Το μαρτύριο της Αγίας Ευφημίας 11 Ιουλίου ε.ε.

(Μετάφραση Εὐφημίας μοναχής, ἡγουμένης Ἱ. Μονῆς Παντοκράτορος Κέρκυρας)

(Ἡ Ἁγία Εὐφημία, ἐκδ. Τέρτιος, 1997, Κατερίνη)

Α) Τὸ καιρὸ ποὺ ἦταν ἀνθύπατος τῆς ἐπαρχίας τῆς Εὐρώπης[2] ὁ Πρίσκος, ὑπῆρχε μεγάλο πλῆθος χριστιανῶν στὴν πόλη Χαλκηδόνα. Ὁ ἀνθύπατος Πρίσκος εἶχε φίλο ἀσεβέστατο ὀνόματι Ἀπηλιανό, ποὺ ἦταν γνώστης τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καὶ ἱερέας τοῦ Θεοῦ Ἄρη.

Αὐτὸς κατηγόρησε τοὺς χριστιανοὺς καὶ εἶπε: Ἀνθύπατε, σὺ ποὺ εἶσαι ὀ πιὸ ἰσχυρὸς καὶ λόγιος ἄνδρας, ἄς μάθει ἠ ἐξοχότητά σου ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα[3] καὶ μεγάλου βασιλιᾶ πρέπει ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ νὰ προσφέρουμε θυσία στὸν μεγάλο θεὸ Ἄρη.

Κι αὐτὸς ὁ λόγος ἄρεσε στὸν ἀνθύπατο Πρίσκο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χαθοῦν ἀνθρώπινες ζωές.

Γι’ αὐτὸ τοποθέτησε ἀπειλητικὲς ἀνακοινώσεις στοὺς ἐπίσημους χώρους μὲ αὐτὸ τὸ περιεχόμενο: Ἄνδρες Χαλκηδόνιοι, μάθετε ὅλοι ὅτι πρέπει νὰ ἐξαγνιστοῦμε ἐπὶ ὀκτὼ μέρες καὶ ἐφαρμόζοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ βασιλιᾶ νὰ προσφέρουμε θυσία στὸν μεγάλο θεὸ Ἄρη.

Ἄν δὲ κάποιος συλληφθεῖ νὰ εἶναι ἀχάριστος καὶ ὀπαδὸς ἄλλης θρησκείας, θὰ τὸν ὑποβάλλω σὲ φοβερὲς τιμωρίες. Καὶ αὐτὸ ἄς εἶναι σημεῖο γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς θυσίας· τὴν ὥρα ποὺ θὰ σαλπίσει ἡ σάλπιγγα, ἄς τρέξουμε ὅλοι μαζὶ στὸν ναὸ τοῦ Ἄρη καὶ ἄς θυσιάσουμε πρόθυμα, διαθέτοντας εὐνοϊκὰ ἀπέναντί μας τὸν μεγάλο θεό.

Β) Ὁ Ἀπηλιανὸς λοιπὸν καθημερινὰ καταγινόταν μὲ τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων. Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ κραυγάσουν σὰν σκυλιὰ πρὸς τὸν δαίμονα αὐτοὶ ποὺ ἀνταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, ὁ σαλπιγκτὴς σάλπισε πένθιμα συγκεντρώνοντας ὅλους γενικὰ ὅσους κυνηγοῦσαν μάταιες ἐλπίδες.

Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ εἶχαν φόβο Θεοῦ στὴν ψυχή τους, εἶχαν κλειστεῖ σὲ ἕναν οἰκίσκο καὶ ἦταν ὁλότελα δοσμένοι σὲ προσευχές. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν καὶ ἠ Εὐφημία, κόρη τοῦ συγκλητικοῦ Φιλόφρονα.

Ἡ μητέρα της ἡ Θεοδοσιανή, ἦταν εὐσεβὴς καὶ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀποβλέποντας σὲ οὐράνιες ἀμοιβές.

Ἀλλὰ ὁ Ἀπηλιανός, ὁ σύντροφος τοῦ σατανᾶ, λέει στὸν ἀνθύπατο: Εἶναι κάποιοι ἄνδρες ποὺ κλείστηκαν σὲ ἕνα σπιτάκι καὶ δὲν θέλουν νὰ ὑπακούσουν οὔτε στὴν διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ οὔτε στὸ δικό σου πρόσταγμα.

Καὶ ἄν αὐτὸ τοὺς συγχωρεθεῖ, πολλοὶ θὰ περιφρονήσουν τὴν μεγάλη θυσία, θὰ προσκολληθοῦν σὲ αὐτούς, καὶ θὰ τὴν διασκορπίσουν χλευάζοντας.

Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος, διέταξε νὰ τοὺς φέρουν ἐμπρός του. Τοὺς ἔφερε λοιπόν, ἐκείνους τοὺς ἁγίους ἄνδρες.

Ἀνάμεσά τους βρισκόταν ἠ Εὐφημία μὲ τὸ πρόσωπο γεμᾶτο χάρη, μὲ παρουσιαστικὸ πιὸ σεμνὸ ἀπὸ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἦταν μαζί της, φωτίζοντας μὲ τὸ φῶς τῆς ἄσκησης τὰ πρόσωπα τῶν θεατῶν.

Γ) Ὅταν αὐτοὶ ἦρθαν καὶ στάθηκαν ἐμπρὸς στὸ βῆμα, τοὺς λέει ὁ ἀνθύπατος: Πειθαρχεῖστε ὅλοι στὴν διακήρυξη τοῦ αὐτοκράτορα καὶ θυσιάστε στὸν μεγάλο θεὸ Ἄρη.

Ἐκεῖνοι ὅμως ὅλοι ἐν γένει, μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Εὐφημία σὰν μὲ ἕνα στόμα εἶπαν: Μάθε ἀνθύπατε, ὅτι ἑμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ αἰωνίου καὶ μεγάλου Βασιλιᾶ, ποὺ ἔχει τὸν θρόνο Του στοὺς οὐρανούς[4], καὶ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἅπλωσε τοὺς οὐρανούς, καὶ στερέωσε τὴν γῆν, καὶ δημιούργησε τὰ πάντα. Μόνο Αὐτὸν λατρεύουμε προσφέροντας σὲ Αὐτὸν τοὺς ἑαυτούς μας θυσία εὐάρεστη[5].

Ὁ ἀνθύπατος Πρίσκος, σὰν τ’ ἄκουσε αὐτὰ τοὺς λέει: Κατάπληξη μοῦ προξενεῖ ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς καὶ τιμῶ τὴν ἄποψή σας καὶ τὴν πραγματικὴ ὁμορφιά σας. Πειστεῖτε λοιπὸν σὲ μένα, καὶ ὑποταχθεῖτε στὸν αὐτοκράτορα.

