Ένας μεγάλος και ένδοξος άρχοντας, συγγενής της αγίας, φυλακίσθηκε από το βασιλιά και επρόκειτο να τον πετάξει στη θάλασσα για να σκοτωθεί, επειδή κάποιοι συκοφάντες εχθροί του είπαν πολλά ψέματα στο βασιλιά.
Αφού οι συγγενείς του δεν μπόρεσαν να μεταπείσουν το βασιλιά, κατέφυγαν στην αγία Ειρήνη ζητώντας την βοήθεια της.
Εκείνη λυπήθηκε, δάκρυσε πικρά, αναστέναξε για την αδικία και αφού τους παρηγόρησε, αποσύρθηκε στο κελί της για να προσευχηθεί.
Όλα τα προβλήματα των ανθρώπων τα έλυνε με την θερμή προσευχή της στο Χριστό.
Εκείνο το βράδυ, βλέπει ο βασιλιάς στον ύπνο του να μπαίνει μια μοναχή στο δωμάτιο του, να τον φοβερίζει και να του λέει:
– Σήκω αμέσως βασιλιά και ελευθέρωσε αυτόν που από φθόνο των άλλων φυλάκισες. Αν δεν με ακούσεις, θα παρακαλέσω τον Βασιλιά των Ουρανών να σε θανατώσει και να ρίξει στα θηρία το σώμα σου για να το φάνε.
– Ποια είσαι συ, που με φοβερίζεις; Πώς τόλμησες και μπήκες μέσα στο δωμάτιο μου τέτοια ώρα και μου μιλάς με τέτοια αυθάδεια;
– Εγώ είμαι η Ηγουμένη της Μονής του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνη.
Αφού είπε αυτά, τον κέντησε τόσο δυνατά στα πλευρά δυο φορές, που από οργή και πόνο ξύπνησε ο βασιλιάς για να την δει τώρα και με τα μάτια του μπροστά του. Για άλλη μια φορά επανέλαβε τα ίδια λόγια η αγία και στη συνέχεια βγήκε από την πόρτα και έφυγε.
Τρομοκρατήθηκε τότε ο βασιλιάς πάρα πολύ και φώναξε τους στρατιώτες, που φρουρούσαν το δωμάτιο του, για να μάθει αν είδαν την μοναχή. Αυτοί ορκίστηκαν πως όλες οι πόρτες ήταν κλειστές και κανείς δεν μπήκε στο διαμέρισμα του.
Κατάλαβε τότε πως ήταν θεϊκό όραμα, γι’ αυτό και έστειλε αμέσως να του φωνάξουν τον φυλακισμένο.
Τον ρώτησε γιατί έκανε τη νύχτα μαγείες για να αποφύγει το θάνατο και αν ήξερε την Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου.
Εκείνος αρνήθηκε ότι έκανε μαγείες και ότι ποτέ δεν συνωμότησε εναντίον του βασιλιά. Όσο για την Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, πρόκειται για μια συγγενή του, ενάρετη και αγιασμένη Ηγουμένη, που δεν βγαίνει ποτέ από το μοναστήρι της.
Ο βασιλιάς για να βεβαιωθεί, έστειλε το πρωί στο μοναστήρι μερικούς άρχοντες του Παλατιού και έναν ζωγράφο, για να του φέρει τη μορφή της αγίας.Όλα αυτά τα πληροφορήθηκε η αγία από τη Χάρη του Θεού. Φωνάζει λοιπόν την αδελφότητα και τους λέει:
– Σήμερα φτάνουν απεσταλμένοι από το βασιλιά πολλοί άρχοντες, μη φοβηθείτε. Ο Θεός φροντίζει για το συμφέρον μας.
Πράγματι, σε λίγο, φτάσανε οι απεσταλμένοι και μπήκαν στην εκκλησιά, όπου ήταν μαζεμένες οι αδελφές με την αγία Ειρήνη.
Αφού προσκύνησαν τις άγιες εικόνες, σήκωσαν τα μάτια τους να δουν την Ηγουμένη.
Μια αστραπή μεγάλη βγήκε τότε από το πρόσωπο της αγίας, που στράβωσε τους άρχοντες και τους έκανε να πέσουν κάτω.
