Τι φῶς καὶ χρῶμα κι ἐμορφιὰ νὰ σκόρπιζε τ’ ἀστέρι,
ὁποὺ στὴν κούνια τοῦ Χριστοῦ, τοὺς μάγους ἔχει φἑρει!…
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν’ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομμάτι,
τὴν ὥρα π’ ἄνοιξ’ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι!
Νὰ ἰδῶ τὴν πρώτη του ματιὰ καὶ τὸ χαμόγελό του,
τὸ στέμμα τῶν ἀκτίνων του γύρω στὸ μέτωπό του.
Νὰ λάμψω ἀπὸ τὴ λάμψη του κι ἐγὼ σὰ διαμαντάκι,
νὰ μοσχοβοληθῶ κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐωδία,
ποὺ ἄναψε στὰ πόδια του τῶν μάγων ἡ λατρεία…
Ἄχ, ἄχ, χριστουγεννιάτικο τῆς φαμελιᾶς τραπέζι,
ποὺ ταίρι ταίρι ἡ ὄρεξη μὲ τὴν ἀγάπη παίζει!
Τὰ ποτηράκια ἠχοῦν γλυκά, λαμποκοποῦν τὰ πιάτα,
γύρω φαιδρὰ γεράματα καὶ προκομένα νιάτα!
Γάλλος στὴ μέση ὁλόζεστος μοσχοβολᾶ, ροδίζει,
μοιράζει ἡ μάνα γνωστικὰ καὶ τὴ χαρὰ σκορπίζει…
Καὶ νά, ἀρχίζει ἀκούραστη ὁ πάππος ὁμιλία,
τῶν Χριστουγέννων μιὰ γνωστὴ πανάρχαια ἱστορία…
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν’ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομμάτι,
τὴν ῶρα π’ ἄνοιξ’ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι!
Κωστῆς Παλαμᾶς
Πηγή : Αναγνωστικό ΣΤ’ Δημοτικού 1952