Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
“Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω· ποιμένες μου περιηχούσι τα ώτα, ουκ έρημον συρίζοντες μέλος, αλλ’ ουράνιον άδοντες ύμνον. Άγγελοι άδουσιν, αρχάγγελοι μέλπουσιν, υμνεῖ τα Χερουβεὶμ, δοξολογεί τα Σεραφεὶμ, πάντες εορτάζουσι Θεὸν επὶ γης ορώντες, και άνθρωπον εν ουρανοίς· τον άνω κάτω δι’ οικονομίαν, και τον κάτω άνω διὰ φιλανθρωπίαν.”
Γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για τη χαρμόσυνη ημέρα των Χριστουγέννων.
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ: Η μεγάλη Δεσποτική της κατά σάρκαν γέννησης του Κυρίου Ιησού Χριστού είναι αρχαιότατη και μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνος συνεορταζόταν με την επίσης Δεσποτική εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου την 6η Ιανουαρίου.
Η κοινή αυτή εορτή ονομαζόταν Επιφάνεια. Πιθανότερη εκδοχή για τον ορισμό των Χριστουγέννων δώδεκα μέρες νωρίτερα, την 25η Δεκεμβρίου φαίνεται η συσχέτιση του γεγονότος με το χρόνο ιερατείας του Ζαχαρία.
Ο Αρχιερέας Ζαχαρίας, στον οποίον άγγελος Κυρίου φανέρωσε ότι παρά το προχωρημένο της ηλικίας αυτού και της συζύγου του Ελισσάβετ επρόκειτο να αποκτήσει τέκνο, τον Ιωάννη Βαπτιστή, είχε την καθορισμένη ετήσια ιερατεία του το μήνα Σεπτέμβριο, κοντά στη λεγόμενη εβραϊκή εορτή του “Εξιλασμού”.
Αυτή η εορτή τοποθετείται τη 10η ημέρα του 7ου Ιουδαϊκού μήνα, που άρχιζε με τη νέα σελήνη του δικού μας Σεπτεμβρίου.
Γι’ αυτό καθορίστηκε από την Εκκλησία μας να εορτάζεται η σύλληψις του Προδρόμου την 23η Σεοτεμβρίου, το δε γενέθλιό του την 24η Ιουνίου, αμέσως μετά το θερινό ηλιοστάσιο και ενώ αρχίζει η ελάττωση των ωρών της ημέρας.
Έτσι έξι μήνες μετά τη σύλληψη του Προδρόμου (Λουκ. α΄26), προσδιορίστηκε ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (25η Μαρτίου) και εννέα ακριβώς μήνες αργότερα η Γέννηση του Χριστού (25η Δεκεμβρίου), οπότε και η μέρα αρχίζει να μεγαλώνει μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, επαληθεύοντας το ρηθέν του ιδίου του Ιωάννη “εκείνον δει αυξάνειν, εμέ ελαττούσθαι” (Ιωάν. γ΄30).
Η εορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε πρώτα στη Ρώμη, γύρω στο 360, όπως προκύπτει από τα γραπτά του Αμβροσίου (PL, 16,197). Από τη Ρώμη η εορτή πέρασε εν συνεχεία στην Ανατολή.
Εκεί εισήχθη πρώτα στην Εκκλησία της Καισάρειας Καππαδοκίας από τον Μ. Βασίλειο. [Άλλωστε υπάρχει και ομιλία του ιδίου εις την “Αγίαν του Χριστού Γέννησιν” (PG 31, 1473).]
ΤΟ 386 μ.Χ. τα Χριστούγεννα εορταζόταν και στην Αντιόχεια, στον κυριότερο ναό της οποίας εφημέριος ήταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που εκφώνησε και τον πανηγυρικό της ημέρας (P.G. 49,351).
Αμέσως μετά ο εορτασμός εισήχθη και στην Κωνσταντινούπολη.
Συγχρόνως καθιερώθηκε και 40ήμερη νηστεία, στα πρότυπα της νηστείας της Σαρακοστής του Πάσχα, που αρχίζει την επομένη της εορτής του Αγίου Φιλίππου (14/11), στην οποία επιτρέπεται εκτός τετάρτης και Παρασκευής η κατάλυση ιχθύος από την αρχή της νηστείας (κατ’ άλλους κανόνες από την εορτή των Εισοδίων) έως και την 17η Δεκεμβρίου (εορτή του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου).
Πάντως την ενότητα των εορτών Χριστουγέννων και Φώτων τήρησε η Εκκλησία σε όλο το Δωδεκαήμερο με την ομοιότητα των ακολουθιών.
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι κορυφαία έκφραση της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και επιστέγασμα της Θείας Οικονομίας για την σωτηρία της ανθρωπότητας.
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, η σωτηρία του κόσμου θα ήταν αλλιώς αδύνατη, διότι ολόκληρη η δημιουργία στέναζε μετά την Πτώση των Πρωτοπλάστων, που επέφερε στην κτίση το κακό, συνεργεία του μισοκάλου διαβόλου, ως μόνιμη κατάσταση.
Διαβάζουμε σχετικά στην Αγία Γραφή: “η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.” (Ρωμ.η΄20-21).
Επειδή “πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού” (Ρωμ.ε΄1), κανένα κτιστό ον δεν θα μπορούσε να πάρει τη θέση του λυτρωτή. Αυτός θα έπρεπε να προέρχεται έξω από την δημιουργία, αδιάφθορος και απόλυτα αμέτοχος του κακού.
