Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (᾿Ιωάν. ε´ 1-15) του Παραλύτου
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ῎Εστι δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ῾Εβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ᾿Εν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ῎Αγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσε το τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ῏Ην δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ᾿Απεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ῎Εγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ῏Ην δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.
῎Ελεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς· ῾Ο ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ᾿Ηρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ῾Ο δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῎Ιδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ᾿Απῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
Απόδοση στη νεοελληνική
Εκεῖνο τὸν καιρό, ἀνέβηκε ὁ ᾿Ιησοῦς στὰ ῾Ιεροσόλυμα. Κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὑπάρχει μιὰ δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ ἑβραϊκὰ ὀνομάζεται Βηθεσδά.
Σ’ αὐτὲς τὶς στοὲς κείτονταν πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, ποὺ περίμεναν νὰ ἀναταραχθεῖ τὸ νερό· γιατί, ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβαινε στὴ δεξαμενὴ κι ἀνατάραζε τὰ νερά· ὅποιος, λοιπόν, ἔμπαινε πρῶτος μετὰ τὴν ἀναταραχὴ τοῦ νεροῦ, αὐτὸς γινόταν καλά, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε.
᾿Εκεῖ ἦταν κι ἕνας ἄνθρωπος, ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. ῞Οταν τὸν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς κατάκοιτο, τὸν ρώτησε· Θέλεις νὰ γίνεις καλά; ῎
Ηξερε πὼς ἦταν ἔτσι γιὰ πολὺν καιρό. Κύριε, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος, δὲν ἔχω κανέναν νὰ μὲ βάλει στὴ δεξαμενὴ μόλις ἀναταραχτοῦν τὰ νερά· ἔτσι, ἐνῶ ἐγὼ προσπαθῶ νὰ πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος ἄλλος κατεβαίνει στὸ νερὸ πρὶν ἀπὸ μένα.
῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ λέγει· Σήκω πάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα. Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ περπατοῦσε. ῾Η μέρα ποὺ ἔγινε αὐτὸ ἦταν Σάββατο. ῎Ελεγαν, λοιπόν, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἄρχοντες στὸν θεραπευμένο·
Εἶναι Σάββατο, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις τὸ κρεβάτι σου. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπάντησε· ᾿Εκεῖνος ποὺ μ’ ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα. Τὸν ρώτησαν· Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε πάρε το καὶ περπάτα; ῾Ο θεραπευμένος ὅμως δὲν ἤξερε νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν, ἐπειδὴ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ ἦταν μαζεμένο ἐκεῖ.
Αργότερα ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν βρῆκε στὸν ναὸ καὶ τοῦ εἶπε· Βλέπεις, ἔχεις γίνει καλά· ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτα χειρότερο. ῾Ο ἄνθρωπος ἔφυγε ἀμέσως κι ἀνάγγειλε στοὺς ᾿Ιουδαίους ἄρχοντες ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν γιάτρεψε.
Κυριακὴ του Παραλύτου – Παράλυτος καὶ παράλυτοι
«Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (Ἰω. 5,8)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο; Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα· πῶς ὁ Κύριος θεράπευσε ἕνα παράλυτο ποὺ ἦταν 38 χρόνια ἄρρωστος. Τὸ θαῦμα εἶνε γνωστό. Δὲν χρειάζεται ἑρμηνεία.
Πολλοὶ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ ἀδιαφορία. Τὰ γεγονότα ποὺ ἱστορεῖ δὲν τοὺς συγκινοῦν. Μερικοὶ μάλιστα λένε εἰρωνικά·Αὐτὰ συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»…. Θεωροῦν, δηλαδή, ὅσα γράφει τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι μόνο ἀπίστευτα ἀλλὰ καὶ ἄσχετα μὲ τὴ σημερινὴ ζωή.
Ἀλλ᾿, ἀγαπητοί μου, αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς εἶνε καὶ γιὰ μᾶς ποὺ ζοῦμε σήμερα καὶ γιὰ ᾿κείνους ποὺ θὰ ζήσουν μετὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες. Γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους εἶνε ἐνδιαφέροντα καὶ ἐπίκαιρα.
Ὁ παράλυτος ποὺ είδαμε σήμερα εἶνε ἡ φωτογραφία τῆς σημερινῆς κοινωνίας, εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων μας.
Θὰ μοῦ πῆτε -Δόξᾳ τῷ Θεῷ ἀπὸ μᾶς κανείς δὲν εἶνε παράλυτος ἢ σὲ καροτσάκι.