Η αγία τους σήκωσε και με γλυκό και στοργικό τρόπο τους είπε:
– Μη φοβάστε παιδιά μου, άνθρωπος είμαι και εγώ σαν και σας. Πέστε μόνο στο βασιλιά, που από απιστία σας έστειλε εδώ, να ελευθερώσει από τη φυλακή τον άνθρωπο αυτό γιατί δεν του έφταιξε σε τίποτα. Αν με παρακούσει θα του συμβούν αυτά που του είπα.
Οι άρχοντες φοβήθηκαν από αυτά που άκουσαν και είπαν με λεπτομέρεια στο βασιλιά όλα όσα είδαν και άκουσαν. Του έδειξαν δε και την εικόνα της.
Εκείνος, σαν τα άκουσε, τρόμαξε και φώναξε δυνατά:
– Ελέησε με Θεέ μου κατά το μέγα σου έλεος.
Για πολλή ώρα έμεινε να θαυμάζει την εικόνα της, που έμοιαζε καταπληκτικά με τη μοναχή εκείνη που ήρθε τη νύχτα στο δωμάτιο του και του μίλησε.
Το πρωί, αφού ελευθέρωσε πρώτα τον φυλακισμένο άρχοντα και του ζήτησε συγγνώμη, έστειλε πολλά δώρα και ένα γράμμα στην αγία που της έλεγε:
– Ελευθέρωσα, κατά την προσταγή σου, δούλη του Θεού, τον αθώο. Σ’ ευχαριστώ που με γλύτωσες από έναν κίνδυνο. Να με συγχωρήσεις που δεν σε πίστεψα την πρώτη φορά και σε ενοχλήσαμε.
Να προσεύχεσαι για μας και σε παρακαλούμε και εγώ και η βασίλισσα να έλθεις εδώ στο παλάτι για να μας ευλογήσεις. Αν πάλι δεν θέλεις να έλθεις, να έρθουμε εμείς στο μοναστήρι να σε προσκυνήσουμε.
Όταν πήρε τα δώρα και το γράμμα η αγία, του απάντησε:
– Ο Θεός, βασιλιά μου, σαν φιλάνθρωπος που είναι, συγχωράει όλες τις αδυναμίες μας, γιατί δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού αλλά την μετάνοιά του. Αυτόν λοιπόν να ευχαριστείς και να δοξάζεις και όχι εμένα.
Ούτε συ να έλθεις εδώ ούτε εγώ στα Ανάκτορα. Δε χρειάζεσαι ευλογία από μένα την αμαρτωλή, γιατί έχεις τον αγιώτατο Πατριάρχη και τόσους άλλους αγίους Αρχιερείς και πνευματικούς Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Αν τηρείς τους νόμους του Θεού και τις πνευματικές τους συμβουλές, θα σε ευλογεί ο Θεός και θα κυβερνήσεις το λαό με σύνεση και δικαιοσύνη. Αν δεν κάνεις αυτά που σου λέω και θελήσεις να έρθεις, θα εξοργίσεις το Θεό και δεν θα σου βγει σε καλό.
Αν πάλι με ακούσεις, η Χάρις του Θεού θα σε σκεπάζει από κάθε κακό και θα σε γλυτώνει από κάθε πειρασμό.
Ο βασιλιάς με χαρά πήρε τα δώρα που του έστειλε η αγία σαν ευλογία, όπως και το γράμμα της. Λυπήθηκε μόνο που δεν αξιώθηκε να δει το άγιο πρόσωπο της.
Από τότε την είχε σε μεγάλη ευλάβεια και της έστελνε τακτικά διάφορα δώρα, ζητώντας κάθε φορά την ευχή και την ευλογία της.
Όσον αφορά τη συγγενή της, που χάρη σ’ αυτήν σώθηκε, αυτός έπεσε στα πόδια της αγίας και την ευχαριστούσε με δάκρυα για το καλό που του έκανε. Η αγία μας τον συμβούλεψε να φυλάει τις εντολές του Θεού, αν θέλει ποτέ στο εξής να μην του συμβεί άλλος πειρασμός ή οποιοδήποτε κακό.