Συνεπώς μόνο θείο πρόσωπο θα μπορούσε να καταστεί λυτρωτής του κόσμου. Γι’ αυτό αμέσως μετά την πτώση άρχισε να οικονομείται το θείο σχέδιο της σωτηρίας.
Έτσι η πρόνοια του Θεού έδωσε το Νόμο στους Ισραηλίτες ως “παιδαγωγός εις Χριστόν” (Γαλ.γ΄2), στάλθηκαν προφήτες να διαμηνύσουν το θέλημα του Θεού (Ρωμ.α΄2), αναδείχθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες που έσπειραν τον σπόρο της ανάγκης για την λύτρωσή του ανθρώπου.
Άλλωστε τους σκοτεινούς προχριστιανικούς αιώνες διαμορφώθηκε μέσα σε παραδόσεις λαών μια τάση αναμονής μελλοντικού λυτρωτή, που προϊόντος του χρόνου μεγάλωνε.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, “εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμου, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολαύωμεν” (Γαλ.δ΄4).
Ο Ίδιος ο Θεός συγκαταβαίνει και γίνεται άνθρωπος, “γενόμενος εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκα” (Ρωμ.α΄3), χωρίς να αφήσει την θεότητά του. Στο θεανθρώπινο πρόσωπό Του ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση.
Ο αμήτωρ κατά τη Θεία φύση και απάτωρ κατά την ανθρωπίνη φύση, ενώνει τα πριν διεστώτα, οργανικά και αιώνια (Εφ.β΄14). Αλλά για να γίνει η ένωση αυτή προηγουμένως καθαρίστηκε, λυτρώθηκε και αγιάστηκε η ανθρώπινη φύση από τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο, διότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει φύση του Θεανθρώπου η πτωτική ανθρώπινη φύση.
Έτσι ταυτόχρονα με την θεία Ενανθρώπηση πραγματοποιήθηκε και η λύτρωση της φύσεώς μας στο πρόσωπο του Λυτρωτή.
Η Ενανθρώπηση του Θεού είναι προϊόν της θείας αγάπης: “ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ’ έχει ζωήν αιώνιον”.
Η άμετρη αυτή αγάπη οδήγησε τον Λόγο στη θεία «κένωση». Ο Κύριος καταδέχτηκε να κατέλθει από το μέγιστο ύψος της Δόξης Του και να ενδυθεί την ανθρώπινη φύση, καθιστώντας την στο εξής αιωνίως μέρος της θεανθρώπινης υπόστασής Του.
“Η θεία ταπείνωση λειτούργησε ως αντιστάθμισμα της έπαρσης των Πρωτοπλάστων, που είναι η ρίζα της αμαρτίας. Η θεία ταπείνωση λειτούργησε καταλυτικά κατά της εωσφορικά υποκινούμενης έπαρσης του Αδάμ.
Έτσι η σωτηρία μας είναι έργο και χάρις του Θεού.” (Λ. Κ. Σκόντζος). Η είσοδος του Θεού Λόγου στην ανθρώπινη ιστορία άλλαξε τον ρου της καθοδικής ανθρώπινης πορείας.
Η ανατολή του νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης στη γη διέλυσε τα πυκνά σκοτάδια του προχριστιανικού παρελθόντος και αποδυνάμωσε τους εργαζομένους την ανομία. Τα ανθρώπινα γεγονότα και η ιστορία έχουν σηματοδοτούνται πλέον από το μοναδικό πρόσωπο του Θεανθρώπου.
Η έννοια της υιοθεσίας αποδίδει καλύτερα την οργανική προσκόλλησή μας στο Θεό. Δια της πτώσεως και αποστασίας γίναμε πάροικοι και “ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας” (Εφ.β΄12). Όμως “Ο Λόγος σάρξ εγένετο” (Ιωάν.α΄14), «ίνα την υιοθεσίαν απολαύωμεν”.
Έτσι ο άνθρωπος από δούλος, δεχόμενος την κατά Θεόν υιοθεσία γίνεται: “υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού” (Γαλ.δ΄4-7). Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευλογία, που προέρχεται από τη Θεία Ενανθρώπηση.
Έτσι χάρη στην κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου, ο μονόδρομος, που οδηγούσε τον άνθρωπο και την πλάση στην απώλεια, έπαψε να υπάρχει για τους πιστούς του Χριστού, διότι εγκαινίασε Αυτός νέα οδό, που οδηγεί στην σωτηρία.
Τη μεγάλη αυτή αλήθεια εκφράζει ο απόστολος Παύλος: “Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τααμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην και καταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ.” (Εφεσ. Β΄14-18).
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Γράφει ο Άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου, υμνώντας τη σημερινή μέρα: “Ω Ημέρα μύρων αξία εν ή ανέτειλεν ημίν το άστρον εξ Ιακώβ, ο άνθρωπος ο επουράνιος ός ώφθη εξ Ισραήλ! Επεδήμησεν ημίν ο ισχυρός Θεός και ο της Δικαιοσύνης επέλαμψεν Ήλιος!
Ο των θείων αρετών ηνέωκται ο θησαυρός, και το της ζωής φυτόν ανθρώποις εβλάστησε και η ανατολή εξ ύψους επέλαμψεν! Ο των ουρανίων και των επιγείων Δεσπότης εκ παρθενικών λαγόνων υπέρ κόσμου λυτρώσεως εις κόσμον φθαρτόν ελήλυθεν”.
Βιβλιογραφία:
-Λ. Κ. Σκόντζος, Η αναγκαιότητα της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
-Άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου, P.G 39.
-Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 12ος.
-Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Λόγος εις το Γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.