ αὐτό τόν κόσμο σάν γυναίκα.
Ποτέ καμιά χαρά, ἐκτός ἀπό λίγη σάν παιδί στό σπίτι τῶν γονέων μου. Ἀλλά μπροστά στόν κόσμο δέν ἔδειχνα λυπημένη. Μπροστά στούς ἀνθρώπους ὑποδυόμουν τή χαρούμενη, καί στή μοναξιά ἔκλαιγα.
Ὅλοι μέ θεωροῦσαν ἕνα εὐτυχισμένο πλάσμα, ἀφοῦ ὡς τέτοια ἔδειχνα. Ἀκούω, ὅλοι γύρω μου παραπονοῦνται, καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ ἄγαμοι, καί οἱ πλούσιοι καί οἱ φτωχοί, ὅλοι. Καί σκέφτομαι, γιατί κι ἐγώ νά παραπονιέμαι στούς δυστυχισμένους γιά τή δική μου δυστυχία, καί μόνο νά αὐξάνω τή λύπη γύρω μου;
Θεέ, νά δείχνω χαρούμενη ἔτσι θά εἶμαι πιό χρήσιμη στόν δυστυχισμένο κόσμο, ἐνῶ τό μυστικό μου θά τό κρύβω μέσα μου καί θά κλαίω στή μοναξιά μου. Προσευχόμουν στόν Θεό, γιά νά μοῦ ἐμφανισθεῖ μέ κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ἕνα δάχτυλό Του νά αἰσθανθῶ.
Προσευχόμουν ἔτσι, γιά νά μήν σβήσω ἀπό τήν κρυμμένη λύπη.
Ἀπό κάθε ἔσοδο ἔκανα ἐλεημοσύνη ὁπουδήποτε εἶχα εὐκαιρία. Ἐπισκεπτόμουν ἀρρώστους καί ὀρφανούς, καί ἔφερνα χαρά μέ τή δική μου φαινομενική χαρά.
Πιστεύω σέ Σένα, ἀγαθέ μου Θεέ, ἔλεγα συχνά, ἀλλά Σέ παρακαλῶ, ἐμφανίσου μου μέ κάποιο τρόπο, γιά νά Σέ πιστεύω ἀκόμα περισσότερο. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τή ἀπιστία»(Μάρκ.9,24) Ἐπαναλάμβανα αὐτά τά λόγια ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Καί πράγματι, βίωσα νά μοῦ ἐμφανιστεῖ ὁ Κύριος.
Δυσκολοτατες γιά μένα ἦταν οἱ μεγάλες γιορτές. Μετά ἀπό τή Λειτουργία κλεινόμουν στό δωμάτιο καί ἔκλαιγα ὁλόκληρα τά Χριστούγεννα καί τήν Ἀνάσταση. Ὅμως τά προηγούμενα Χριστούγεννα ἐμφανίστηκε ὁ Θεός. Αὐτό ἔγινε ὡς ἑξῆς.
Πλησίαζε αὐτή ἡ μεγάλη μέρα. Ἐγώ ἀποφάσισα νά ἑτοιμάσω ὅλα ἔτσι ὅπως ἡ μητέρα μου ἑτοίμαζε: καί κρέας, καί ζυμαρικά, καί γλυκά, καί ὅλα τ’ἄλλα. Ἅπλωσα σανό στό σπίτι, πέταξα ἀπό τρία καρύδια σέ κάθε γωνιά τοῦ δωματίου.
Ἄς εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα ἐλεήμων σέ ὅλες καί τίς τέσσερις πλευρές τοῦ κόσμου. Καί κάνοντας ὅλα αὐτά ἀσταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στεῖλε μου ἐπισκέπτες ἀλλά ἐντελῶς πεινασμένους καί φτωχούς!
Σέ παρακαλῶ, ἐμφανίσου μ’αὐτόν τόν τρόπο! Πού καί ποῦ μου ἐρχόταν ἡ σκέψη: τρελή Ἰωάννα, τί ἐπισκέψεις περιμένεις τά Χριστούγεννα!
Αὐτή τήν ἅγια μέρα ὁ καθένας βρίσκεται στό σπίτι τοῦ ποιός θά μποροῦσε νά ἔρθει ὡς ἐπισκέπτης σέ σένα; Κι ἐγώ ἔκλαιγα καί ἔκλαιγα… Ὅμως καί πάλι ἐπαναλάμβανα ἐκείνη τήν προσευχή καί ἑτοίμαζα.
