Υπηρετεί τις μοναχές με τέτοια αυταπάρνηση του εαυτού της, κάνοντας τις πιο δύσκολες και τελευταίες δουλειές του μοναστηριού σαν να ήταν δούλη που, αν δεν ήξερε κάποιος ότι ήταν ηγουμένη, δεν θα μπορούσε καθόλου να το φανταστεί.
Δούλευε και νοερά προσευχόταν. Κι ενώ τη μέρα κουραζόταν πολύ, το βράδυ δεν έδινε λίγη ανάπαυση στο σώμα της. Περνούσε τη νύχτα με πολλές γονυκλισίες και προσευχές.
Η ασκητική της ζωή προκαλούσε το θαυμασμό των αγγέλων και το μίσος των δαιμόνων.
Όταν σήκωνε τα χέρια της στην προσευχή, η καρδιά της γινόταν ένα καμίνι αναμμένο από την αγάπη που είχε στο Χριστό.
Ο νους της ήταν απορροφημένος τόσο πολύ στη δόξα του θεού, που, πολλές φορές, για μέρες ήταν ακίνητη σ’ αυτή τη στάση της προσευχής!
Τα χέρια της, έμεναν σηκωμένα και ακίνητα, άλλες φορές ένα ημερονύχτιο, άλλοτε δύο, τρία, ακόμα και μια βδομάδα! Έτσι όταν ήθελε να τα κατεβάσει, δεν μπορούσε μοναχή της και την βοηθούσε μια αδελφή.
Έκαναν τότε τόσο θόρυβο οι αρμοί των χεριών της από το λύγισμα, που ακουγόταν από μακριά.
Το ελάχιστο φαγητό της, από λίγο ξερό ψωμί, λίγα λάχανα, λίγα βραστά όσπρια, λίγα φρούτα και λίγο νερό, γινόταν ακόμα πιο ελάχιστο τη Μεγάλη Σαρακοστή. Τότε έτρωγε μια φορά την εβδομάδα, από λίγα φρούτα, λάχανα και λίγο νερό.