Μὲ τὸ νὰ ἀπολαύσετε τὴν θυσία πρὸς τοὺς θεούς, θὰ πετύχετε τὴν πιὸ μεγάλη φιλία, καὶ ἀφοῦ γίνεται γνωστοὶ στὸν βασιλιά, θὰ ἀξιωθεῖτε νὰ λάβετε ἡγεμονία καὶ ἐξουσία μεγάλη.

Ὅταν τ’ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ γενναῖοι, ἀπέβαλαν τὴν αὐστηρότητα τοῦ προσώπου τους καὶ μεταμορφώθηκαν ἔχοντας φανερὴ πάνω τους τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἔχοντας δέ, τὴν Ἁγία καὶ μεγάλη Εὐφημία στὸ κέντρο τοῦ ἀγγελικοῦ τους χοροῦ, εἶπαν: Ἀνθύπατε, ἑμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ τοῦ φανοῦμε ἀφοσιωμένοι στὴν πίστη ἀκριβῶς ποὺ μᾶς παρέδωσε, γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ὑπόσχεσή Του: Εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!

Ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω[6]. Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ ἴδιος ἀνθύπατε γνωρίζεις ὅτι καθένας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται τὶς πρόσκαιρες ἐξουσίες σπεύδει νὰ φανεῖ εὐάρεστος σὲ αὐτὸν ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἀξίωμα, γιὰ νὰ πετύχει μεγαλύτερα καὶ καλύτερα ἀξιώματα καὶ τιμές.

Ἄν λοιπὸν αὐτοί, ὄντας θνητοί, καὶ ὑπηρέτες θνητῶν ἀνθρώπων, ζητοῦν τὶς πρόσκαιρες καὶ ἀνώφελες τιμές, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς, ἀφοῦ φυλάξουμε τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἀθάνατο καὶ αἰώνιο Θεό, θὰ ζητήσουμε νὰ κληρονομήσουμε ἀπὸ Αὐτόν, τὶς ἄϋλες καὶ ἄφθαρτες καὶ αἰώνιες ἐπαγγελίες. Κάνε λοιπὸν ὅ,τι θέλεις.

Διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι, προκειμένου νὰ γευτοῦμε τὴν οὐράνια θεωρία, νὰ παραδώσουμε μᾶλλον τοὺς ἑαυτούς μας στὸν θάνατο, ὥστε νὰ κερδίσουμε τοὺς θησαυρούς, τοὺς ὁποίους φυλάει γιὰ μᾶς, ὁ Παντοκράτορας Θεός.

Δ) Σκοτείνιασε τὸ πρόσωπο τοῦ Πρίσκου μόλις τ’ ἄκουσε αὐτά καὶ διέταξε νὰ ὑποβληθεῖ ὁ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς σὲ βασανιστήρια[7]. Ἐνῶ λοιπόν, τιμωροῦνταν καθημερινά, ὑπέφεραν τὰ βασανιστήρια γιὰ τὸν Χριστό, μὲ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ παρακινοῦσαν μὲ γενναιότητα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, νὰ ὑποστοῦν ῥωμαλέα την ἄθληση.

Προτρέποντας μὲ χαρά, τὴν μεγαλόψυχη καὶ γενναία ἀθλήτρια Εὐφημία νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὸ βραβεῖο τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἔλεγαν: Σὰν γενναία Ἀθλήτρια, καταστολισμένη μὲ τὴν πίστη, μὲ φρόνημα ἀμετακίνητο, σοφή, χριστοφόρα, ἀγωνίσου νὰ λάβεις τὸ βραβεῖό σου μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες.

Κρατώντας ἄσβεστη τὴν λαμπάδα, τρέξε νὰ συγκαταριθμηθεῖς μαζὶ μὲ τὶς πέντε παρθένες, οἱ ὁποῖες λαμπροφόρησαν[8] γιὰ χάρη τοῦ Ἀγίου Νυμφίου, ποὺ ἀποδίδει τέλειο τὸν μισθὸ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Συμπληρώθηκαν δεκαεννιὰ μέρες ποὺ ὑπέμειναν τὴν μεγάλη ἄθληση οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καὶ βρίσκονταν στὴν φυλακή, τρεφόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Κατὰ την εἰκοστὴ μέρα, ὁ ἀνθύπατος Πρίσκος, ὕστερα ἀπὸ σύσκεψη μὲ τὸν ἀσεβέστατο Ἀπηλιανό, ὁ ὁποῖος εἶχε ὅμοια μὲ τὸ ὄνομα[9] καὶ τὴν προαίρεση, προχώρησε σὲ ἐπανεξέταση τῶν Ἁγίων.

Κάθησε στὸ βῆμα καὶ διέταξε νὰ τοὺς φέρουν ἐμπρός του. Εἶχαν λοιπὸν ἐκεῖνοι οἱ γενναῖοι στὴν μέση σὰν λαμπάδα τὴν Ἁγία Εὐφημία. Καὶ τοὺς ἀνάκρινε ὁ ἀνθύπατος, λέγοντας: Πεῖτέ μου νεαροί, ἄν, ἀφοῦ δοκιμάσατε τοὺς βασανισμούς, μεταστραφήκατε, ὥστε νὰ θυσιάσετε στὸν θεὸ Ἄρη.

Ε) Ἐκεῖνοι πάλι, σὰν μὲ ἕνα στόμα, μὲ μιὰ φωνή, μαζὶ μὲ τὴν Ἀθληφόρο Εὐφημία, ἀποκρίθηκαν: Μέχρι πότε ἀνθύπατε θὰ ταλαιπωρεῖσαι καὶ δὲν θὰ ἐπιστρέφεις ἀπὸ τὴν πλάνη ποὺ σὲ κατέχει, καὶ δὲν θὰ γνωρίζεις τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος σὲ ἔπλασε;

Τότε ὁ Πρίσκος, διατάζει τοὺς ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου: Μαστιγώστε τους μὲ ὠμὰ βούνευρα καὶ λέγετε· θυσιάστε στὸν θεὸ Ἄρη. Καὶ ἔκαναν οἱ ὑπηρέτες αὐτὰ ποὺ τοὺς παραγγέλθηκαν. Ἐνῶ ὅμως ἐκεῖνοι μαστιγώνονταν στὸ πρόσωπο, ἡ ὄψη τους γινόταν ἀκόμα πιὸ λαμπρή. Ἀπέκαμαν πιὰ οἱ ὑπηρέτες νὰ χτυποῦν καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί.

