Dostoyefsky Fyodor
Χειμώνας, πρωί. Ἕνα μικρὸ ἀγόρι ξυπνᾶ μέσα σ’ ἕνα ὑγρὸ καὶ κρύο ὑπόγειο. Τουρτουρίζει ἀπὸ τὸ κρύο. Γυρίζει καὶ κοιτάζει τὴ μητερούλα του, ποὺ κοιμᾶται δίπλα σκεπασμένη μ’ ἕνα λεπτὸ καὶ κουρελιασμένο πάπλωμα. Τὸ ἀγοράκι παρατηρεῖ τὴν ἀναπνοή της, ποὺ ὅσο ἀδύνατα κι ἂν βγαίνει , μόλις βγαίνει γίνεται ἕνα ἄσπρο συννεφάκι καὶ μετὰ διαλύεται.
Εἶναι ἄρρωστη καὶ τὸ ἀγοράκι ὅσο μικρὸ καὶ ἂν εἶναι νοιώθει, πὼς δὲν πρέπει νὰ τὴν ξυπνήσει, ἂν καὶ ἡ πείνα τοῦ τρώει τὰ σωθικά.
Ἔξω εἶναι γιορτὴ μεγάλη. Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα. Καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ κάτοικοι τούτων τῶν ὑπογείων εἶχαν φύγει καὶ ἀκουόταν μόνο τὰ βογγητὰ μίας ἄρρωστης γριᾶς καρφωμένης στὸ παλιοκρέβατό της.
Ποιὰ τύχη ἄραγε νὰ ἔφερε ἐδῶ τὴ νέα γυναίκα μὲ τὸ ἀγοράκι της; Αὐτὴ φαίνεται τὶς μέρες αὐτὲς ἦρθε ἀπὸ τὴν ἐπαρχία καὶ ξαφνικὰ ἀρρώστησε, ἴσως ἐπειδὴ στὸ δρόμο κρυολόγησε.
Οἱ ὧρες περνοῦν στὸ ὑγρὸ ὑπόγειο καὶ τὸ ἀγόρι κάποια στιγμὴ σηκώνεται διψασμένο καὶ κοντὰ στὴν πόρτα βρίσκει τὴ στάμνα μὲ τὸ νερό… πίνει καὶ χορταίνει τὴ δίψα του. Ψάχνει νὰ βρεῖ κανένα κομμάτι ψωμί… κάτι ἄλλο, οὔτε κὰν τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ νὰ ζητήσει… ἤξερε πὼς δὲν θα ‘βρισκε. Μὰ τὴ φορᾶ αὐτὴ οὔτε κὰν ψωμὶ κατόρθωσε νὰ βρεῖ.
Οἱ χειμωνιάτικες μέρες εἶναι πολὺ μικρὲς ἐδῶ πέρα. Ἡ νύχτα ξαναπλώνει γρήγορα τὴ μαυρίλα της.
Αὐτὴ ἡ μαυρίλα τοῦ ἕσφιγγε τώρα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ φόβιζε… ἔπειτα ἡ πεῖνα εἶχε γίνει ἀνυπόφορη. Κερὶ δὲν ἄναψε, ἴσως γιατί εἶχε σωθεῖ καὶ τοῦτο.
Ἄγγιξε τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας του. Περίεργο! Ἦταν τόσο κρύο ὅσο κι ὁ τοῖχος. Αὐτὴ δὲν κουνήθηκε… τῆς ἔπιασε τὸ χέρι κι αὐτὸ πιὸ κρύο ἀπὸ τὸν τοῖχο. Ἦταν πεθαμένη.
-Τί κρύο ποὺ κάνει ἐδῶ μέσα, σκέφτηκε, τί κρύο!
Μὲ τὸν ἀχνό του προσπάθησε νὰ ζεστάνει τὰ δακτυλάκια του καὶ ψάχνοντας βρῆκε ἐκεῖ κάπου τὸ σκοῦφο του, τὸν ἔχωσε ὡς τ’ αὐτιὰ καὶ σιγά-σιγὰ βγῆκε ἔξω, μὴ ξυπνήσει τὴν καημένη τὴ μητερούλα του.