Ὅταν τά Χριστούγεννα γύρισα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἄναψα τό κερί, ἔστρωσα τό τραπέζι, ἔβαλα ὅλα τά φαγητά, καί τότε ἄρχισα νά περπατῶ ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ στό δωμάτιο. Θεέ μου, μήν μέ ἐγκαταλέιψεις! Πάλι προσευχόμουν. Στό δρόμο λίγοι περνοῦσαν.
Εἶναι Χριστούγεννα, ἀλλά καί ὁ δρόμος μᾶς εἶναι ἀπόμερος. Ὅμως μόλις τό χιόνι ἔτριζε κάτω ἀπό τά πόδια κάποιου, ἐγώ πεταγόμουν στήν πόρτα! Ἄραγε εἶναι ὁ ἐπισκέπτης μου; Δέν εἶναι. Νά, προσπέρασε.
Τό μεσημέρι ἦρθε καί πέρασε, καί ἐγώ μόνη. Ἄρχισα νά κλαίω καί κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ὅτι μέ ἐγκατέλειψες ἐντελῶς! Ἔκλαιγα ἔτσι καί σιγοέκλαιγα συνεχῶς! Ξαφνικά χτύπησε κάποιος τήν πόρτα, καί ἐγώ ἄκουσα φωνές: δῶσε ἀδελφέ, δῶσε ἀδελφή! Γρήγορα ἔτρεξα καί ἄνοιξα τήν πόρτα.
Μπροστά μου ἕνας τυφλός καί ὁ ὁδηγός του, καί οἱ δύο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ὁ Χριστός γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα ἐγώ χαρούμενα. Ἀληθῶς γεννήθηκε! κροτάλιζαν μέ τά δόντια ἐκεῖνοι τρέμοντας.
Ἔλεος, ἀδελφή, ἐλέησέ μας! Δέν σού ζητᾶμε χρήματα. Ἀπό τό πρωί κανένας δέν μᾶς πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτά ἤ ἀπό ἕνα ποτήρι μέ ρακί. Πεινᾶμε πολύ. Ἐγώ πέταξα ἀπό τή χαρά μου ὡς τόν τρίτο οὐρανό.
Τούς ὁδήγησα στό σπίτι καί τούς ἔβαλα στό γεμάτο τραπέζι. Τούς σέρβιρα κλαίγοντας ἀπό χαρά. Ἐκεῖνοι μέ ρώτησαν παραξενεμένοι: «Γιατί κλαῖς, κυρία;». Ἀπό χαρά, κύριοί μου, ἀπό καθαρή καί φωτεινή χαρά!
Ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο προσευχόμουν στόν Θεό ὁ Θεός μου τό ἔδωσε. Μερικές μέρες ἐγώ Τοῦ προσεύχομαι, νά μοῦ στείλει ἀκριβῶς τέτοιους ἐπισκέπτες ὅπως εἴσαστε ἐσεῖς, καί νά, Αὐτός μου ἔστειλε.
Δέν ἤρθατε ἐσεῖς ἔτσι τυχαία, ἀλλά σᾶς ἔστειλε ὁ ἀγαθός μου Κύριος. Αὐτός σήμερά μου φανερώθηκε μέσα ἀπό σας. Αὐτά εἶναι τά πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στή ζωή μου. Τώρα ξέρω, ὅτι εἶναι ζωντανός ὁ Θεός μας.
Δόξα σ’ Ἐκεῖνον καί εὐχαριστία! «Ἀμήν», ἀπάντησαν οἱ ἀγαπητοί μου ἐπισκέπτες. Τούς κράτησα ἕως τό βράδυ, τούς γέμισα τίς τσάντες καί τούς ἀποχαιρέτησα».
Τέτοια ἦταν τά προηγούμενα Χριστούγεννα τῆς Ἰωάννας. Δῶσε Θεέ, νά εἶναι φέτος ἀκόμα πιό χαρούμενα. Προσευχήσου κι ἐσύ, κόρη, νά σού φανερωθεῖ ὁ οὐράνιος Πατέρας μέ κάποιο τρόπο -καί στόν Θεό οἱ τρόποι εἶναι πολλοί- καί θά ζήσεις θαῦμα.
Μήν ἑτοιμάζεσαι γιά λύπη σέ τούτη τή μεγάλη μέρα, ἀλλά νά ἑτοιμάζεσαι γιά χαρά. Καί ὁ Πανορατικός, ὁ Παντελεήμων, θά σέ κάνει χαρούμενη.