Τότε ὁ Ἀπηλιανός, λέει στον ἀνθύπατο: Μετὰ τὴν τιμωρία τους, παράπεμψέ τους στὸν βασιλιά. Ἡ πρόταση αὐτὴ ἄρεσε στὸν ἀνθύπατο καὶ σὲ ὅλη τὴν συνοδεία του.

Διέταξε λοιπόν, νὰ τοὺς ῥίξουν στὴν φυλακή, μέχρι νὰ τοὺς παραπέμψει στὸν βασιλιά. Ἥταν ὅλοι σαρανταεννιὰ τὸν ἀριθμό, ὥστε ἦταν πεντηκοστὴ ἡ Ἁγία Εὐφημία.

ΣΤ) Ἐνῶ τοὺς ἔπαιρναν στὴν φυλακή, ἦρθε ὁ Πρίσκος σὰν ἄγριος δρομέας, ἅρπαγας καὶ ληστής, σὰν λύκος σὲ κοπάδι, καὶ ἅρπαξε τὴν γενναία Εὐφημία μόνη, μὲ τὴν ἰδέα πὼς βρίσκει ἀσθενικὸ σκεῦος, ὅπως ἦταν ὁ ἴδιος ἀδύναμος.

Ἐκείνη ὅμως ἡ φιλόχριστη γέμισε χαρά, καὶ ἀτενίζοντας τὸν οὐρανό, λέει: Βοήθα με Χριστέ, ἡ ἐλπίδα μου Ἰησοῦ, ἡ ὑπομονή μου, ὁ σωτήρας μου καὶ ἡ ὑπόστασή μου, μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ χαθῶ Κύριε. Ὁ Πρίσκος, σὰν τὰ ἄκουσε αὐτά, τῆς λέει: Τίμησε τὸν ἑαυτό σου καὶ μὴν χάσεις τὴν σύνεση τοῦ γένους σου.

Ἀλλά, ἄν ἀκόμα, σὰν γυναίκα σὲ διέφθειραν τὰ λόγια, ἄλλαξε καὶ θυσίασε στὸν θεὸ Ἄρη.

Ἡ γενναία ὅμως Ἀθληφόρος ἀπαντᾶ: Δὲν ἀτονεῖ ἡ γενναιότητα τῆς ἄθλησης ἀπὸ τὴν φύση τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια τῆς γυναικείας φύσης γίνεται ἀνάλογη πρὸς τὴν δύναμη τοῦ πνεύματος, ἔτσι ποὺ νὰ ἀποβεῖ τέλειο τὸ φρόνημα.

Ὥστε, στέκομαι ἐμπρός σου, σὰν γυναίκα μὲν στὸ σῶμα, ἀλλὰ σὰν ἄνδρας στὸ φρόνημα, ἕτοιμη νὰ κερδίσω τὴν ὑπόσχεση τῶν πατέρων μου.

Τότε ὁ ἀνθύπατος, σὰν τ’ ἄκουσε αὐτά, ἐξοργίστηκε ποὺ νικιέται ἀπὸ γυναίκα. Διέταξε νὰ κατασκευαστεῖ τιμωρητικὸ ὄργανο μὲ τροχό, καὶ νὰ τὴν βάλλουν σὲ αὐτόν, ὥστε νὰ πεθάνει γρήγορα ἀπὸ τὸ τέντωμα καὶ τὴν συντριβὴ τῶν μελῶν της.

Ζ) Ὅταν δέθηκε ἐκείνη στὸν τροχό, σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ εἶπε: Ὤ ἀνομία! Πόσο αἷμα ἔχυσε ὁ ἐχθρὸς γιὰ νὰ ἡγεμονεύει ὁ ὑπηρέτης του Πρίσκος καὶ νὰ σοφίζεται διαβολικὰ τεχνάσματα, ἐκτελώντας τὰ μυστήρια τοῦ πατέρα του τοῦ σατανᾶ[10].

Ἐχθρὲ καὶ δόλιε κακούργε, δὲν ἀγγίζουν τὴν ψυχή μου τὰ ὄργανα ποὺ ἐπινοεῖς, ἐπειδὴ ἔχω τὸν Χριστὸ ποὺ μὲ βοηθᾶ. Καὶ ἐλπίζω, μὲ μεγαλύτερους καὶ γενναιότερους πόνους, νὰ παραστήσω σὲ ὅλους τὴν ὑπομονὴ τῆς ἄθλησής μου.

Ὅσο ἔλεγε αὐτὴ αὐτά, ἔστρεφαν οἱ ὑπηρέτες τὸν τροχό. Καὶ ὅσο ἔσπαζε κάθε ἕνα μέλος τοῦ σώματός της, θερμαινόταν τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς της καὶ εὐλογώντας τὸν Θεό, ἔλεγε: Ἡ χάρη Σου Κύριε, καὶ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειάς Σου ἄς εἶναι μαζί μου.

Σύ, τὸ ἄσβεστο φῶς τὸ ὁποῖο κατέχει τὸ θρόνο τῆς ἀληθείας· Σύ, ποὺ δὲν παραβλέπεις αὐτοὺς ποὺ Σὲ ἐπικαλοῦνται εἰλικρινά, ὁ Σωτήρας μου, ἐπίβλεψε σὲ μένα, τὴν ταπεινὴ καὶ ἀθλία δούλη Σου.

Καὶ ἅρπαξε με ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄνοσιο χάος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσεβέστατο διάβολο καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ μισόκαλου Πρίσκου.

Ἐνῶ δὲ ἔλεγε αὐτά, ἀμέσως κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς Ἄγγελος, καὶ ἔκανε κομμάτια τὸ ὄργανο τοῦ τροχοῦ καὶ παρέλυσε τοὺς ὑπηρέτες, ὥστε ἀλλοιώθηκε ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου τους, ἐνῶ ἡ Ἀθληφόρος ἦταν ἀνέπαφη, ἔτσι ποὺ νὰ τὴν βλέπουν ὅλοι μὲ χαρούμενο πρόσωπο.

Η) Εἶπε τότε ὁ ἀνθύπατος: Ὁρκίζομαι στὴν τύχη τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τὴν εὐμένεια τῶν θεῶν, ἐὰν δὲν θυσιάσεις στὸν θεὸ Ἄρη, θὰ σὲ ἀφανίσω μὲ τὴν φωτιά. Καὶ καθόλου δὲν θὰ σὲ βοηθήσει ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον νομίζεις ὅτι πρέπει νὰ σέβεσαι.

