Γ΄ Λουκᾶ: Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ζ΄ 11-16
Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
ΟΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ!
«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»
Μιὰ πονεμένη χήρα ὁδηγεῖ στὸν τάφο τὸ μονάκριβο παιδί της. Θέαμα τραγικό. Ὁ Κύριος τὴ συμπονεῖ: «Μὴ κλαῖε», τῆς λέει μὲ στοργή. Ἔπειτα στρέφεται πρὸς τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ μὲ τόνο προστακτικὸ λέει: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Νέε, σὲ σένα μιλάω, σήκω ἐπάνω!
Ἀμέσως ὁ νεκρὸς νέος ἀνασηκώνεται καὶ ἀρχίζει νὰ μιλάει. Ὅλοι γύρω σαστίζουν. Τὰ δάκρυα τῆς λύπης γίνονται τώρα δάκρυα χαρᾶς…
Αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ ἐξετάσουμε τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν πεθαίνει καὶ ποιὰ σχέση μποροῦμε νὰ ἔχουμε μαζί του.
1. ΟΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐκμηδενίζεται μὲ τὸν θάνατο, ὅπως νομίζουν οἱ ὑλιστές.
Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὸν θάνατο εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ τὸ μὲν σῶμα νεκρώνεται καὶ διαλύεται μέσα στὸν τάφο, ἡ ψυχὴ ὅμως ζεῖ καὶ περιμένει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν· τὴν ἡμέρα δηλαδὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Τότε τὸ σῶμα θὰ ἀναστηθεῖ μεταμορφωμένο καὶ ἀνακαινισμένο γιὰ νὰ ἑνωθεῖ πάλι μὲ τὴν ἀθάνατη ψυχὴ καὶ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως.
Καὶ ὅσοι ἔφυγαν μετανοημένοι θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν αἰωνία καὶ μακαρία ζωή, ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔζησαν θεληματικὰ στὴν κακία καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ ἔφυγαν ἀμετανόητοι, θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ νὰ δικασθοῦν καὶ νὰ κατακριθοῦν.
Ἑπομένως οἱ νεκροὶ δὲν ἔχουν χαθεῖ. Ζοῦν! Ζοῦν μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ προσδοκοῦν καὶ αὐτοὶ «ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», ὅπως διακηρύττουμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Καὶ σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἐλπίζουμε καὶ περιμένουμε νὰ συναντήσουμε καὶ πάλι τοὺς προσφιλεῖς μας κεκοιμημένους.
Ναί, οἱ κεκοιμημένοι ζοῦν! Ποιὰ μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι τώρα ἡ σχέση μας μαζί τους; Ἄραγε μᾶς ἀκοῦν; Μᾶς βλέπουν; Μποροῦμε νὰ τοὺς αἰσθανόμαστε κοντά μας;
2. Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ζοῦν, εἴπαμε, μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, πράγμα τὸ ὁποῖο στοὺς μὲν δικαίους δίνει ἄπειρη χαρά, στοὺς δὲ ἀμετανόητους προξενεῖ ντροπή, φρίκη καὶ πόνο.
Κι ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, δίνει τὴ δυνατότητα στὶς ψυχὲς ποὺ εἶναι κοντά του νὰ βρίσκονται σὲ ἐπικοινωνία μαζί μας, νὰ πληροφοροῦνται τὴ ζωή μας, τὶς δυσκολίες καὶ τὸν ἀγώνα μας.
Μὴ μᾶς κάνει ἐντύπωση αὐτό. Ἂν ὁ κολασμένος πλούσιος, ὅπως τὸν περιέγραψε ὁ Κύριος στὴ γνωστὴ Παραβολὴ (Λουκ. ις΄ 19-31), ἐνδιαφερόταν γιὰ τὰ ἀδέλφια του καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο γιὰ νὰ τὰ παρακινήσει σὲ μετάνοια, πολὺ περισσότερο οἱ δίκαιοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἐνδιαφέρονται καὶ προσεύχονται γιὰ τὴ δική μας σωτηρία.
Παράλληλα καὶ ἐμεῖς προσευχόμαστε γι’ αὐτούς. Τελοῦμε Μνημόσυνα, προσφέρουμε ἐλεημοσύνες γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τους καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι παίρνουν μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ τὴ μνημόνευσή τους.
Καὶ τὸ σπουδαιότερο: Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε θεία Λειτουργία, ὁ Κύριος τοὺς φέρνει κοντά μας.
Μνημονεύονται ἰδιαιτέρως στὴν ἁγία Πρόθεση, κι ἐκεῖ, στὸ ἅγιο Δισκάριο ἑνωνόμαστε μαζί τους, ἀφοῦ γύρω ἀπὸ τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ συγκεντρώνεται ὅλη ἡ Ἐκκλησία, στρατευομένη καὶ θριαμβεύουσα, ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Κοντὰ στὴν Παναγία, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους βρισκόμαστε ὅλοι οἱ πιστοί, ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι, ἑνωμένοι σὲ ἕνα σῶμα: τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ!
«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»!
Ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ γιὸ τῆς χήρας τῆς Ναῒν ἀντηχεῖ σὲ κάθε χρόνο καὶ ἐποχὴ καὶ διαλαλεῖ τὸ μήνυμα ὅτι πλέον ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Ὅλοι εἴμαστε ζωντανοί. Ἄλλοι στὴ γῆ κι ἄλλοι στὸν οὐρανό, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς μὴ λυπόμαστε λοιπὸν ὑπερβολικὰ γιὰ τοὺς ἀγαπημένους μας κεκοιμημένους. Νὰ μᾶς παρηγορεῖ ἡ βεβαιότητα ὅτι ζοῦν καὶ βρίσκονται κοντά στὸν Κύριο.
Νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε κάποτε νὰ τοὺς συναντήσουμε στὴ Βασιλεία του, γιὰ νὰ ζήσουμε μαζί τους καινὴ καὶ ἀναστημένη ζωή.