Μέγας Βασίλειος – «Νηστεία ὅπλον ἐστὶ πρὸς τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων στρατιάν»
Ἡ δεύτερη πιὸ μακρὰ περίοδος νηστείας μετα τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστὴ στὴ γλῶσσα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας καὶ ὡς σαράντα(ἡ)μερο. Περιλαμβάνει καὶ αὐτὴ σαράντα ἡμέρες, ὅμως δὲν ἔχει τὴν αὐστηρότητα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἀρχίζει τὴν 15η Νοεμβρίου καὶ λήγει τὴν 24η Δεκεμβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τή δεύτερη μεγάλη Δεσποτικη ἐορτή τοῦ χριστιανικοῦ ἑορτολογίου.
Μέχρι τὰ μέσα τοῦ Δ’ αἰῶνα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς συνεόρταζε τὴ γέννηση καὶ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα τὰ Ἐπιφάνεια τὴν ἴδια ἥμερα, στὶς 6 Ἰανουαρίου. Τὰ Χριστούγεννα ὡς ξεχωριστὴ ἑορτή, ἑορταζομένη στὶς 25 Δεκεμβρίου εἰσήχθη στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴ Δύση περὶ τὰ τέλη τοῦ Δ’ αἰῶνα.
Ὁ ἅγιος Ιωαννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ πρῶτος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τὴν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ μᾶς πληροφορεῖ περὶ τὸ 386 ὅτι «οὔπω δέκατον ἔστιν ἔτος, ἐξ οὐ δήλη καὶ γνώριμος ἠμὶν αὕτη ἡ ἡμέρα (τῆς ἑορτῆς) γεγένηται».
Μὲ τὴ διαίρεση τῆς ἄλλοτε ἑνιαίας ἑορτῆς καὶ τὴν καθιέρωση τῶν τριῶν ξεχωριστῶν ἑορτῶν, τῆς Γεννήσεως τὴν 25η Δεκεμβρίου, τῆς Περιτομῆς τὴν 1η καὶ τῆς Βαπτίσεως τὴν 6η Ἰανουαρίου, διαμορφώθηκε καὶ τὸ λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδὴ τὸ ἑόρτιο χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὶς 25 Δεκεμβρίου ὡς τὶς 6 Ἰανουαρίου.
Ἔτσι διασώθηκε κατὰ κάποιο τρόπο ἡ ἀρχαία ἑνότητα τῶν δυὸ μεγάλων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καὶ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ μεγάλη σημασία πού ἀπέκτησε μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ νέα ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καὶ ἰδιαίτερα τῶν μοναχῶν, ἀπετέλεσαν τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν καθιέρωση καὶ τῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων νηστείας.
Σ’ αὐτὸ ἀσφαλῶς ἐπέδρασε καὶ ἡ διαμορφωμένη ἤδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ προηγεῖτο τοῦ Πάσχα.
Ὅπως ἡ ἑορτὴ ἔτσι καὶ ἡ νηστεία, ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, ἐμφανίστηκε ἀρχικὰ στὴ Δύση, ὅπου ἡ νηστεία αὐτὴ ὀνομαζόταν Τεσσαρακοστὴ τὸν Ἁγίου Μαρτίνου ἐπειδὴ ἄρχιζε ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τούτου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἴδιο ἐπανελήφθη καὶ σ’ ἐμᾶς, ὅπου πολλοὶ τὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων ὀνομάζουν τοῦ Ἁγίου Φιλίππου ἐπειδὴ προφανῶς ἀρχίζει τὴν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου.
Οἱ πρῶτες ἱστορικὲς μαρτυρίες, ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴ νηστεία πρὸ τῶν Χριστουγέννων, ἀνάγονται γιὰ τὴ Δύση στὸν Ε’ καὶ γιὰ τὴν Ἀνατολὴ στὸν ΣΤ’ αἰῶνα. Ἀπὸ τούς ἀνατολικούς συγγραφεῖς σ’αὐτὴν ἀναφέρονται ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών.