Θὰ ἔβγαινε πολὺ νωρίτερα ἀλλὰ μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ γείτονα ἦταν ἕνας μεγάλος σκύλος καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ βγεῖ. Τώρα ὁ μεγάλος σκύλος ἔφυγε καὶ τὸ ἀγοράκι τρεχάτο βγῆκε στὸ δρόμο.
Περπάτησε ἀρκετά… Ἔπειτα σ’ ἕνα σταυροδρόμι μπῆκε σ’ ἕνα πλατὺ καὶ κατάφωτο δρόμο. Θεέ μου! Τί ὡραία, τί μεγάλη πόλη! Τέτοιο πράγμα ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε δὲν εἶχε δεῖ ποτέ του.
Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ ὅπου εἶχαν ἔρθει ἦταν τόσο σκοτεινοὶ καὶ στενοὶ οἱ δρόμοι! Σ’ ὅλο τὸ δρόμο ἔβλεπες μόνο ἕνα φανάρι κι ἐκεῖνο μισοσβησμένο! Ναί, ἐκεῖ κάτω ὅταν βράδιαζε, ὅλοι μαζευόταν στὰ σπίτια τους. Ποῦ νὰ δεῖ κανεὶς τέτοια ὥρα ἄνθρωπο ζωντανὸ στὸν δρόμο.
Μόνο τὰ σκυλιά, πολλά-πολλὰ σκυλιά, κοπάδια ὁλόκληρα οὔρλιαζαν καὶ γαύγιζαν ὅλη τὴ νύχτα. Μὰ πάλι ἐκεῖ κάτω εἶχαν ζέστη καὶ τοὺς ἔδιναν κάτι νὰ φᾶνε, ἐνῶ ἐδῶ… Ἄχ! Θεούλη μου! Μία φέτα ψωμάκι νὰ εἶχα νὰ μὴν πεινῶ πιά! Τί θόρυβος! Τί κόσμος! Τί κίνηση! Τί φῶτα! Μόνο νὰ εἶχε κάτι νὰ βάλει στὸ στομάχι του… ἀλλὰ τὰ δάκτυλά του, γιατί νὰ πονοῦν τώρα;
Μὰ τώρα τοῦ πονοῦν περισσότερο ἀπὸ τὰ χέρια τὰ δακτυλάκια τῶν ποδιῶν του. Δὲν μπορεῖ νὰ συμμαζέψει τὰ δακτυλάκια του, εἶναι τόσο κόκκινα, τόσο κόκκινα! Βάζει τὰ κλάματα κι ἀρχίζει νὰ τρέχει. Πίσω ἀπὸ ἕνα μεγάλο παράθυρο, φωτισμένο κι αὐτό, βλέπει ἕνα ἄλλο δωμάτιο.
Γύρω ἀπὸ τὸ γεμάτο γλυκίσματα τραπέζι στέκονται τρεῖς κυρίες πλούσια, πολὺ πλούσια ντυμένες. Ὅποιος μπαίνει μέσα τοῦ δίνουν ἀπὸ ἕνα γλύκισμα. Ἡ πόρτα ὅλο ἀνοιγοκλείνει. Ὁ μικρὸς χώνεται κι αὐτὸς μέσα.
Μία ἄσχημη φωνὴ χτυπᾶ στ’ αὐτί του… «Χοῦ, χοῦ, ἔξω», νὰ ἔτσι, ὅπως διώχνουν τὰ σκυλιά. Μία κυρία σηκώνεται γρήγορα, τοῦ δίνει ἕνα κέρμα στὸ χέρι καὶ τὸ βγάζει ἔξω. Μὰ γιατί τὸν ἔβγαλαν ἔξω;… Πόσο τρόμαξε! Τὸ κέρμα πέφτει ἀπὸ τὰ χεράκια του, γιατί τὰ δακτυλάκια του εἶναι πιὰ ξυλιασμένα καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸ σφίξουν…
Τὸ κέρμα κατρακυλᾶ καὶ πέφτει ἀπὸ μία σχάρα, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ σκάλα σ’ ἕνα ὑπόγειο.
Τρέχει μὲ κλαμένα μάτια… μὰ ποῦ; Οὔτε τὸ ἴδιο δὲν ξέρει. Τρέχει, τρέχει καὶ μὲ τὸν ἀχνό του θέλει νὰ ζεστάνει τὰ χεράκια του, μὰ ποῦ νὰ ζεσταθοῦν.