Ἂν ἀπευθυνόσουν σὲ παραλύτους, ἡ περίπτωσι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου θὰ ἦταν παρηγορητική.
Θὰ μποροῦσες νὰ τοὺς πῇς· «Σᾶς φέρνω χαιρετισμὸ ἀπὸ ἕνα συνάδελφό σας· καὶ μαζὶ μὲ τὸ χαιρετισμὸ σᾶς συνιστῶ τὸ δικό του φάρμακο,ποὺ εἶνε ἡ ὑπομονή…».
Τὸ θαῦμα αὐτὸ παρηγορεῖ τοὺς παραλύτους. Πήγαινε λοιπὸν νὰ τὸ πῇς σ᾿ αὐτούς. Σ᾿ ἐμᾶς τί τὸ λές;…
Τὸ λέω, διότι κ᾿ ἐμεῖς ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη αὐτῆς τῆς διδασκαλίας. Διότι κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε παράλυτοι.
Παράλυτοι ὄχι τόσο στὸ σῶμα ὅσο στὸ εὐγενέστερο μέρος τῆς ὑπάρξεως, στὴν ψυχή. Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ψυχικῆς μας παραλυσίας παραλύει καὶ τὸ σῶμα.
Αὐτὸς ὁ ἀεικίνητος σημερινὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ὀρέξεις τῆς σαρκός, κατ᾿ οὐσίαν εἶνε παράλυτος -ψυχικῶς καὶ σωματικῶς- γιὰ ὅ,τι μεγάλο καὶ ὑψηλό.
Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κινῆται πρὸς τὸ ἀγαθό, πρὸς τὴν ἐκτέλεσι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως δὲν κινεῖται. Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι ὑπάρχουν παράλυτοι περισσότεροι ἀπὸ ὅσους φαντάζεστε. Θέλετε νὰ παρουσιάσω μερικούς;
Τί εἶνε σήμερα; Κυριακή, δηλαδὴ ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Κύριο.
Σήμερα πρώτη δουλειὰ καὶ ὕψιστο καθῆκον ἔχουμε, ὡς λογικὰ πλάσματα καὶ ὡς Χριστιανοί, μόλις ἀκούσουμε τὴν καμπάνα, νὰ τρέξουμε ὅλοι στὸ ναό,γιὰ νὰ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό. Σᾶς ἐρωτῶ· αὐτὸ τὸ κάνουν ὅλοι;
Σὲ κάθε ἐνορία ὑπάρχουν ἄνθρωποι ὑγιέστατοι, ποὺ μποροῦν καὶ βαδίζουν χιλιόμετρα, καὶ ὅμως ἡ ἐκκλησία δὲν τοὺς εἶδε, δὲν τοὺς ξέρει. Εἶνε ἄγνωστηἡ παρουσία τους στὸ ναὸ τὴν Κυριακή.
Γιατί; Διότι εἶνε παράλυτοι. Ἔχουν πόδια γιὰ ἄλλες κινήσεις, δραστηριότητες καὶ ἐργασίες, ἀλλὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλησία δὲν ἔχουν · παράλυτοι πνευματικῶς, ἔγιναν καὶ παράλυτοι σωματικῶς. Καὶ μόνο αὐτοί; εἶνε κι ἄλλοι.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν χρήματα, ἄνθρωποι ποὺ θὰ μποροῦσαν πολλὰ νὰ κάνουν καὶ μεγάλη βοήθεια νὰ προσφέρουν. Μὰ τὸ χέρι τους εἶνε παράλυτο γιὰ τέτοια πράγματα. Δὲν τὸ βάζουν στὴν τσέπη, δὲν ἀνοίγουν τὸ πορτοφόλι οὔτε ξεκλειδώνουν τὸ χρηματοκιβώτιό τους νὰ δώσουν κάτι σ᾿ ἕνα φτωχό.
Χέρια ἔχουν μόνο γιὰ νὰ παίρνουν· νὰ παίρνουν ἀκόμη κι ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται, νὰ παίρνουν ἀκόμη καὶ προσφορὲς τοῦ διαβόλου. Ἀλλὰ χέρια γιὰ νὰ δώσουν δὲν ἔχουν.
Ἡ φιλαργυρία παρέλυσε τὴν ψυχή τους, παρέλυσε ὅμως καὶ τὰ χέρια τους· καὶ δὲν δίνουν.
