Ένδοξος καταγωγή
Η Αγία έζησε και μαρτύρησε τότε, που αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος Πρόβος (276-282 μ.Χ.).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από πλούσια οικογένεια. Οι γονείς της ήσαν Χριστιανοί και την ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Την έβαλαν εις ένα Παρθενώνα.
Εκεί έμαθε τα Ιερά Γράμματα και εννόησε την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Καίτοι ήθελε να μείνει αφιερωμένη παρθένος εις τον Θεό, εν τούτοις οι γονείς της και χωρίς να θέλει την παντρέψανε. Γέννησε τρία παιδιά τον Σεκένδο, Σεκένδικο και Κήγορο.
Τα παιδιά της η Αγία τα οδηγούσε με επιμέλεια στο δρόμο του Θεού. Αλλά και εκείνα ήσαν καλόγνωμα. Έπειτα όμως από οκτώ χρόνια, πέθανε ο σύζυγός της και αυτή έμεινε χήρα σε νεαρή σχετικά ηλικία. Ζούσε, όπως ήθελε ο Θεός, ζωήν αγία.
Αποφασίζει να κηρύξει τον Χριστό
Μετά το θάνατο του συζύγου της, γύρισε πολλούς τόπους κηρύττοντας τον Χριστό και όπου έφτασε στη Ρώμη.
Εκεί στην πρώτευουσα του Ρωμαϊκού κράτους, η αγία της ζωή, οι κόποι της, οι νηστείες της, οι προσευχές, οι διδασκαλίες, η πραότητα, η ταπείνωσις και άλλες αρετές της, τράβηξαν πολλούς στον Χριστιανισμό.
Επισκεπτόταν τους αρρώστους, τους φυλακισμένους και τους βοηθούσε όσο μπορούσε. Τα παιδιά της τα συμβούλευε κάθε μέρα να μισήσουν τα φθαρτά και μάταια και γήινα και ν’ αγαπήσουν τα άφθαρτα και αιώνια.
Την εποχή εκείνη ο Αυτοκράτωρ Αυρηλιανός γιόρταζε τα γενέθλιά του. Έκανε θυσίες γι’ αυτό διέταξε να τιμώνται και να διευκολύνονται όσοι θα δέχονταν την λατρεία του πυρός του ήλιου.
Αφ’ ετέρου να τιμωρούνται και να εξοντώνονται όσοι λάτρευαν τον Χριστό. Άναψε παντού ο διωγμός.
Η Άγια τότε ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Αψηφούσε τους κινδύνους και τους επισκεπτόταν στις φυλακές ή πήγαινε κοντά τους εις τα μαρτύρια και τους τόνωνε να μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου, για την αγάπη του Χριστού.
Επίσης παρελάμβανε τα λείψανα των μαρτύρων και τα ενταφίαζε με αρώματα και πολλή ευλάβεια.
Η Άγια είχε μαζί της και μία συγγενή της, που τη λέγανε Σεβαστιανή. Αυτή ήταν εξαιρετικά όμορφη Ο βασιλιάς πληροφορήθηκε για το κάλλος της και έστειλε ανθρώπους να την φέρουν μπροστά του. Έτσι και έγινε.
Ο αυτοκράτωρ, όταν είδε το κάλλος της, εξεπλάγη. Συζήτησε αρκετή ώρα κι έμαθε από την Σεβαστιανή για την Ιερουσαλήμ, για την ευγένεια της καταγωγής της, τις αρετές της και τα φυσικά προτερήματα της.
Έστειλε τότε ο βασιλεύς το παιδί του με στρατιώτες να συλλάβουν την Αγία και να την φέρουν μπροστά του. Στο δρόμο όμως, που πήγαιναν, εξαγριώθηκε τ’ άλογο του Φιλοδώρου, έτσι τον έλεγαν το υιό του βασιλέως, και τον έριξε κάτω σε ένα γκρεμό.
Συντρίφτηκε το ένα του πόδι και είχε σφοδρούς πόνους. Τον έφεραν επάνω σ’ ένα αμάξι στον βασιλέα. Ο βασιλεύς, λυπήθηκε πολύ. Η Σεβαστιανή είπε, ότι η Ιερουσαλήμ μπορεί με τις προσευχές της να κάμει καλά τον υιό του.
