Κυριακή πρὸ της Χριστού Γεννήσεως - Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ.

«Πίστει παρῴκησεν Ἀβραὰμ εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» (Ἑβρ. 11,9)

Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «οἱ τὰ πάντα κα­λῶς διαταξάμενοι» ὥρισαν, ὁ ἀπόστολος καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα νὰ εἶνε σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς με­γάλης ἑορτῆς.

Καὶ τὰ δύο ἀναγνώσμα­­­­τα περιέχουν πολλὰ ἑβραϊκὰ ὀνόματα (πατρι­αρχῶν, προφητῶν, κριτῶν, βασιλέων, στρατη­γῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν). Ἀποτελοῦν μία ἁ­λυ­σίδα μὲ πρῶτο κρίκο τὸν Ἀδὰμ καὶ τελευταῖο τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μία ἱστο­ρία χιλιετιῶν.

Στὸ μακρὸ αὐτὸ διά­στημα οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ λαχταροῦ­σαν πότε θὰ γεννηθῇ ὁ Σωτήρας.

Κάθε ὄνομα ποὺ ἀκούσαμε ἔχει μία ἱστορία. Θὰ χρειαζόταν ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ ἐξιστορήσουμε τὴν ἱστορία ὅλων αὐτῶν τῶν προσώπων. «Ἐ­πιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον» (Ἑβρ. 11,32) τὰ ἡ­ρωικὰ κατορθώματα τῶν ἐνδόξων αὐτῶν μορ­φῶν τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Γι᾽ αὐτὸ θὰ πάρου­­με ἕνα μόνο ὄνομα, τὸ ὄνομα τοῦ Ἀβραάμ.

Ἀβραάμ! ἕνας κόσμος ὁλόκληρος, ἀστέρι πρώτου μεγέθους. Κύριο γνώρισμα τῆς μεγά­λης αὐτῆς φυσιογνωμίας τῆς παλαιᾶς διαθήκης εἶνε ἡ πίστι, ἡ πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεό.

Πίστευε ὁ Ἀβραάμ. Κ᾽ ἐμεῖς πιστεύου­με, θὰ πῆτε. Ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ πίστι ἀπὸ πίστι διαφέρει. Ἄλλο πίστι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἄλλο πίστι δική μας· διαφέρει ὅσο ἕνας νεκρὸς ἀπὸ ἕνα ζωντανό. Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν νεκρή· ἦ­ταν πίστι ζωντανή, θερμουργός, ἐνεργής.

«Πιστεύεις;» – δὲν ἐρωτῶ ἐγώ, ἐρωτᾷ ὁ ἅγιος Ἰ­άκωβος ὁ ἀδελφόθεος. Ἐὰν πιστεύῃς, τὴν πί­στι σου δὲν θὰ τὴ δείξῃς οὔτε μὲ τοὺς πολλοὺς σταυροὺς οὔτε μὲ τὰ πολλὰ κεριὰ οὔτε μὲ τὰ λόγια ποὺ λὲς ἢ τὰ βιβλία καὶ περιοδικὰ ποὺ διαβάζεις.

Καλὰ καὶ ἅγια αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἀρκοῦν. Πιστεύεις; «δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου», δεῖξε μου τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου (Ἰακ. 2,18), ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὅλα τὴ σφραγῖδα τῆς ἀρετῆς, τῆς τελειότητος, τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος.

Ἔτσι ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ τὴν πί­στι του, «ἐκ τῶν ἔργων» του. Ἂς θεωρήσου­με, ἀγαπητοί μου, τὸν Ἀβραὰμ σὰν ἕνα λαμ­πρὸ ἀ­στέρι ποὺ ἀκτινοβολοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ ἂς δοῦμε μερικὲς ἀκτῖνες του.

·Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀπὸ τὴν τελεία ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ἔζησε δύο χιλιάδες χρόνια προτοῦ ν᾽ ἀνατείλῃ τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Μεσοποταμία.

