Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς μὴ ἐκθαμβεῖσθε ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ.
Ο φόβος των μυροφόρων
Κοντά στο σταυρό του Κυρίου την ώρα της αποκαθηλώσεως οι αφοσιωμένες μαθήτριες του Κυρίου παρατηρούσαν προσεκτικά πού τοποθετήθηκε το σώμα του Κυρίου.
Πώς άντεξαν να βλέπουν νεκρό Αυτόν που επί τρία χρόνια έδινε φως και ζωή; Πόσο θα ήθελαν να Του προσφέρουν και τα δικά τους ακριβά μύρα της αγάπης τους!
Όμως ο χρόνος και ο νόμος δεν τους το επέτρεπε. Και αφού περίμεναν με αδημονία να περάσει το Σάββατο, αγόρασαν αρώματα για να έλθουν το πρωί της επόμενης ημέρας στον τάφο. Πολύ πρωί ξεκίνησαν για το μνημείο.
Ένα θέμα μόνο τις προβλημάτιζε: Ποιος θα αποκυλίσει τον μεγάλο λίθο από την είσοδο του τάφου; Μόλις όμως πλησίασαν και έστρεψαν τα μάτια τους προς το μνημείο, είδαν έναν άγγελο να κάθεται στα δεξιά ντυμένο με λευκή στολή, και γέμισαν φόβο και κατάπληξη.
Αυτός όμως τους είπε: Μη φοβάστε. Ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό τον εσταυρωμένο. Αναστήθηκε! Δεν είναι εδώ. Να, είναι αδειανός ο τόπος που Τον έβαλαν.
Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι θα σας περιμένει στη Γαλιλαία. Εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είχε πει. Και εκείνες έφυγαν από το μνημείο γεμάτες τρόμο και έκσταση. Και δεν είπαν τίποτε σε κανένα, διότι είχαν κυριευθεί από φόβο.
Μυροφόρες
Γιατί όμως φοβήθηκαν οι γυναίκες αυτές; Αυτές ατρόμητες ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα προς το μνημείο και δεν υπολόγισαν ούτε τους μανιασμένους Ιουδαίους ούτε τους απειλητικούς Ρωμαίους στρατιώτες ούτε τους ληστές που καιροφυλακτούσαν ούτε το φόβο που ασφαλώς προκαλούσε η ώρα και ο τόπος ο ερημικός, τόπος νεκρών. Τι ήταν λοιπόν αυτός ο φόβος;
Οι γυναίκες αυτές είδαν το μνημείο κενό, τον λίθο αποκυλισμένο, τον άγγελο απαστράπτοντα να τους λέει κάτι που φαινόταν αδιανόητο: Ο εσταυρωμένος νεκρός «οὐκ ἔστιν ὧδε».
Κι αυτές κυριεύθηκαν από τρόμο και έκσταση, διότι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι μέσα στο μνημείο έγινε κάτι πολύ μεγάλο. Το συγκλονιστικότερο θαύμα του κόσμου. Εκεί μέσα νικήθηκε ο θάνατος.
Εκεί μέσα αναστήθηκε όχι ένας άνθρωπος, όπως πριν λίγες ημέρες ο Λάζαρος, αλλά ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος. Και αναστήθηκε όχι για να ξαναπεθάνει κάποτε, αλλά για να μην πεθάνει ποτέ.
Και οι Μυροφόρες λοιπόν τά ‘χαν χαμένα, έμειναν εκστατικές, διότι δεν μπορούσαν τότε να διανοηθούν αυτό που τα πράγματα έδειχναν ότι εκεί στο κενό μνημείο, Αυτός που αναστήθηκε, Αυτός τον Οποίο διακονούσαν επί τρία χρόνια δεν ήταν μόνο ο Διδάσκαλός τους, ο Μεσσίας, ο μέγας προφήτης, αλλά ήταν ασυγκρίτως ανώτερος, ο ίδιος ο Θεός!
Και μέσα από τα βάθη του νου τους μια αλήθεια, η μεγαλύτερη αλήθεια δονούσε τις καρδιές τους: ο Χριστός ανέστη!