Καὶ τοῦ ἀπάντησε ἡ Ἀθληφόρος: Μὲ ἀπειλεῖς μὲ τὴν φωτιά, ἡ ὁποία γιὰ λίγο φαίνεται καὶ ἀμέσως σβήνει;

Ἀλλὰ δὲν εἶμαι τόσο ἄνανδρη ὥστε νὰ φοβηθῶ τὴν ἀπειλή σου. Ὁρκίζομαι στοὺς ἱεροὺς ἀγῶνες τῶν εὐσεβῶν ποὺ βρίσκονται στὴν φυλακή, πὼς δὲν θὰ δειλιάσω ἐφόσον ἔχω τὸν Χριστό, ποὺ μὲ βοηθᾶ, ἀλλὰ θὰ καταπατήσω τὴν τυραννική σου ἐξουσία.

Κατάπληκτος ὁ ἀνθύπατος, διέταξε νὰ καεῖ κάμινος τόσο ποὺ νὰ φτάσει ἡ φλόγα σαράντα πέντε πήχεις πλάτος, ἄλλοι δὲ ὑπηρέτες, νὰ φέρουν τὴν Ὁσία.

Σὰν ἦρθε ἐκείνη, στάθηκε γεμάτη ὁμορφιὰ καὶ ὑγεία καὶ εἶπε: Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ Θεός, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν[11], τὸν ὁποῖον δοξολογοῦν Ἄγγελοι καὶ προσκυνοῦν Ἀρχάγγελοι.

Σὲ ἐπικαλοῦμαι ἐγὼ ἡ μικρή, καὶ ταπεινή, στάσου στὸ πλευρό μου ὡς ἀγαθός, καὶ σφράγισέ με μὲ τὴν σφραγίδα Σου, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας σπεύδω νὰ κερδίσω τὴν σωτηρία. Δεῖξε στὸν κακόψυχο καὶ ἐχθρό Σου Πρίσκο, ὅτι Σὺ εἶσαι Ἐκεῖνος ποὺ ἔστειλε τὸν Ἄγγελο στοὺς Τρεῖς Παῖδες[12], καὶ διεσκόρπισε τὴν φλόγα καὶ ἔσβησε τὴν ἀπειλὴ τοῦ τυράννου.

Καὶ τώρα, στεῖλε καὶ σὲ μένα τὴν ταπεινή, τὴν βοήθειά Σου, καὶ γλίτωσέ με ἀπὸ τὸ στόμα αὐτοῦ τοῦ λιονταριοῦ, καὶ ἀπὸ τοῦ κυνηγοῦ τὸ δόκανο καὶ ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀνθυπάτου. Διότι τὸ ὄνομά Σου εἶναι ἔνδοξο καὶ φοβερό.

Θ) Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἡ Ἁγία, διέταξε ὁ ἀνθύπατος τοὺς ὑπηρέτες νὰ τὴν δέσουν καὶ νὰ τὴν ῥίξουν στὴν φωτιά. Ἐκεῖνοι τὴν ἔδεσαν καὶ τὴν κρατοῦσαν.

Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες κρατώντας τὸ ξίφος του, παρουσιάστηκε στὸν ἀνθύπατο καὶ τοῦ λέει: Δῶσε ἐντολὴ νὰ χρησιμοποιήσω τὸ ξίφος στὸν ἑαυτό μου, γιατὶ μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλω χέρι πάνω σὲ αὐτὴν τὴν Ὁσία. Ἐπειδὴ βλέπω ἐμπρὸς στὰ μάτια μου, λαμπροφορεμένο στρατό, νὰ τὴν περιμένει.

Καὶ ὁ Οὐΐκτωρ ὁ ὑπηρέτης, ἔχοντας καὶ αὐτὸς ἀνοικτὸ τὸν νοῦν του στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς μακαρίας καὶ λέει: Σὲ παρακαλῶ ἀνθύπατε, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση αὐτή. Γιατὶ μοῦ εἶναι βαρὺ νὰ ἁπλώσω τὸ χέρι κατὰ πάνω της.

Ἐπειδὴ βλέπω ἐμπρὸς στὰ μάτια μου, πάνω στὸ χεῖλος τῆς καμίνου νὰ στέκονται ἄντρες ποὺ διασκορπίζουν τὴν φωτιά, καὶ περιμένουν νὰ φυλάξουν τὴν Ἁγία ἀνέπαφη.

Ὁ ἀνθύπατος τότε, διέταξε νὰ τοὺς φυλακίσουν καὶ νὰ βάλουν στὴν θέση τους ἄλλους ὑπηρέτες.

Ι) Ἔπειτα, ἦρθαν κάποιοι, Καῖσαρ καὶ Βάρβαρος ὀνόματι, ἔπιασαν τὴν Μάρτυρα καὶ τὴν ἔῤῥιξαν στὴν φωτιά. Ἀμέσως τὴν δέχτηκαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, οἱ λαμπροφόροι Ἄγγελοι τῆς εἰρήνης καὶ διεσκόρπισαν τὴν φλόγα τῆς φωτιᾶς.

Ἐνῶ δὲ ἡ φλόγα κατέφαγε τὸν Καίσαρα καὶ τὸν Βάρβαρο, ἡ Ἁγία στεκόταν στὴν μέση τῆς καμίνου σὰν σὲ παλάτι, καὶ ἔβλεπε τὸν Βασιλέα τῆς δόξης[13].

Κι ἀφοῦ ἅπλωσε τὰ χέρια, εἶπε: Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, Σὺ ποὺ μὲ τὴν θεία ἀμνησικακία Σου δὲν παρέβλεψες τὴν δούλη Σου, Σὺ ποὺ ἅπλωσες παντοῦ τὴν ἀλήθεια, Σὺ ποὺ ἀπέστειλες τὰ ῥυάκια τῆς εὐσεβείας καὶ ἀποδίωξες τὴν καταιγίδα τῆς ἀνομίας,

Σὺ ποὺ ἔκανες νὰ ἀνθίσει σὲ μένα ἡ δικαιοσύνη Σου, Σὺ ποὺ μὲ τὴν σύνεση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδιωξες μακριὰ τὰ σκοτάδια, Σὺ ποὺ χαριτώνεις ὅσους ἐλπίζουν σὲ Σένα ὥστε νὰ βλέπουν καθαρὰ τὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, καταξίωσέ με νὰ βρεθῶ μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται ἀληθινὰ νὰ τρέχουν στὸν δικό Σου δρόμο, ἀφοῦ ἀθλήσω ἐνώπιόν Σου ἐπάξια.

Αὐτὰ εἶπε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ καμίνι ἀβλαβής, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τοὺς ὑπηρέτες στὸν Βασιλιὰ τῶν αἰώνων Χριστό.

ΙΑ) Τὴν ἔβαλε λοιπὸν στὴν φυλακὴ ὁ ἀνθύπατος λέγοντας: Ἄς εἶναι μέχρι αὔριο στὰ δεσμά, γιὰ νὰ σκεφτῶ πῶς θὰ τὴν θανατώσω. Ἐκείνη ἀποχώρησε δοξάζοντας τὸν Θεό.

