Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο στις Αμυγδαλιές Γρεβενών την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν η «γουρνοχαρά».
Δηλαδή το σφάξιμο των γουρουνιών. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που στο χωριό, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή (Χρήστος, Χριστίνα, Μανώλης…), γιορτάζουν όχι στις 25, αλλά στις 26 Δεκεμβρίου. Γιατί η «γουρνοχαρά» για να ετοιμαστεί, θέλει πολύ δουλειά και δεν αφήνει περιθώρια για γιορτές.
Η «γουρνοχαρά» είναι ένα από τα»σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα. Έτσι από παλιά όλες οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι.
Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο. (Εκτός πια και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα.)
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια.
Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά”. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”.
Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να το σφάξουν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει με μισοκομμένο λαιμό.
Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα.
Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια.
Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν.
Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια).
Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του.
Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες».
Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη.
Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα.
Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι.
Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες.
Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.