Νά, ἐδῶ στέκονται πολλοὶ μπροστὰ σὲ μία βιτρίνα καὶ χαζεύουν… Ἅ! Τί ὡραία ποὺ εἶναι! Τρεῖς κοῦκλες μὲ κόκκινα καὶ πράσινα φορέματα κάθονται γύρω στὸ τραπέζι σὰν νὰ ἦταν ζωντανές… σὰν νὰ μιλοῦσαν, καὶ ἕνας κύριος πάλι ἀπὸ κερί κρατᾶ ἕνα βιολὶ σὰν νὰ ἦταν ἕτοιμος νὰ τραβήξει τὸ δοξάρι…
Νὰ εἶναι ἄραγε ζωντανό; Σκέπτεται ὁ μικρὸς καὶ βάζει τὸ δάκτυλο στὸ στόμα γιὰ νὰ λύσει αὐτὸ τὸ σπουδαῖο πρόβλημα. Τέτοιες κοῦκλες ποτέ του, μὰ ποτὲ του δὲν ἔτυχε νὰ δεῖ. Τὰ ποδαράκια του πονοῦν ἀλλὰ βλέπει τὶς κοῦκλες ποὺ εἶναι ἔτσι ἀστεῖες καὶ ξεχνᾶ τὰ κλάματά του γιὰ νὰ γελάσει.
Ξαφνικά τοῦ φάνηκε πὼς κάποιο χέρι ἀπὸ πίσω τοῦ ἔπιανε τὸ ροῦχο του… Γυρίζει νὰ δεῖ κι ἕνα ἀλητάκι τοῦ δρόμου τοῦ ἁρπάζει τὸν σκοῦφο ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ φεύγει, ἀφοῦ τοῦ δίνει μία ἀπὸ πίσω γιὰ νὰ σκοντάψει καὶ νὰ πέσει, ὅπως κι ἔπεσε.
Οἱ γύρω βάζουν τὶς φωνές… βρίζουν τὸ ἀλητάκι ἐκεῖνο… μὰ κι αὐτὸς τρομάζει ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἄγριες φωνές, σηκώνεται ἀπὸ κάτω καὶ ὅπου φύγει, φύγει. Θεέ μου! Τί ἄγριες φωνές, τί ἄγριες φωνές!
Ποῦ τρέχει; Τί ζητά; Καὶ τὸ ἴδιο δὲν ξέρει.
Κάπου ἐκεῖ βλέπει μία πόρτα ἀνοιχτῆ, ποὺ ἔβγαζε σὲ μία βαθιὰ καὶ σκοτεινὴ αὐλή. Δὲ θέλει πιὰ φῶτα καὶ κόσμο! Ἐδῶ εἶναι σκοτεινά. Προχωρεῖ μέσα ποὺ εἶναι ἀκόμα πιὸ σκοτεινὰ καὶ ἥσυχα.
-Ἐδῶ εἶναι καλά, σκέπτεται. Κανένας δὲ θὰ μὲ βρεῖ. Βλέπει στὸ βάθος μία στοίβα καυσόξυλα καὶ πηγαίνει καὶ κάθεται σ’ ἕνα ξύλο ριγμένο καταγῆς, συμμαζεύεται ἐκεῖ, κουλουριάζει ἀπὸ τὸ φόβο, ἄχ, τί φόβο, δὲν τολμᾶ νὰ ἀναπνεύσει.
Σὲ λίγο τοῦ φαίνεται πὼς ἔγινε τόσο καλά, μὰ πολὺ καλά! Δὲν πονοῦν τὰ χεράκια του οὔτε τὰ ποδαράκια του καὶ νοιώθει μία εὐχάριστη ζέστη νὰ χύνεται σ’ ὅλο του τὸ σῶμα, τέτοια ζέστη σὰ νὰ ἦταν μπροστὰ σὲ μία μεγάλη θερμάστρα. Τέτοια ζέστη δὲν εἶχε νοιώσει ἄλλη φορᾶ… τὸ παίρνει ὁ ὕπνος.
Ἄχ! Τί ὄμορφα εἶναι τώρα… «θὰ κοιμηθῶ λιγάκι», σκέπτεται, «καὶ ἔπειτα θὰ πάω νὰ δῶ ἐκεῖνες τὶς ὡραῖες κοῦκλες». Κι ἕνα χαμόγελο στέκεται στὰ χλωμά του χειλάκια.