Χαιρόνταν δὲ καὶ οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἄθληση τῆς μακαρίας καὶ ἔλεγαν: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀξίωσε τὴν δούλη Σου νὰ θυσιαστεῖ σὰν σφάγιο, καὶ νὰ συγκαταριθμηθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς πατέρες ποὺ μὲ πόθο ὁμολόγησαν τὴν θεότητά Σου.

Κάθισε καὶ πάλι ὁ ἀνθύπατος στὸ βῆμα καὶ διέταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸν Σωσθένη καὶ τὸν Οὐΐκτωρα, καὶ τοὺς διέταξε νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς. Ἐκεῖνοι ὅμως τοῦ ἀπάντησαν. Ἐμεῖς ἀνθύπατε, ἀφοῦ πλανηθήκαμε στὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ ἐχθρὸ τὸν ὁποῖον ἐσὺ λατρεύεις καὶ ὑπήρξαμε δοῦλοί του κάποιους χρόνους.

Τώρα ὅμως, πιστεύουμε σὲ Αὐτὸν ποὺ φωτίζει τὰ σκοτάδια μας καὶ πὼς μὲ τὴν μεσιτεία τῆς Ἀθληφόρου Εὐφημίας ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἐξαλείψει τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ νὰ ντροπιάσει τὸν ἐχθρὸν τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ μᾶς πολιτογραφήσει στὸ βιβλίο τῶν Ἁγίων.

Κάνε λοιπὸν γρήγορα τὸ θέλημα τοῦ πατρός σου τοῦ σατανᾶ καὶ βασάνισέ μας, μιᾶς καὶ δὲν πειθαρχοῦμε στὴν δική σου ἀνοησία, οὔτε στὴν διακήρυξη τοῦ βασιλιᾶ, οὔτε στὸν ἀκάθαρτο καὶ ψευδώνυμο θεό σου.

ΙΒ) Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος, διέταξε νὰ ὀργανωθεῖ θηριομαχία καὶ νὰ μεταφερθοῦν ἀρκοῦδες, γιὰ νὰ παλέψουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ θηρία. Τοὺς ἔῤῥιξαν λοιπὸν μέσα μαζὶ καὶ τοὺς δύο καὶ αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται ἔτσι: Κύριε Παντοκράτωρ, ὁ σεμνὸς καὶ καθαρός· Σύ, ποὺ μὲ τὴν σοφία Σου ἔδωσες ὑπόσταση στὰ πάντα· Σύ, ποὺ δημιούργησες τὸ κῦτος της θάλασσας, ποὺ στήριξες τὴν γῆ καὶ διεχώρισες τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς· Σύ, ποὺ θανάτωσες τὸν δράκοντα καὶ κατάργησες τὶς ὠδίνες τοῦ θανάτου, ἐλευθέρωσέ μας ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἅρπαγα καὶ γλίτωσέ μας ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τοῦ ἀνθρωποκτόνου, καὶ δῶσέ μας εἰρηνικά, ἄσπιλοι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, νὰ κληρονομήσουμε τὸ ὄνομά Σου τὸ ἅγιο.

Καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: Ἄκουσα τὴν δέησή σας. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐμπιστεύτηκαν τοὺς ἑαυτούς τους στὸν Θεό, παρέδωσαν καθαρὲς τὶς ψυχές του κατὰ τὴν πάλη μὲ τὰ θηρία.

Ὅταν τὸ εἶδε ὁ ἀνθύπατος, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ βῆμα καὶ μπῆκε στὸ πραιτώριό του. Τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, τὰ σήκωσαν καὶ τὰ πῆραν οἱ χριστιανοί, καὶ ἀφοῦ τὰ εὐτρέπισαν, τὰ ἔθαψαν σὲ ἱερὸ τόπο[14].

ΙΓ) Ὅταν ξημέρωσε, ἦρθε ὁ ἀνθύπατος νὰ ἀκούσει την μακαρία. Ἐκείνη βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, καὶ πήγαινε ὡς καλὴ δάμαλις Χριστοῦ, ψάλλοντας μὲ θαυμαστὴ φωνή, καὶ λέγοντας: Ἄσομαί Σοι Κύριε ᾄσμα καινόν, ἐπὶ τῆς γῆς ταύτης.

Δοξάσω Σε Κύριε ἐν ἰσχύϊ μου, ψαλῶ Σοι ἐν ἔθνεσιν καὶ τὸ ὄνομά Σου κληρονομήσω[15]. Ψάλλοντας λοιπόν, καὶ δοξάζοντας καὶ ὑμνώντας τὸν Θεό, ἦρθε καὶ στάθηκε ἐμπρὸς στὸ βῆμα. Καὶ τῆς εἶπε ὁ ἀνθύπατος: Μέχρι πότε θὰ παραλογίζεσαι καὶ θὰ καταστρέφεις τὸν ἑαυτό σου;

Διότι, ὁ μεγάλος θεός, στὸν ὁποῖο καὶ ὁ αὐτοκράτορας θυσιάζει, θὰ σὲ σπλαγχνιστεῖ ἄν τὸν προσκυνήσεις. Πειθάρχησε λοιπόν, καὶ θυσίασε. Παραμένοντας στὴν ζωή, θὰ ἀξιωθεῖς νὰ γίνεις μητέρα.

Ἐκείνη γέλασε καὶ εἶπε: Ἀλήθεια, θὰ μὲ ποῦν ἄμυαλη καὶ ἀσύνετη, ἄν τοὺς ἀφανεῖς καὶ σκοτισμένους, αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν φύση τους θεοί, τοὺς παρουσιάσω ὡς θεούς, καὶ πειστῶ σὲ ἄλαλα καὶ κωφὰ δαιμόνια.

Ἄνομε καὶ ἄστατε καὶ ἀπομακρυσμένε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, σὺ ποὺ εἶσαι πιασμένος γερὰ στὴν παγίδα τοῦ διαβόλου, σπεύδεις, ὄντας ὁ ἴδιος κληρονόμος τοῦ ταρτάρου και τῆς ἀβύσσου καὶ τῆς αἰώνιας φωτιᾶς, νὰ τραβήξεις σὲ αὐτὴν καὶ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέσα στὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ἐγὼ ἔχω στήριγμα τὸν Χριστό, καὶ πιστεύω ὅτι μὲ ἐνισχύει ἀδιάλειπτα.

