Όλα αυτά έκαναν το δαίμονα να λυσσάει από το κακό του και να ψάχνει να βρει τρόπο να εκδικηθεί την αγία μας.
Μια νύχτα, κατά την συνήθειά της, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό για να προσευχηθεί. Σαν λάβα καυτή από ηφαίστειο έβγαινε η προσευχή από τα βάθη της ψυχής της. Οι δαίμονες ούρλιαζαν και την απειλούσαν.
Δεν μπορούσαν να αντέξουν την προσευχή της, γιατί αυτό που τους έκαιγε πιο πολύ από όλα τα ασκητικά της κατορθώματα και τους έκανε να υποφέρουν ήταν η πύρινη προσευχή της.
Εκείνη λοιπόν τη νύχτα, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της και άρχισαν να κάνουν μεγάλη φασαρία. Φώναζαν άγρια, έβριζαν, προκαλούσαν φοβερούς κρότους, ταραχές, θορύβους, έσειαν το κελί της, λες και ήθελαν να το κρημνίσουν, μόνο και μόνο για να σταματήσει η αγία μας την προσευχή της.
Ένας από αυτούς ο πιο σιχαμερός, ήρθε κοντά της και άρχισε να την κοροϊδεύει λέγοντας:
– Ειρήνη ξύλινη, που σε βαστάζουν πόδια ξύλινα, μέχρι πότε θα πικραίνεις το γένος μας; Μας καις με τις προσευχές σου και μας δίνεις τόση λύπη και θλίψη!
Ενώ αυτά έλεγε εκείνος ο δαίμονας, οι άλλοι την περιτριγύρισαν με πηδήματα άγρια και άρχισαν να κλαίνε για τη συμφορά που τους βρήκε.
Την φοβέριζαν πως, αν δεν σταματήσει την προσευχή της, θα την κάψουν και θα την σκοτώσουν.
Μάταια όμως. Η αγία δεν έδινε καθόλου προσοχή στα λόγια τους αλλά συνέχιζε ατάραχη και ακίνητη τη φλογερή προσευχή της.
Τότε ο δαίμονας, αφού δεν μπόρεσε να σταματήσει την προσευχή της, έβαλε φωτιά στο κουκούλι της κεφαλής της για να την κάψει.
Γρήγορα η φωτιά απλώθηκε παντού, σ’ όλο της το ράσο και έκαψε όχι μόνο αυτό, αλλά και αυτές ακόμη τις σάρκες της.
Δηλαδή τους ώμους, το στήθος, τα νεφρά, και τη ράχη.
Θα καιγόταν ολόκληρη, αν δεν την έπαιρνε είδηση κάποια αδελφή που έμενε δίπλα από το κελί της.
Αυτή, μόλις μυρίστηκε τη μυρωδιά της καμένης σάρκας και του ράσου, έτρεξε γρήγορα στο κελί της αγίας μας, για να την δει όλη κατακαμένη, φριχτό θέαμα, χωρίς καθόλου να σαλεύει.
Έσβησε γρήγορα τη φωτιά και κατέβασε τα ανυψωμένα στον ουρανό χέρια της αγίας Ηγουμένης της. Έκπληκτη όμως την άκουσε να της λέει με παράπονο:
– Γιατί μου προξένησες τόσο κακό, παιδί μου; Γιατί με στέρησες τόσων αγαθών; Μέχρι την ώρα αυτή, παραστεκόταν δίπλα μου Άγγελος Κυρίου, που μου έπλεκε ένα στεφάνι από διάφορα άνθη.
Ήταν τόσο ωραία και ευωδιαστά, που ανθρώπινα μάτια δεν έχουν ξαναδεί. Κι όταν άπλωσε τα χέρια του να μου το φορέσει στο κεφάλι, ήρθες εσύ και επιμελήθηκες του σώματος μου, κάνοντας τον Άγγελο να φύγει βλέποντας σε.
Έτσι μου προξένησες αντί χαρά, λύπη και ζημιά ανυπολόγιστη.
Σαν άκουσε αυτά τα λόγια η μοναχή, έπεσε στα πόδια της αγίας κλαίγοντας και ζητώντας της συγνώμη.
Όπως ξεκολλούσε τα καμένα ράσα από τις σάρκες της, έβγαινε τέτοια μεθυστική ευωδία από το σώμα της, που ξεπερνούσε και τα πιο πολύτιμα αρώματα. Για πολλές μέρες ευωδίαζε το μοναστήρι από αυτό το άρωμα, προκαλώντας το θαυμασμό όλων.
Επειδή δεν είχε άλλο ράσο η αγία μας, της έφερε η μοναχή ένα άλλο και την έντυσε.
Σε λίγες μέρες ο Κύριος θεράπευσε πλήρως και τα εγκαύματα της οσίας Ειρήνης και της έδωσε άλλο ένα μεγάλο χάρισμα, να προφητεύει.