Μεγάλωσε σὲ περιβάλλον ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ εἰδωλολατρι­κό· ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τ᾽ ἀδέρφια, οἱ συγγε­­νεῖς του ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες, λάτρευαν τὰ εἴδωλα.

Καὶ μιὰ μέρα ἄκουσε φωνὴ μεγά­λη ποὺ τοῦ ἔλεγε· Ἀβραάμ, «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου…», νὰ φύγῃς ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθη­κες, «καὶ δεῦρο εἰς γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω», ἔλα ἐκεῖ ποὺ θὰ σοῦ πῶ (Γέν. 12,1).

Τὸν διέταζε ὁ Θεὸς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ πάτριο ἔδαφος καὶ τὸ περιβάλλον του, καὶ νὰ πάῃ σὲ μιὰ χώρα μακρινὴ ποὺ ἀπεῖχε πεντακόσα καὶ πλέον χιλιόμετρα.

Διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἦταν εὔκο­λη; Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε δίπλα μας τὴν ἐκ­κλησιά, δὲν ἀπέχει παρὰ λίγα βήματα, καὶ ὅ­μως οἱ πολλοὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ διανύσουν τὸ μικρὸ αὐτὸ διάστημα· ὁ Ἀβραὰμ διήνυσε τὴν ἐ­ποχὴ ἐκείνη πεντακόσα χιλιόμετρα, γιατὶ πίστευε στὸ Θεό.

Ἦταν εὔκολο αὐτό; Εἶνε εὔκο­λο ν᾽ ἀφήσῃ κανεὶς τὸ σπίτι του, τὴν οἰκογένειά του, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του, τὰ ἤ­θη καὶ ἔθιμα τοῦ τόπου του;

Ὁ Ἀβραὰμ ὅ­μως ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκατέλειψε. Ὑπήκουσε στὴ διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὑπακούουμε ἔτσι στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου;

Ἡ πίστις τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔδειξε στὸ Θεό. Ἦταν ἄ­τε­κνος, παιδὶ δὲν εἶχε. Ἡ γυναίκα του ἡ Σάρρα ἦ­ταν στεῖρα, λέει ἡ Γραφή, καὶ προχωρημένη στὴν ἡλικία (βλ. Γέν. 16,1· 18, 11)· ἐνενήντα περίπου ἐτῶν αὐτὴ καὶ ἑκατὸ ὁ Ἀβραάμ (ἔ.ἀ. 17,17), σὲ κατάστασι δηλαδὴ ποὺ τὰ πάντα εἶνε νεκρά.

Ἂν μπορῇ ἀπὸ βράχο νὰ βγῇ λουλούδι, μπορεῖ κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα μιᾶς γριᾶς γυναίκας νὰ γεννη­θῇ παιδί. Καὶ ὅμως, στὴν ἡλικία αὐτὴ ὁ Θεὸς εἶπε· Ἀβραάμ, θὰ γεννήσῃς παιδί (βλ. ἔ.ἀ. 17,16).

Καὶ ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ἀκλόνητα στὸ λόγο αὐ­τό, καὶ εἶ­δε τὸ θαῦμα· εἶδε μέσα ἀπὸ στεῖρες λαγόνες, ἀπὸ μήτρα ἄγονη, ἀπὸ τὰ ξηρὰ ἐκεῖ­να βράχια, νὰ βγαίνῃ ἄνθος ὑπέροχο, ὁ Ἰσαάκ.

Εἶχε πίστι ὁ Ἀβραάμ, τὸ ἔδειξε μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ Θεό· τὸ ἔ­δει­­ξε καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του στὸν πλησίον. Διαβά­στε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ θὰ δῆτε, ὅτι ποτέ δὲν κάθισε στὸ τραπέζι χωρὶς νὰ ἔχῃ καὶ κάποιον φιλοξενούμενο.