Διατάζει πάλι ὁ ἀνθύπατος νὰ μετεφερθοῦν τέσσερις πέτρες και νὰ τοποθετηθοῦν στὶς γωνίες τους μάγγανα τιμωρητικά, νὰ ῥιχθεῖ δὲ μέσα ἡ Ἁγία, γιὰ νὰ κομματιάσουν τὶς σάρκες της οἱ πέτρες ποὺ θὰ ἀνοιγόκλειναν. Κατασκευάστηκε λοιπόν, τὸ τιμωρητικὸ ὄργανο. Διατάζει τότε νὰ μπεῖ ἐκείνη δεμένη.

Μπῆκε ἡ ἀμνάδα τοῦ Χριστοῦ, καὶ κλίνοντας τὰ γόνατα κάτω ἀπὸ τὶς πέτρες παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸν Θεό, λέγοντας: Σὲ παρακαλῶ Κύριε ὁ Θεός μου, σὲ Σένα κλίνω γόνυ καρδίας, ἐμπρός Σου συντρίβω τὸν ἑαυτό μου, τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν Σου χύνω, ἑτοιμάζω τὰ νῶτά μου γιὰ μαστίγωση καὶ δὲν ἀποστρέφω τὸ πρόσωπό μου γιὰ νὰ ἀποφύγω τοὺς ἐμπτυσμούς[16]. Τὸ ὄνομά Σου ἐπικαλοῦμαι, ζητῶ μὲ λαχτάρα, τὸν φόβο Σου.

Κάμε ἔλεος στὴν δούλη Σου καὶ μὴ ἐπιτρέψης σὲ αὐτόν, ποὺ ἔστησε μὲ πανουργία ἐναντίον μου φοβερὰ κατασκευάσματα, νὰ μοῦ ἐμποδίσει τὸν νοῦ, ἀλλὰ φύλαξέ με καὶ καθάρισέ με ἀπὸ κάθε ἀκάθαρτη κηλίδα.

Ἄς κάνει καὶ σὲ μένα ἡ θεότητά Σου θαῦμα, ὥστε νὰ μὴν μὲ ἀγγίζει αὐτὸ τὸ ψεύτικο καὶ ἀνίσχυρο μηχάνημα, ἀλλὰ διάσωσέ με, ὥστε νὰ φανῶ καλόηχο κύμβαλο[17], γιὰ νὰ δοξαστεῖ τὸ ὄνομά Σου στοὺς αἰῶνες. Αὐτὰ ἔλεγε γονατισμένη.

Οἱ ὑπηρέτες στὸ μεταξύ, κοπίαζαν σύροντας μὲ τὰ μηχανήματα τὶς πέτρες. Καθὼς ὅμως αὐτοὶ τραβοῦσαν, συντρίφτηκαν οἱ πέτρες και ἔγιναν σκόνη, ἐνῶ αὐτὴ στάθηκε σὰν ἄμωμη ἀμνάδα ἐμπρὸς στὸν Θεό, καὶ φαινόταν στὸν ἀνθύπατο καὶ στὴν συνοδεία του ἀκέραιη στὸ σῶμα.

Διατάζει ἐκεῖνος πάλι νὰ ἀνοιχτεῖ λάκκος, νὰ περιτειχιστεῖ, νὰ ἀφήσουν νὰ χυθεῖ πολὺ νερὸ μέσα σὲ αὐτόν, νὰ βάλουν σαρκοφάγα ψάρια καὶ νὰ ῥίξουν τότε μέσα τὴν Ἁγία Εὐφημία, γιὰ νὰ ὁρμήσουν τὰ θηρία νὰ τὴν κατασπαράξουν.

Αὐτή, σὰν εἶδε ὅτι εἶχε κατασκευαστεῖ τὸ ἔργο, πρὶν ἀκόμα δώσει ὁ ἀνθύπατος τὴν διαταγή, ἔτρεξε καὶ στάθηκε μέσα στὸ περιτείχισμα, λέγοντας στὸν ἄρχοντα: Ἀνόσιε καὶ γεμάτε μὲ κάθε ῥαδιουργία[18] διάκονε τοῦ σατανᾶ Πρίσκε, δίκαια σοῦ δόθηκε τὸ ὄνομά σου[19], γιατὶ οὐράνια πριόνια σοῦ ἑτοιμάζονται, γιὰ νὰ σὲ ὑποδεχτοῦν καὶ νὰ σὲ περιλάβουν, ἐπειδὴ παρόργισες τὸν Θεό[20], τὸν χορηγὸ τῆς ζωῆς, καὶ ἐξευτέλισες τοὺς ἀληθινοὺς καὶ σεμνοὺς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ σὰν εἶπε αὐτά, ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν ἑαυτό της, φώναξε τὸν Κύριό της λέγοντας: Χριστέ, τὸ φῶς μου, ἔλα μαζί μου στὸν λάκκο, ὅπως μπῆκες μαζὶ μὲ τὸν Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λιονταριῶν, καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωνᾶ μέσα στὸ κῆτος τῆς θάλασσας.

Καὶ ῥίχτηκε μόνη της ἡ Ἁγία μέσα στὸ νερό. Ἦρθαν τότε κοντά της ὅλα τὰ θηρία καὶ τὴν κράτησαν πάνω στὰ νερά, ὅπως ἀκριβῶς ἡ τροφός, κρατάει τὸ δικό της παιδί, ὑποταγμένα στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν εἶδε λοιπὸν ὁ ἀνθύπατος ὅτι μεγάλα θαύματα γίνονται, λέει στὸν Ἀπηλιανό: Τί εἶναι αὐτά; Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ τὴν βοηθᾶ; Καὶ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος στὸν ἀνθύπατο: Εἶναι κυριευμένη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων[21] καὶ κάνει μαγεῖες σὲ ὅλα. Ὁ ἀνθύπατος τοῦ ἀπαντᾶ: Καὶ πῶς δὲν τὴν ἀποκρούουν οἱ θεοί μας; Λέει ὁ Ἀπηλιανός: Ἀπὸ τὴν εὐμενή τους διάθεση.

ΙΔ) Καὶ προτείνει νὰ τοποθετηθοῦν κρυφά, κάτω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, μυτερὲς πέτρες καὶ ξίφη καὶ νὰ σκεπαστοῦν μὲ λίγο χῶμα· νὰ ἔρθει ἡ Ἁγία καθὼς θὰ τὴν σπρώχνουν τρέχοντας σὲ αὐτὸ τὸν τόπο, ὁπότε, σὰν πέσει θὰ πεθάνει, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἀγριογούρουνο, χωρὶς νὰ ἀντιληφθεῖ τὶ τῆς συνέβη. Παραγγέλλει λοιπὸν ὁ ἀνθύπατος, νὰ κατασκευαστεῖ αὐτὴ ἡ παγίδα.