Ἡ νηστεία στὴν ἀρχή, καθὼς φαίνεται, ἦταν μικρῆς διαρκείας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμῶν (12ος αἰῶνας) ποὺ γράφει περὶ τὸν ΙΒ’ αἰῶνα καὶ κατὰ συνέπεια μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὰ ὅσα ἴσχυαν στὴν ἐποχή του, σαφῶς τὴν ὀνομάζει «ἑπταήμερον».
Ὅμως ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπεξετάθη καὶ αὐτὴ σὲ σαράντα ἡμέρες, χωρὶς ἐν τούτοις νὰ προσλάβει τὴν αὐστηρότητα τῆς πρώτης.
Πῶς θὰ πρέπει νὰ τὴν νηστεύουμε
Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ σαρανταημέρου δὲν καταλύουμε κρέας, γαλακτερὰ καὶ αὐγά.
Ἀντίθετα, ἐπιτρέπεται νὰ καταλύουμε ψάρι ὅλες τὶς ἡμέρες πλήν, φυσικά, τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς ἀπὸ την ἑορτή τῶν Εἰσοδίων μέχρι καὶ τὴν 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε ἐπίσης καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὁποιαδήποτε ἡμέρα κι ἂν πέσει.
Ἀπὸ τὴν 18ῃ μέχρι καὶ τὴν 24ῃ Δεκεμβρίου, παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου μόνο ἐκτός, βέβαια, τῶν ἡμερῶν Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς ποὺ θὰ παρεμβληθοῦν καὶ κατὰ τὶς ὁποῖες τηροῦμε ἀνέλαιη νηστεία.
Ἐπίσης μὲ ξηροφαγία θὰ πρέπει νὰ νηστεύουμε τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς νηστείας, 15ῃ Νοεμβρίου, καθὼς καὶ τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ἐκτός βέβαια κι ἂν πέσουν Σάββατο ἤ Κυριακή.
ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
«Ἐπίσης ὀφείλουμε νὰ μὴν τηροῦμε μόνο τὴν τάξη τῆς νηστείας ποὺ ἀφορᾶ τὶς τροφές, ἀλλὰ νά ἀπέχουμε καὶ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε, ὅπως νηστεύουμε ὡς πρὸς τὴν κοιλιά, νὰ νηστεύουμε καὶ ὡς πρὸς τὴ γλῶσσα, ἀποφεύγοντας τὴν καταλαλιά, τὸ ψέμα, τὴν ἀργολογία, τὴ λοιδορία, τὴν ὀργὴ καὶ γενικὰ κάθε ἁμαρτία ποὺ διαπράττουμε μέσῳ τῆς γλώσσας.
Ἐπίσης χρειάζεται νά νηστεύουμε ὡς πρὸς τὰ μάτια. Νὰ μὴ βλέπουμε μάταια πράγματα. Νὰ μὴν ἀποκτοῦμε παρρησία διὰ μέσου τῶν ματιῶν. Νὰ μὴν περιεργαζόμαστε κάποιον μὲ ἀναίδεια. Ἀκόμη θὰ πρέπει νὰ ἐμποδίζουμε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἀπὸ κάθε πονηρὸ πρᾶγμα.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νηστεύοντας μία νηστεία εὐπρόσδεκτη στὸν Θεό, ἀποφεύγοντας κάθε εἴδους κακία ποὺ ἐνεργεῖται διὰ μέσου τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τίς αἰσθήσεις μας, θὰ πλησιάζουμε, ὅπως εἴπαμε, τὴν ἁγία ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ἀναγεννημένοι, καθαροὶ καὶ ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγίων Μυστηρίων».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας», Ἀρχιμ. Συμεὼν Κοῦτσα
Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, σέλ. 88-92 Νηστεία Χριστουγέννων.