Δεν πρόλαβε η βασιλική συνοδεία να φθάσει στα περίχωρα της Βασιλεύουσας, όταν φθάνει το μήνυμα ότι ο βασιλιάς έχει ήδη παντρευτεί κάποια άλλη γυναίκα.
Και ενώ μεγάλη θλίψη απλώθηκε σ’ όλους, γι’ αυτή την απρόσμενη εξέλιξη που πήρε ο γάμος του βασιλιά, η μόνη που έμεινε να χαίρεται και να δοξάζει το Θεό γι’ αυτή την αλλαγή, ήταν η Ειρήνη.
Πιστεύει απόλυτα ότι ο αγαπημένος της Ιησούς δέχτηκε την ολόψυχη επιθυμία να είναι Αυτός ο μοναδικός Νυμφίος της καρδιάς της, γι’ αυτό και άλλαξαν οι καταστάσεις.
Βέβαια δεν ήταν λίγοι οι μνηστήρες, άρχοντες και μεγιστάνες της Βασιλεύουσας, που ξαφνικά παρουσιάστηκαν να ζητούν σε γάμο την πανέμορφη Ειρήνη.
Βλέπεις η ομορφιά και τα πλούσια χαρίσματά της δεν μπορούσαν να κρυφτούν.
Αυτή όμως είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει τον πόθο της καρδιάς της και να πάει στη Μονή του Χρυσοβαλάντου, εκεί που η θεία θέληση με το στόμα του οσίου Ιωαννικίου της είχε προαναγγείλει.
Η χαρά της ήταν απερίγραπτη, όταν οι άνθρωποι που έστειλε για να δουν και να της περιγράψουν το Μοναστήρι, επέστρεψαν και της είπαν τα πιο όμορφα λόγια γι’ αυτό.
Όλοι το εγκωμίαζαν για την πανέμορφη τοποθεσία, για τον καθαρό αέρα, για το καταπράσινο τοπίο, τα γάργαρα νερά, αλλά προπάντων για την αγία ζωή που ζούσαν οι ευσεβείς εκεί μοναχές.
Η Ειρήνη δεν μπορεί να συγκρατήσει άλλο την επιθυμία της ψυχής της.
Χαρίζει λοιπόν με βιασύνη σε φτωχούς και ανήμπορους την περιουσία της.
Ελευθερώνει όλους εκείνους τους δούλους, που ο πατέρας της κατά τη συνήθεια της εποχής εκείνης της είχε δώσει για να την υπηρετούν και, πιο γρήγορα από το γοργόφτερο ελαφάκι που τρέχει στις πηγές νερό να βρει για να ξεδιψάσει, έρχεται η μικρή Ειρήνη στο περίφημο Μοναστήρι του Χρυσοβαλάντου.