Αυτό, όταν το άκουσε ο Φιλόδωρος, ο υιός του, τον παρεκάλεσε να στείλει και να την φέρει. Πράγματι, ο βασιλεύς έστειλε ανθρώπους με δώρα για την Αγία και να την παρακαλέσουν να έλθει να προσευχηθεί, για να λάβει ο Φιλόδωρος την υγεία του.
Η Αγία δεν πήγε, αλλά έγραψε στον βασιλέα το εξής γράμμα:
-Βασιλεύ, Αυρηλιανέ, αν πιστέψεις στον Κύριον μου Ιησούν Χριστόν τον επουράνιον βασιλέα και Θεόν των απάντων, θα ιατρευθεί ο υιός σου Φιλόδωρος.
Ο βασιλεύς έλαβε το γράμμα με ευλάβεια και με πίστη, το έβαλε επάνω εις το συντριμμένο πόδι του γιου του, που πονούσε φοβερά. Αμέσως τότε ο Φιλόδωρος έγινε τελείς καλά, όπως προηγουμένως και περπατούσε χαρούμενος.
Ο βασιλεύς, η Σεβαστιανή, ο θεραπευθείς Φιλόδωρος και πολλοί μεγιστάνες πήγαν στην Ιερουσαλήμ. να την ευχαριστήσουν.
Τότε βρήκε ευκαιρία η Αγία και τους μίλησε για τον Χριστόν και πως θα σωθούν και να κερδίσουν την ευτυχία της άλλης ζωής. Πολλοί από αυτούς βαπτίσθηκαν.
Στη Βέροια
Η Αγία κατόπιν ξεκίνησε από την Ρώμη και από πόλι, σε πόλι, αφού πέρασε από τα μέρη των Αθηνών, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας έφθασε στη Βέροια της Μακεδονίας. Στο δρόμο της πολλούς έκανε με την διδαχή της να πιστέψουν εις τον Χριστόν.
Αλλά και στη Βέροια εξακολουθούσε να διδάσκει με θάρρος για την πίστη του Χριστού. Το 276 μ.Χ. όμως πέθανε ο Αυρηλιανός κι έγινε αυτοκράτορας ο Μάρκος Αυρήλιος Πρόβος. Αυτός καίτοι φαινόταν άνθρωπος των γραμμάτων, εν τούτοις κατεδίωξε τους Χριστιανούς.
Έστειλε διαταγές στους Τοπάρχες του και σε όλα τα Κάστρα, που διοικούσαν, να εξοντώσουν όλους τους Χριστιανούς, αφού προηγουμένως τους βασανίζουν σκληρά. Πολλοί μαρτύρησαν για την πίστη υπέρ του Χριστού.
Καταγγέλλεται στο Δούκα
Δούκας, δηλαδή ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης, ήταν ένας, Κιντιανός ονόματι. Μερικοί κόλακες για να αρέσουν στον Δούκα, κατήγγειλαν την Αγία Ιερουσαλήμ με τα εξής λόγια:
– Είναι κάποια γυναίκα στη Βέροια, του είπαν, Χριστιανή. Την λένε Ιερουσαλήμ. Έχει τρία καλά παιδιά. Αυτή ομολογεί θαρρετά, ότι είναι Χριστιανή. Γιατρεύει και πολλούς κατά φαντασία ασθενείς με την δύναμιν του Χριστού δήθεν, αλλά κατ’ ουσίαν με μαγείες.
Και έτσι τραβάει πολλούς από την θρησκεία μας στη πίστη τη δική της. Αυτήν, αν δεν διατάξεις να εξοντωθεί υπάρχει φόβος με τις μαγείες της και μας και σένα να παραπλανήσει.
Σαν τ’ άκουσε αυτό ο θηριόψυχος εκείνος άρχοντας, έγινε έξω φρένων. Και έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να πάνε στην Βέροια μαζί του. Η Αγία Ιερουσαλήμ, μόλις έμαθε τον ερχομό του, δεν φοβήθηκε καθόλου τον θάνατον.
Τουναντίον χάρηκε, διότι της δινόταν η ευκαιρία να ομολογήσει τον Χριστόν και να μαρτυρήσει γι’ Αυτόν. Φοβήθηκε μόνον δια τα παιδιά της, μήπως από τις υποσχέσεις και τα δώρα του άρχοντα, ή από τα σκληρά βασανιστήρια δειλιάσουν και χάσουν τον στέφανον του μαρτυρίου.