Τὸ ψωμί του τὸ μοιραζό­ταν μὲ ἄλλους, διαβάτες καὶ ταλαιπωρημένους. Γι᾽ αὐ­τὸ μιὰ μέρα, ὅπως λέει ἡ Γραφή (βλ. Ἑβρ. 13,2), ἀ­ξιώθηκε νὰ φιλοξενήσῃ καὶ τρεῖς ἄνδρες, ποὺ ἦ­ταν «ἄγγελοι», εἰς τύπον τῆς ἁγίας Τριάδος

Εἶχε μιὰ καρδιὰ ὁ Ἀβραὰμ ποὺ ἀγαποῦσε ὅ­λους. Ἐμεῖς κλεινόμαστε στὸ καβούκι μας, κοιτᾶμε μόνο τὸ σπιτάκι μας· ἔξω ὁ κόσμος ἂς καίγεται. Τὰ Χριστούγεννα νὰ περάσουμε κα­λὰ μὲ τοὺς δικούς μας· τί γίνονται οἱ ἄλλοι μᾶς εἶ­νε ἀδιάφορο.

Χριστιανισμὸς εἶνε αὐτός; Τότε εἶσαι Χριστιανός, ὅταν λησμονεῖς τὸν ἑ­αυτό σου καὶ σκέπτεσαι τοὺς ἄλλους· αὐτὴ εἶνε μεγάλη ἀνακάλυψις, ν᾽ ἀνακαλύψῃς δηλαδὴ ὅτι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι.

Ὁ Ἀβραὰμ λοιπὸν ἦταν γεμᾶτος ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ἀκόλουθο περιστατικό. Οἱ ἄγγελοι τοῦ ἔδειξαν τὰ ἁμαρτω­λὰ Σόδομα καὶ τὴ Γόμορρα καὶ τοῦ εἶπαν· –Σὲ λίγο δὲν θὰ μείνῃ τίποτα, θὰ καταστραφοῦν. Ὁ Ἀβραὰμ δὲν χάρηκε, δὲν ἦταν σα­διστής· λυπήθηκε. Παίρνει λοιπὸν πρωτο­βουλία καὶ λέει·

Κύριε, σὲ παρακαλῶ· ἂν μέσα στὶς πόλεις αὐτὲς βρεθοῦν 50 δίκαιοι, δὲν θὰ σώ­σῃς καὶ τοὺς ἄλλους χάριν αὐτῶν; Λέει ὁ Θεὸς μιλών­τας διὰ τοῦ ἀγγέλου·

Χάριν αὐτῶν δὲν θὰ τοὺς καταστρέ­ψω. Δὲν ἦταν ὅμως βέβαιος ὁ Ἀ­βραάμ, τοὺς ἤ­­ξερε καλά· γι᾽ αὐτὸ τολμᾷ πάλι καὶ λέει· –Ἂν εἶνε 45; –Δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω. –Κι ἂν εἶνε 40; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν εἶνε 30; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν εἶνε 20; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν βρεθοῦν ἐκεῖ μόνο 10; –Καὶ δέκα δίκαιοι ἂν βρεθοῦν, δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω χάριν αὐτῶν (βλ. Γέν. 18,16-32). Εἶχε λοιπὸν ἀγάπη.

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν ἡ ἀνδρεία ποὺ ἔδειξε ὅταν κάποτε ἐχθροὶ ἔκαναν ἐπιδρομὴ καὶ ἅρπαξαν σὰν τὰ γεράκια με­ταξὺ ἄλλων τὸν ἀνιψιό του τὸ Λὼτ μὲ τοὺς οἰκείους του.

Ὁ Ἀβραὰμ δὲν δείλιασε· πίστι στὸ Θεὸ καὶ δειλία εἶνε πράγματα ἀ­συμβίβαστα. Σήμανε συναγερμό· ἐπιστράτευσε 318 δούλους του, μπῆκε μπροστά, κυνήγη­σε τοὺς ἐχθρούς, πολέμησε, νίκησε καὶ ἐλευθέρωσε τὸν ἀνιψιό του.