Μόλις ἔγινε, ἦρθε ἡ Ἁγία ὅμορφη καὶ μὲ πρόσωπο ποὺ ἔλαμπε. Αὐτὴ ποὺ ἔπαθε τόσα ὡς τώρα χωρὶς καθόλου νὰ ὑποκύψει, καθὼς την ἔσπρωχναν οἱ συνοδοὶ στρατιῶτες, ἁρπάχτηκε ἀπὸ Ἀγγέλους καὶ πέρασε πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο. Ἔπεσαν οἱ συνοδοὶ ὅμως μέσα στὴν κατασκευασμένη παγίδα καὶ σκοτώθηκαν

Ἄνοιξε τότε πάλι ἡ Ἁγία τὸ στόμα της καὶ εἶπε: Θεέ μου, Σὺ εἶσαι ὁ καρδιογνώστης, ποὺ κατέχεις τὰ μυστήρια τῆς εὐσέβειας καὶ δωρίζεις τοὺς ἄσυλους θησαυρούς, ὁ Ποιητὴς τῶν Οὐρανῶν· Σύ, ποὺ ἅπλωσες τὴν γῆ καὶ τὴν στερέωσες· Σύ, ποὺ ἀνέτειλες τὸ φῶς· Σύ, ποὺ εὐδόκησες νὰ στείλεις τὸν Μονογενῆ Υἱό Σου ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ καταργήσει τὶς ὠδίνες τοῦ θανάτου[22] καὶ νὰ ἀλυσοδέσει τὸν ἄρχοντα τῆς ἀλαζονείας· Σύ, ποὺ παραστέκεσαι στοὺς δικούς Σου στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ὁλόψυχα γιὰ τὸ ὄνομά Σου, καὶ τοὺς ὁπλίζεις μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστης· Σύ, ποὺ ἔγινες σὲ ὅλα βοηθός μου, σῶσε τὴν ψυχή μου μὲ τὶς εὐχὲς τῶν Ἁγίων Σου ποὺ βρίσκονται στὴν φυλακή, καὶ ἀγωνίζονται αὐτὸν τὸν ἀγῶνα γιὰ Σένα. Φύλαξέ με τὴν δούλη Σου καὶ στήριξέ με, γιὰ νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμά Σου, ἐπειδὴ Σὺ εἶσαι ἀμνησίκακος, καὶ σώζεις σὲ ὥρα θλίψεως[23].

ΙΕ) Ὅταν τὴν εἶδε ὁ ἀνθύπατος, διέταξε νὰ τὴν φέρουν ἐμπρὸς στὸ βῆμα καὶ τῆς λέει: Δὲν γνωρίζεις Εὐφημία, ὅτι μόλο ποὺ εἶσαι ἀπὸ γενιὰ ἐκλεκτὴ καὶ πρώτη, ἀπατήθηκες καὶ ἔμεινες μέσα στὴν πλάνη καὶ μοῦ ἀντιστάθηκες σὰν λόγια καὶ σοφὴ γυναίκα, ἐνῶ ἐγὼ ἔμεινα ὅσο μποροῦσα πιστὸς στὸν αὐτοκράτορα;

Ὅμως πειθάρχησε σὲ μένα καὶ συγχωρώντας τοὺς ἐξευτελισμοὺς ποὺ σοῦ ἔκανα, θυσίασε στὸν θεὸ Ἄρη, γιὰ νὰ μὴν ντροπιάσεις τὴν γενιά σου.

Ἐκείνη ὅμως ἔχοντας στέρεη τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἀπαντᾶ στὸν τύραννο: Γιατί τὸ πρόσωπό σου εἶναι γεμάτο ἀπὸ δολιότητα καὶ πικρία[24]; Ὤ παγίδα στημένη ἁρμονικὰ μὲ λόγια, ὤ θηρίο ποὺ μεταμφιέστηκες μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ προβάτου[25], ἐνῶ κάνεις κυνήγι σὰν ἄγριο ἁρπακτικό, ὤ λόγια πικρότερα ἀπὸ τὸ ἀψίνθι!

Δὲν θὰ γίνω τόσο ἄμυαλη ὥστε νὰ ἀφήσω τὸν θησαυρὸ τῆς ζωῆς καὶ νὰ μολυνθῶ μὲ τὴν γνώση τοῦ διαβόλου. Μὴν λοιπὸν ξεγελιέσαι ἀνθύπατε, ἐλπίζοντας πὼς θὰ μὲ πείσεις νὰ θυσιάσω σὲ ἀκάθαρτους δαίμονες, οὔτε θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ τοὺς ὀνομάσω θεούς.

Γιατί, πῶς εἶναι θεοί, αὐτοὶ ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξαν; Καὶ πῶς μένεις ἀναίσθητος καὶ ἀφήνοντας τὸν ζῶντα Θεό, νὰ τὸν ἐξομοιώνεις μὲ τὸν ἀκίνητο, και κάνεις θυσίες σὲ αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν ἔζησε; Διότι, ὁδηγεῖς γιὰ θυσία ἀπὸ τὴν ἀγέλη ταῦρο, ὁ ὁποῖος βγάζει τόσο δυνατοὺς μυκηθμούς, καὶ τὸν θυσιάζεις στὸν διάβολο.

Εἶσαι ἀνόητος νὰ θυσιάζεις τὸ ζωντανό, στὸν ὅμοιο μὲ σένα ἀναίσθητο. Δὲν πείθομαι ἑπομένως στὰ πικρά σου λόγια. Κάνε γρήγορα λοιπόν, καὶ πράξε ὅ,τι θέλεις.

Γιατί, ζητῶ μὲ αὐτὰ ποὺ σοφίζεσαι νὰ μπῶ στὸ αἰώνιο στάδιο, ὅπου βρίσκεται ὁ Πατήρ, ὅπου ὁ χορὸς τῶν Ἀγγέλων, ὅπου ὁ τέλειος ἀγωνοθέτης Ἰησοῦς Χριστός, στεφανώνει αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ Αὐτόν, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἐνισχύει αὐτοὺς ποὺ ὑπομένουν.

ΙΣΤ) Θύμωσε τότε ὁ ἀνθύπατος καὶ διέταξε νὰ τὴν ῥαβδίσουν. Καὶ τῆς λέει: Θυσιάσε στοὺς θεούς. Ἀλλὰ ἐκείνη, ὅσο τὴν ῥάβδιζαν, ἔλεγε: Δὲν μὲ ἀγγίζουν τὰ ῥαβδιά σου.