Γι’ αυτό τα αγκάλιασε, τα ασπάσθηκε και τους είπε:
– Παιδιά μου και σπλάγχνα μου, ξέρετε με τι κόπους και πόνους και βάσανα σας έθρεψα, σας μεγάλωσα και σας δίδαξα την πίστη του Χριστού.
Τώρα ακούστε με: Περιφρονήστε τα βασανιστήρια. Μη φανείται κατώτεροι από τους τρεις παίδες, τους παλαιούς, σεις οι νέοι παίδες.
Μη δειλιάσετε, ούτε να φοβηθείτε τα σπαθιά, τους αγριεμένους τυράννους και τα άγρια θηρία. Δώστε ένα γερό μάθημα στον Τύραννο, για να μάθει ποιοι είναι οι στρατιώτες του Χριστού. Λίγο θα πονέσουμε, αιώνια θα χαρούμε. Ακουστέ με, παιδιά μου.
Αγαπήστε τον Χριστό και ντροπιάστε τον διάβολο.
Η μακαρία με αυτά τα λόγια προσπαθούσε να τονώσει και να δυναμώσει τα παιδιά της.
Έψησαν τον μικρότερο στη σχάρα
Ο Κιντιανός όμως ήταν γεμάτος θυμό και λύσσα κατά των Αγίων διατάζει να τους χωρίσουν, το δε πιο μικρό παιδί, τον Κήγορον, να τον φέρουν μπροστά του.
Νόμιζε ο δυστυχής, ότι θα τον δελεάσει με τις υποσχέσεις, ή με τις φοβέρες θα τον τρομάξει και θα τον έκανε να αρνηθεί τον Χριστό και την πίστη του.
Μόλις άκουσε το ευλογημένο παιδί τις υποσχέσεις και τις φοβέρες του τυράννου του είπε:
– Εάν δεν ήσουνα ένας ασεβής, άπιστος και ειδωλολάτρης και ήσουνα ένας πιστός Χριστιανός, θα με έπειθες να σε αγαπώ και χωρίς τα δώρα αυτά.
Αλλ’ επειδή συ είσαι εχθρός του Χριστού και λατρεύεις τους δαίμονες, εγώ δε τουναντίον είμαι φίλος του Χριστού, δεν θα με καταφέρεις ποτέ να με ξεκόψεις από την πίστη μου, έστω και αν με κάμεις βασιλιά.
Αυτά τα αγαθά, η μητέρα μου τα έλεγε όνειρο και σκιά και αέρα και μάταια και χαμένα πράγματα.
Έπειτα από αυτά γύρισε προς την μητέρα του και της είπε:
– Δεν θα ξεχάσω, μητέρα ποτέ τις συμβουλές σου. Θα υπομείνω κι ένας τάφος θα μας δεχτεί. Δεν θα πάθω κανένα κακό. Ούτε θέλω να με κλάψεις. Μείνε ήσυχη.
Ο δικαστής πιστεύει, ότι θα με πλανέψει από την πίστη του Χριστού. Άδικα κοπιάζει. Ας έλθουν και άλλοι δέκα Κιντιανοί. Δεν θα μπορέσουν ποτέ να με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μας.
– Άκουσε, Τύραννε, είπε κατόπιν, με πήρες εμένα σαν μικρότερο, αλλά δεν ξέρεις, ότι ο Θεός τους μικρότερους δυναμώνει. Εμπρός, λοιπόν, κάνε ότι βασανιστήρια σκέφθηκες.
Είμαι έτοιμος με την δύναμιν του Κυρίου μου να τα βαστάξω.
Σαν τα άκουσε αυτά ο Κιντιανός, άναψε από το θυμό του και σηκώθηκε ορθός από τον θρόνο του. Διέταξε δε ν’ ανάψουν μεγάλη φωτιά και να τον κάψουν ζωντανό. Πράγματι, ανάψανε τη φωτιά! Έβαλαν μέσα σ’ αυτή ένα σιδερένιο κρεββάτι να κοκκινίσει.
Κατόπιν πέταξαν επάνω τον Κήγορον να καεί. Την ώρα δε, που ψηνόταν, τον ετόξευαν με ψιλά και μυτερά βέλη. Όλα δε αυτά τα έκαναν για να φοβηθούν τ’ αδέλφια του.