Παράλυτοι λοιπὸν ὅσοι δὲν ἐκκλησιάζονται, παράλυτοι καὶ ὅσοι δὲν ἐλεοῦν. Ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλοι παράλυτοι. Κάποιοι ἔχουν αὐτιὰ ἕτοιμα νὰ ἀκοῦνε ὧρες ὁλόκληρες τὰ τοῦ κόσμου, τοὺς ἤχους καὶ τὰ μηνύματα τῆς διαφθορᾶς· αὐτιὰ κολλημένα σὲ ῥαδιόφωνα, σὲ δίσκους, σὲ ἀκουστικά.
Ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὶ δὲν ἔχουν αὐτιὰ γιὰ ν᾿ ἀκούσουν ἕναν ὕμνο, ἕνα τροπάριο, ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ᾆσμα. Ἔτσι, αὐτιὰ ἔχουν καὶ αὐτιὰ δὲν ἔχουν.
Καὶ λέω ὅτι αὐτιὰ δὲν ἔχουν, ἀφοῦ δὲν θέλουν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ τὸ σκοπὸ ποὺ τά ᾿δωσε ὁ Θεός – τὴ στιγμὴ ποὺ καὶ τὰ ἄψυχα δημιουργήματα πειθαρχοῦν καὶ ὑπακούουν στὸ πρόσταγμά του· καὶ τὰ δέντρα καὶ τὰ ζῷα καὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ νερὰ καὶ οἱ πλανῆτες καὶ τὰ ἀστέρια, ὅλα ἀκοῦνε, μὲ τὸ δικό τους τρόπο, καὶ ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶνε παράλυτος στὴν ἀκοή. Ἁρμόζει νὰ πῇ κανεὶς γι᾿ αὐτὸν τὴ λαϊκὴ παροιμία «στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα».
Δὲν θέλω ὅμως νὰ τελειώσω χωρὶς νὰ σᾶς δείξω καὶ ἕναν ἀκόμη παράλυτο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν γλῶσσα φλύαρη.
Ὅλη μέρα μιλοῦν. Λένε λένε λένε διάφορα, λίγες φορὲς ἀναγκαῖα καὶ τὶς περισσότερες φορὲς περιττά.
Μέσα ὅμως στὶς χιλιάδες λέξεις ποὺ προφέρουν δὲν ἀκούγεται ἡ πιὸ μεγάλη καὶ σπουδαία λέξι· ἡ λέξι «Θεός». Εἶνε ἄγνωστη στὸ λεξιλόγιό τους.
Ἀλλὰ λάθος κάνω. Προφέρουν τὴ λέξι «Θεός»· καὶ ὄχι μία ἀλλὰ πολλὲς φορές. Πότε ὅμως; Ὅταν τὸν βλαστημοῦν! Τότε ἔχουν γλῶσσα. Ὅταν πρέπῃ νὰ εὐχαριστήσουν καὶ νὰ δοξάσουν τὸ Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ μεγαλεῖα του, ἡ γλῶσσα τους μένει παράλυτη .Παράλυτοι πνευματικῶς. Παράλυτοι ὡς ἄτομα, παράλυτοι ὡς οἰκογένειες, παράλυτοι καὶ ὡς κοινωνία καὶ ἔθνη.
Ἂν ὑπῆρχαν ζωντανοὶ ἄνθρωποι, θερμοὶ Χριστιανοί, πόσα δὲν θὰ γίνοντο! Πόσα κακὰ δὲν θὰ ἐπρολαμβάνοντο!
Τώρα οἱ πνευματικῶς παράλυτοι βλέπουν τὸ κακὸ νὰ προχωρῇ, καὶ δὲν κινοῦν οὔτε τὸ μικρό τους δάχτυλο γιὰ νὰ τὸ ἀνακόψουν. Βλέπουν τὸ διάβολο καὶ τὰ ὄργανά του νὰ καῖνε καὶ νὰ διαλύουν, μὰ κανείς δὲν κινεῖ ται νὰ σβήσῃ τὴν πυρκαϊά. Λὲς καὶ εἶνε ὄχι παράλυτοι ἀλλὰ νεκροί . Θέλετε παραδείγματα;
Σὲ δημόσιο χῶρο ἀκούγεται μία φρικτὴ βλασφημία. Πολλοὶ τὴν ἀκοῦνε, κανείς ὅμως δὲν διαμαρτύρεται. Κανείς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του νὰ πῇ· Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω, κύριε, νὰ βρίζῃς τὸ Θεό.