Ὅπου πίστις, βλέπετε, ἐκεῖ καὶ ἡρωισμός.

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὄχι πλέον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι καὶ ὅλος ὁ κόσμος θαυμάζει τὸν Ἀβρα­άμ, εἶνε ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ. Ὑπάρχουν στιγμές, λίγες στὴ ζωή, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ζυγίζει καὶ τότε παίρνουμε ἢ ἄριστα ἢ μηδέν.

Τέτοια στιγμὴ ἦταν ὅταν ὁ Κύριος τὸν διέταξε νὰ κά­νῃ – τί; νὰ πάρῃ τὸ παιδί του τὸν Ἰσαὰκ καὶ νὰ τὸ θυ­σι­άσῃ. Κι ὁ Ἀβραὰμ, ἀκόμα καὶ στὴ σκληρὴ αὐτὴ διαταγή, ὑπήκουσε. Μόνο γονεῖς ποὺ ἔ­χουν μονάκριβα παιδιά, μποροῦν νὰ καταλάβουν τί θὰ πῇ αὐτό. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν θέλει πο­τέ γονεὺς νὰ σφάξῃ τὸ παιδί του.

Ὄχι, ἦταν μιὰ δοκι­μασία. Τὴν ὥρα, ποὺ τὸ χέρι τοῦ Ἀβρα­ὰμ ἦταν ἕ­τοιμο νὰ σφάξῃ τὸ παιδί, ἄγγελος τὸν σταμάτη­σε· –Φτάνει, λέει, μέχρι ἐδῶ· φάνηκε ἡ πίστι σου· ἔδειξες, ὅτι πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαπᾷς τὸ Θεό.

Γι᾽ αὐτὸ θὰ εὐλογηθῇς, οἱ ἀπόγονοί σου θὰ γί­νουν πολλοὶ σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης· «καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 22,17-18) – προφητεία ποὺ ἐκπληρώθηκε ὄχι στὸν ἰουδαϊσμὸ ἀλλὰ στὸν χριστιανισμό.

Ἀδελφοί μου, σᾶς συνιστῶ νὰ διαβάσετε στὰ σπίτια σας τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως.

Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν «κάλαμος ὑ­πὸ ἀνέμου σαλευόμενος», καλάμι ποὺ κινοῦν οἱ ἄνεμοι (Ματθ. 11,7. Λουκ. 7,24)· ἦταν γρανίτης. Ἕνας αὐ­τός, πῆγε κόντρα μὲ ὅλους. Φανταστῆτε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο νὰ πέφτῃ μέσ᾽ στὴ θάλασσα καὶ νὰ μὴ σβήνῃ, νὰ νικάῃ τὴ θάλασσα, καὶ νὰ φεγγοβολῇ καὶ νὰ γίνεται φάρος.

Τέτοια πίστι πρέπει νὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, δὲν ὑπάρχει ἡ πίστι αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ. Ἐλάχιστοι πιστεύουν.

Σ᾽ αὐτὴ τὴ γενεὰ ποὺ ζοῦμε, γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, «στῶμεν καλῶς, στῶ­μεν μετὰ φόβου». «Ὅσοι πιστοί, ὅσοι πιστοί!» (θ. Λειτ.). Κι ἂν ἀκόμα ἔλθῃ ὥρα καὶ μείνῃς ἕνας μό­νο, νὰ φωνάζῃς· Πιστεύω, Κύριε!

Μὲ τέτοια πίστι νὰ πλησιάζουμε τὰ ἄχραν­τα μυστήρια· μὲ τέτοια πίστι νὰ ζήσουμε. Κι ὅ­ταν μεθαύριο χτυπήσουν οἱ καμπάνες, νὰ μαζευτοῦμε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ ψάλουμε ὅ­λοι, «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία η οποία έγινε στον ιερό ναὸ των Ἁγίων Πάντων Καλλιθέας – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως 23-12-1962

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