Σε λίγο το σώμα του μάρτυρος έγινε παρανάλωμα του πυρός και η Αγία του ψυχή πήγαινε στον Παράδεισο, με την συνοδεία των Αγγέλων, για να ευφραίνεται παντοτινά κοντά στον Θεό.
Από το φρικτό μαρτύριο, που υπέμεινε ο μικρότερος, πήραν πιο πολύ θάρρος οι άλλοι μεγαλύτεροι αδελφοί του. Η Αγία μητέρα του πονούσε, βεβαίως, σαν μητέρα, αλλά χαιρόταν, διότι εξασφαλίσθηκε ο ένας της υιός για πάντα στον Παράδεισο. Τι ευλογημένη και γενναία μητέρα!
Το φρικτό μαρτύριο του Σεκένδου
Κατόπιν έφεραν και παρουσίασαν μπροστά στον τύραννο τον Σέκενδον. Αυτός πήγαινε με το κεφάλι ψηλά και με χαρούμενο το πρόσωπο, λες και πήγαινε σε γιορτή και πανηγύρι και όχι σε εξέταση για μαρτύριο. ΟΔούκας τον φοβερίζει, κι αυτός με γενναιότητα του αποκρίνεται:
– Μη πλανάσαι, παράνομε, ότι με δαρμούς και ξίφη, με άγρια θηρία και φωτιά θα μπόρεσης να με χωρίσεις από τον Παντοδύναμο Θεό.
Δεν σου έβαλε μυαλό η υπομονή του μικρού μου αδελφού και επιχειρείς τώρα να με κάμεις να αλλαξοπιστήσω εγώ, που είμαι μεγαλύτερος; Σου τονίζω, ότι δεν θα φανώ κατώτερος από εκείνον και δεν θα σε κάμω να χαρείς εσύ και ο πατέρας σου διάβολος. Όχι. Πάρε το απόφαση.
Ο τύραννος στα λόγια αυτά του μάρτυρος αναψοκοκκίνισε από το θυμό του και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια. Πρώτα τον ξαπλώσανε κατά γης και του καρφώσανε με μεγάλα καρφιά τα χέρια και τα πόδια.
Κατόπιν άρχισαν να τον δέρνουν με σιδερένιες ράβδους. Και εν συνεχεία του περάσανε στο κεφάλι μια περικεφαλαία πυρακτωμένη και κατακόκκινη. Έπειτα και από αυτήν την τιμωρία δεν άντεξε άλλο το σώμα του και παρέδωσε τη αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Το μαρτυρικό τέλος του Σεκένδικου
Κατόπιν διέταξε να του φέρουν εις το κριτήριο και τον τρίτον αδελφό, τον Σεκένδικο. Το παρότρυνε να θυσιάσει στους θεούς γιατί αλλιώς την περίμεναν περισσότερα βασανιστήρια σαν μεγαλύτερος που ήταν. Τότε με παρησία ο Σεκένδικος είπε:
– Γιατί, κακονούστατε Κιντιανέ, με αναγκάζεις να θυσιάσω στους δαίμονες; Δεν είδες ποιους αδελφούς είχα; Σου το είπα και στο επαναλαμβάνω πάλι.
Εγώ σε δαίμονες δεν θυσιάζω, ξόανα και είδωλα δεν προσκυνώ, οι βασιλείς άπιστους και αντίχριστους δεν υπακούω, βάσανα και τιμωρίες δεν φοβούμαι. Αρκούν αυτά. Τίποτε άλλο δεν σου λέγω.
Ότι θέλεις κάμε. Τότε ο Τύραννος έγινε έξω φρένων και έβγαλε μια απόφαση. Διέταξε, λοιπόν, ο κακόψυχος και έφεραν άλογα άγρια. Τα έζεψαν σε ξύλο. Κατόπιν τρύπησαν τους αστραγάλους του μάρτυρος και έδεσαν με σχοινιά τα πόδια από το ξύλο.
Τα άλογα, με τον μάρτυρα πίσω, τα απέλυσαν κι εκείνα κεντούμενα από τα μηχανήματα και φοβούμενα από τον κρότον, έφευγαν σε τόπους κακοτράχαλους. Με φρικτό μαρτύριο, ο Σεκένδικος παρέδωσε την αγία του ψυχή εις τον Θεό.