Ἀκούει τὴ φωνὴ τῆς μητέρας του, ποὺ τοῦ τραγουδᾶ τὸ νανούρισμα ποὺ τόσο τὸ ἀγαποῦσε καὶ πάντα τῆς ἔλεγε:
-Τί γλυκὸ ποὺ εἶναι μητερούλα, πὲς τό μου ξανὰ νὰ κοιμηθῶ! Καὶ ἡ μητερούλα τοῦ τὸ ξανάλεγε.
Τώρα τῆς λέει:
-Κοιμήθηκα μητερούλα μου, μὴν τὸ λὲς καὶ κουράζεσαι… τί ὡραία ποὺ κοιμᾶμαι… τί γλυκὸς ὕπνος!
-Ἔλα λοιπὸν καὶ σὺ στὸ Χριστουγεννιάτικο δένδρο, τοῦ λέει μία γλυκειὰ μὰ ἄγνωστη φωνή. Δὲν εἶναι τῆς μητέρας του… εἶναι ἄλλη φωνή. Κάποιος σκύβει ἐκεῖ στὸ σκοτάδι καὶ γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει κι ἀμέσως ὅλα φωτίζονται τριγύρω του.
-Τί ὡραῖο Χριστουγεννιάτικο δέντρο! Ἀλλὰ ὄχι, δὲν εἶναι δέντρο, εἶναι κάτι πολὺ πιὸ ὡραῖο, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε δεῖ στὴ ζωὴ παρόμοιο ὄμορφο πράγμα.
Δὲν ἀκούει ἀπὸ πίσω του ἐκεῖνες τὶς ἄγριες φωνές: «Χού, χού», σὰ νὰ ἤτανε σκυλί.
Ὅλα τριγύρω του φεγγοβολοῦν, ὅλα λάμπουν καὶ γύρω χορεύουν οἱ κοῦκλες. Μὰ ὄχι… εἶναι κοριτσάκια κι ἀγοράκια ζωντανά, στὰ κάτασπρα ντυμένα… ποὺ ἔρχονται κοντά του, τὸ φιλοῦν, τὸ ἀγκαλιάζουν, τὸ παίρνουν μαζί τους. Ἡ μητέρα του τὸ βλέπει καὶ τοῦ χαμογελά…
-Μητέρα, μητερούλα, τί ὡραία ποὺ εἶναι ἐδῶ!
Καὶ στὰ ὄμορφα ἐκεῖνα παιδάκια, ποὺ τὸ τριγυρίζουν καὶ τὸ φιλοῦν, κάθεται καὶ τοὺς διηγεῖται γιὰ τὶς μεγάλες κοῦκλες ποὺ εἶδε πίσω ἀπὸ τὰ παράθυρα. Τὰ ὄμορφα παιδάκια τὸ ἀκοῦνε, γελᾶνε καὶ παίζουνε μαζί του….
-Μὰ πῶς σᾶς λένε ἐσᾶς; Τὰ ρωτάει.
-Εἴμαστε τὰ παιδάκια τοῦ Χριστοῦ καὶ μᾶς ἔστειλε νὰ σὲ πάρουμε καὶ σένα κοντὰ στὸ Χριστουγεννιάτικό του δένδρο, γιατί αὐτὸς ἔχει πάντα ἕνα ὡραῖο μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δένδρο γιὰ ὅλα τὰ παιδάκια, ποὺ στὴ γῆ δὲν εἶχαν τέτοιο δένδρο.
Κι ὁ μικρὸς ἀκούει τὰ ὄμορφα παιδάκια νὰ τοῦ διηγοῦνται τὴν ἱστορία τους. Μία ἱστορία πολὺ ὅμοια μὲ τὴ δική του. Ἄλλα ἄφησαν τὸν κόσμο παγωμένα, ἄλλα νηστικά, ἄλλα ἀπὸ γροθιές, ἄλλα ἀπὸ ἀρρώστιες, γιατί κανεὶς δὲν τὰ φρόντιζε.
Τώρα, ὅλα τὰ πῆρε κοντά του ὁ Χριστὸς καὶ μαζί του γιορτάζουν τὰ Χριστούγεννα καὶ εἶναι τόσο ὡραία… τόσο ὡραία!…