Λὲς καὶ βλαστήμησε ἐκεῖνος σὲ νεκροταφεῖο, ἐμπρὸς σὲ νεκρὰ καὶ ἄφωνα πτώματα. Κοινωνία παράλυτη, ἀκοῦς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ βλασφημῆται καὶ ἀδιαφορεῖς!
Ἄλλη περίπτωσι. Βλέπεις νὰ ἐκδίδωνται αἰσχρὰ ἔντυπα καὶ τὰ παιδιὰ νὰ τὰ διαβάζουν ·ἀλλ᾿ ἐσύ, παράλυτος, δὲν τ᾿ ἁρπάζεις νὰ τὰ κάψῃς, ποὺ αὐτὰ θὰ σοῦ βάλουν φωτιὰ στὸ σπίτι. Τί δείχνει αὐτό; Ὅτι εἴμεθα νεκροί· τὸ ὄνομα μόνο ἔχουμε ὅτι ζοῦμε (βλ. Ἀπ. 3,1).
Ἀγαπητοί μου! Πολλοὶ παράλυτοι ὑπάρχουν. Τεράστιες δυνάμεις, ποὺ μποροῦσαν νὰ μεταβάλουν τὸν κόσμο σὲ παράδεισο, δὲν κινητοποιοῦνται, ἀλλὰ μένουν σὲ ἀδράνεια.
Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ κάνουμε μόνο τὴ θλιβερὴ διαπίστωσι. Εἶνε ἀνάγκη νὰ βροῦμε καὶ τὸν τρόπο θεραπείας τοῦ κακοῦ. Πῶς δηλαδὴ τὸ χέρι θὰ κινηθῇ γιὰ νὰ κάνῃ τὸ καλό; πῶς τὸ πόδι θὰ τρέξῃ στὸ δρόμο τῆς Ἐκκλησίας; πῶς αὐτιὰ καὶ μάτια θ᾿ ἀνοίξουν στὰ θεῖα προστάγματα; πῶς ὁ ὅλος ἄνθρωπος θὰ γίνῃ ἕνα εὐκίνητο ὄργανο τῆς θείας βουλῆς μέσα στὴν κοινωνία;
Μὲ λίγα λόγια· πῶς οἱ παράλυτοι θὰ ζωντανέψουμε;
Ἡ κινητήριος δύναμις καὶ τὸ ζωογόνο ῥεῦμα γιὰ τὸν παράλυτο τοῦ εὐαγγελίου ἦταν τὸ παντοδύναμο πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, χρειάζεται ῥεῦμα θείας χάριτος . Ἂν ἀγγίξουμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ ζωογόνο αὐτὸ ῥεῦμα, ἂν ἔλθουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, θὰ δοῦμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ θαῦμα.
Ναί. Ὁ Χριστός, ποὺ μὲ μιὰ προσταγὴ θεράπευσε τότε τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδά, αὐτὸς καὶ σήμερα μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα σὲ ὅλους μας.
Εἶνε ὁ ἴδιος. Δὲν ἔχασε οὔτε ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὴ δύναμί του τὴν ἄπειρη.
Ὁ ἥλιος, ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο καὶ φαίνεται ὅτι μένει ἴδιος ἐπὶ χιλιάδες χρόνια, κάτι χάνει κάθε μέρα. Εἶνε βέβαια ἀνεπαίσθητη αὐτὴ ἡ ἀπώλεια· θὰ ἔλθῃ ὅμως ἡμέρα ποὺ θὰ σβήσῃ κι αὐτός, ὅπως σβήνει ἕνα καντήλι.
Ἀλλ᾿ ὁ ἥλιος Χριστὸς μένει «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Ὑπεράνω τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἄστρων εἶνε ὁ Κύριος.
Ὁ Κύριος ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Καὶ μὲ ὅση εὐκολία εἶπε στὸν παράλυτο «Ἔγειρε» , σήκω ἐπάνω, «καὶ περιπάτει» (Ἰω. 5,8) , μὲ τὴν ἴδια εὐκολία μπορεῖ νὰ κάνῃ πάλι τὸ θαῦμα, ν᾿ ἀναστήσῃ τὸν καθένα μας , τὶς οἰκογένειές μας, τὸ ἔθνος μας σὲ νέα ζωή.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τῶν ἀγγέλων· Πλησιάστε τὸν Κύριο, πιστέψτε ἀκραδάντως σ᾿ αὐτόν! Καὶ τότε θ᾿ ἀνατείλῃ ἐντός μας μιὰ νέα ζωή, ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου Ν. Μαδύτου – Ἀθηνῶν τὴν 12-5-1957 (ἢ 1958)