Τα βασανιστήρια της Αγίας
Την άλλη ήμερα ο άγριος τύραννος κάθισε πάλι στο Κριτήριο. Διέταξε να φέρουν μπροστά του την μητέρα των μαρτύρων, την Αγία Ιερουσαλήμ. Όταν την έφεραν, της είπε ο ασεβέστατος με θυμό.
– Δε μου λες, βρωμογύναιο, με ποιες μαγείες έπεισες τα παιδιά σου να αρνηθούν ετούτη την ευχάριστη ζωή και να πεθάνουν για έναν Σταυρωμένο;
Είσαι κακούργα και σκληρή μάννα. Άλλες μητέρες, για τα παιδιά τους, κινδύνεψαν και την ζωή τους ακόμη. Συ όμως ενώ τα έβλεπες να πεθαίνουν με τόσες σκληρές τιμωρίες και βάσανα, δεν τα λυπήθηκες.
Τουναντίον χαιρόσουνα. Και τώρα παρουσιάστηκες μπροστά μου με πρόσωπο χαρούμενο. Λες και βρήκες ξαφνικά κανένα θησαυρό.
Μα τι Μητέρα είσαι συ; Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Άκουσέ με τώρα καλά. Αν δεν θυσιάσεις στους μεγάλους θεούς, θα σου κάνω τέτοια βάσανα και τόσες τιμωρίες, που σε κανέναν άλλον από όσους θανάτωσα, δεν έκαμα.
Αυτά τα άκουσε η μακαρία Ιερουσαλήμ, χωρίς να δειλιάσει καθόλου. Του αποκρίθηκε δε ταπεινά και με θάρρος τα έξης:
– Εγώ, άρχοντα μου, του είπε, τους υιούς μου δεν τους στέρησα τη παρούσα ζωή, με μαγείες και γητεύματα. Εγώ, με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος τους χάρισα αθάνατη ζωή και παντοτινά ευτυχισμένη.
Αυτή τη ζωή θα μπορούσες και συ ν’ αποκτήσεις αν έδιωχνες τον δαίμονα της απιστίας, που κατοικεί μέσα σου. Σ’ αυτήν την ατέλειωτη ευτυχισμένη ζωή, θέλω κι εγώ να υπάγω. Επομένως μη βραδύνεις. Εμπρός προχώρησε στο έργο σου. Βασάνισε με, όσο θέλεις.
Ο Κιντιανός θύμωσε πολύ με την απόκριση της Μάρτυρος και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια.
Πρώτον την κρέμασαν και άρχισαν με σιδερένια νύχια να ξύνουν τις σάρκες της. Κατόπιν πήραν σάκους τρίχινους και της έδεσαν τις πληγωμένες σάρκες της. Το χώμα κοκκίνισε από το αίμα της, που έτρεχε.
Φαινόταν τα κόκκαλά της. Πολλές γυναίκες, που έτρεξαν εκεί, την λυπόταν κι έκλαιγαν. Κατόπιν της έκοψαν οι δήμιοι τα κεφάλι της κι έτσι επήρε τον στέφανον του μαρτυρίου και κέρδησε το παν, το μεγάλο, μοναδικό και ασύγκριτο θησαυρό της αιώνιας ευτυχίας του Παραδείσου.
Μερικοί τότε ευσεβείς και φιλόχριστοι άνδρες πήραν το άγιο και βασανισμένο σώμα της και το έθαψαν εις τον Νότιον μέρος της Βερροίας. Αργότερα έκεί χτίστηκε Ναός έπ’ όνόματι της Αγίας Τερουσαλήμ.
Έγίνοντο δε πολλά θαύματα σε όσους πήγαιναν και την παρακαλούσαν με πίστι. Ο ναός όμως αυτός κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαίά της Βερροίας.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος ἅ’.
Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου δόξαν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Ἱερουσαλήμ ἀθληφόρε, σύν τοῖς τέκνοις Πανένδοξε.
Ὅθεν προχέεις ἰάματα καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον. Τά ἄνω ζητῶν…
Ἀσκήσει θερμή τά πάθη θανατώσασα, ἀθλήσει στερρά τυράννους καταισχύνασα, σύν τοῖς τέκνοις, ἔνδοξε. Τό ἀρχαῖον, Μάρτυς ἀντίπαλον, πτερνιστήν ἠμῶν καταβέβληκας νεανικῶς, καί νίκης οὐρανόθεν στέφος εἴληφας.