Ένας ενάρετος χριστιανός, που ονομαζόταν Χριστόφορος, ερχόταν συχνά στο μοναστήρι και συνομιλούσε με την αγία Ειρήνη για αρκετή ώρα. Αφού τέλειωσε τη συνομιλία, πήρε την ευχή της και σηκώθηκε να φύγει. Η αγία μας τότε του λέει:
– Πήγαινε στο καλό, παιδί μου. Ο Κύριος ας αναπαύσει μετά των δικαίων το πνεύμα σου.
Ο άνθρωπος ταράχτηκε από τα λόγια αυτά, γιατί ήξερε ότι τίποτε δεν έλεγε η αγία χωρίς νόημα. Εκείνη, αφού τον καθησύχασε λέγοντας του ότι ήταν το μυαλό της αλλού, τον άφησε να φύγει ήρεμος.
Ο Χριστόφορος πήγε στο σπίτι του χωρίς κανένα σύμπτωμα αρρώστιας, έφαγε καλά και εντελώς ξαφνικά παρέδωσε το πνεύμα του.
Μια μοναχή που ήταν μαζί στη συνομιλία που είχε με τον Χριστόφορο, της είπε κάπως ελεγκτικά:
– Γιατί, Μητέρα μου, μίλησες έτσι στο Χριστόφορο και έφυγε κάπως λυπημένος;
– Δεν τα είπα αυτά, παιδί μου, από μόνη μου αλλά διότι έβλεπα ένα λαμπρό νέο, που ήταν δίπλα του και κρατούσε ένα ακονισμένο δρεπάνι. Μερικοί δε άλλοι κοντά του, μετρούσαν τα χρόνια της ζωής του με τα δάχτυλα.
Έλεγαν μάλιστα πως ήταν σήμερα η τελευταία του μέρα. Αν δεν πιστεύεις, στείλε την αδελφή Ευήθεια στο σπίτι του για να διαπιστώσεις ότι πέθανε.
Πράγματι, την στείλανε και τον βρήκε νεκρό, προκαλώντας το θαυμασμό όλων για το μεγάλο αυτό χάρισμα που της έδωσε ο Θεός.
Η ίδια όμως, δεν έδινε καμιά αξία σ’ όλη αυτή τη δόξα που της έδιναν οι άνθρωποι και ανάλογα συμβούλευε και τις μοναχές της.
Τις παρότρυνε να αποφεύγουν τις τιμές των ανθρώπων, σαν να ήταν το πιο δυνατό δηλητήριο φιδιού.
Τους τόνιζε πως, η ψυχή που αγαπά τις τιμές των ανθρώπων ποτέ δεν θα δοξαστεί από το Θεό. Πιο πολύ θα δοξαστούν και θα ευλογηθούν από το Θεό αυτοί που με υπομονή υποφέρουν τις διάφορες αρρώστιες τους.
Κάποτε, διδάσκοντας με σοφία την αδελφότητα, έλεγε:
– Πιστέψτε με αδελφές μου, εάν είχα κάποια παρρησία στο Θεό, θα τον παρακαλούσα να είμαστε όλες τις ημέρες της ζωής μας άρρωστες.
Είναι ανυπολόγιστη η ωφέλεια της ψυχής μας από τις αρρώστιες του σώματος, όταν μάλιστα αυτός που ασθενεί ευχαριστεί και δοξάζει το Θεό, ομολογώντας ότι δίκαια παιδεύεται.