Τραυματίστηκες παράνομε, εἶσαι χαμένος, δὲν ἔχεις ὑπόσταση, τυφλώθηκες ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ σατανᾶ ποὺ σὲ περιβάλλει. Νικήθηκε ἡ ἐξουσία σου, γιατὶ καλύφθηκε ἀπὸ τὴν ἀνομία τοῦ διαβόλου.

Ἐξοργισμένος ὁ Ἀπηλιανός, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν ἀνθύπατο, διέταξε νὰ τοποθετηθοῦν κοφτερὰ πριόνια καὶ τηγάνια καὶ μὲ σύστημα μηχανικό, ἀφοῦ τεμαχιστοῦν ἀπὸ τὰ πριόνια τὰ μέλη της, νὰ ῥίχνονται μέσα στὰ τηγάνια, γιὰ νὰ καοῦν καὶ νὰ γίνουν στάχτη.

Ἔγινε πράγματι τὸ ὄργανο σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή. Καὶ σὰν ἦρθε ἡ Ἁγία Εὐφημία, ῥίχτηκε πάνω στὰ πριόνια. Ἀλλὰ ἐκείνα ἀμέσως γύρισαν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, καὶ τὰ τηγάνια σβήστηκαν, καὶ τίποτε δὲν τὴν ἄγγιξε. Γιατὶ ἦταν Ἄγγελοι μαζί της.

Μιὰ καὶ εἶδαν καὶ ὁ ἀνθύπατος καὶ ὁ Ἀπηλιανός, ὅτι ἡ Ἀθλήτρια τοῦ Χριστοῦ νικᾶ μὲ τὴν ὑπομονή, ἔκαναν συμβούλιο μὲ σκοπὸ νὰ τὴν θανατώσουν. Μετὰ λοιπὸν τὴν σύσκεψη, ὀργανώνουν θηριομαχία, καὶ βάζουν τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ στάδιο.

ΙΖ) Στάθηκε τότε ἡ Ἁγία στὴν μέση τοῦ σταδίου καὶ εἶπε: Ἐγγὺς εἶ Κύριε πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις Σε[26]. Δέξου τὴν ψυχήν μου. Ὅπως δέχτηκες εὐνοϊκὰ τὴν θυσία τοῦ προπάτορά μας Ἀβραάμ, ὅμοια δέξου καὶ το ταπεινὸ πνεῦμά μου.

Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ καὶ σφράγισε τὸν ἑαυτό της, ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Βγῆκαν δὲ τέσσερα λιοντάρια καὶ δύο ἀρκοῦδες· καὶ τὰ λιοντάρια πήδησαν ἐμπρός της καὶ καταφίλησαν τὰ πόδια της, ὅπως καὶ οἱ ἀρκοῦδες.

Γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ὅμως τὸ μαρτύριό της, μιὰ ἀρκούδα ἔτρεξε καὶ τὴν δάγκωσε, χωρὶς νὰ τὴν πληγώσει καθόλου. Ἀκούστηκε τότε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: Πορεύου ἐπάνω Εὐφημία, καὶ στάσου στὸν Ἅγιο τόπο καὶ λάβε τὸ βραβεῖό σου· τὸν δρόμον τετέλεκας, τὴν πίστιν τετήρηκας[27].

Μόλις εἰπώθηκαν αὐτά, ἔγινε κρότος μεγάλος, τόσο ποὺ νὰ σειστεῖ ὁ τόπος καὶ νὰ τρομάξουν ὅλοι καὶ ἡ Ἁγία νὰ πεῖ: Ἀντάμειψε Κύριε τὸν μιαρὸ ἀνθύπατο σύμφωνα μὲ τὴν καρδιά του καὶ ἔλα μαζὶ μὲ τὴν δούλη Σου, Θεέ μου. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, παρέδωσε τὸ πνεῦμά της εἰρηνικὰ στὸν Θεό.

ΙΗ) Ἦρθε τότε ἡ μητέρα της Θεοδοσιανή, καὶ ὁ πατέρας της Φιλόφρων καὶ πῆραν τὸ σῶμά της καὶ τὸ ἔθαψαν ἕνα μίλι περίπου ἔξω ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα σὲ καινούριο τάφο.

Ὁ ἀνθύπατος στὸ μεταξύ, τοὺς φυλακισμένους Ἁγίους τοὺς ἔστειλε νὰ δικαστοῦν ἀπὸ τὸν βασιλιά, γιὰ νὰ ἀποφασίσει αὐτὸς ὅ,τι τοῦ ἦταν ἀρεστό. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε πέσει σὲ φοβεροτάτη ἀσθένεια καὶ βασανιζόταν, ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ τοῦς συνόδευαν, νὰ τοὺς ἀφήσουν ἥσυχους στὸν δρόμο.

Τελειώθηκε λοιπὸν ἡ Ἁγία Εὐφημία· εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ εἰς μνημόσυνον αἰώνιον, τὴν δεκάτη ἕκτη μέρα τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου, ἐπὶ Πρίσκου τοῦ ἀνθυπάτου.

Ὅλοι λοιπόν, ὅσοι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἑορτάζουμε τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἄς δοξάσουμε τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε μὲ τὶς εὐχές της νὰ βροῦμε μέρος καὶ κλῆρο μαζί της στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

[1] Τὸ ἀνώνυμο ἀρχαῖο Μαρτύριο, διασώζεται στοὺς Κώδικες: Atheniensis, Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη, Νο 1027, 12ος αί.· Vaticanus Νο 866, 11ος αί.· Hierosolymitanus Sabaiticus, Νο 259, 1089-90. Ἡ ἀπόδοση στὴν νεοελληνική, ὅπως καὶ τοῦ Λόγου τοῦ Κωνσταντίνου Τίου ποὺ ἀκολουθεῖ, στηρίχτηκε στὸ κείμενο ποὺ ἐξέδωσαν οἱ Βολλανδιστές: Euphemie de Chalcedoine, Francois Halkin, Bruxelles, 1965. Σὲ ὁρισμένα ὡστόσο σημεία, προτιμήθηκε ἡ γραφὴ ἄλλη χειρογράφου

[2] Ἡ ἐπαρχία τῆς Εὐρώπης περιλάμβανε μέρος τῆς Θράκης. Ἡ Χαλκηδόνα τῆς Βιθυνίας δὲν ἀνῆκε στὴν ἐπαρχία αὐτή. Τὸ λάθος διορθώνει ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής (10ου αί.): Πρίσκου, περὶ τὴν Ἀσίαν ἀνθυπατεύοντος

[3] Ὁ Διοκλητιανός.
[4] Ἰώβ, Θ΄, 8.
[5] Ῥωμ. ΙΒ΄, 1.
[6] Ματθ. ΚΕ, 21 καὶ 23.

[7] Δὲν ἀναφέρονται ἐδῶ συγκεκριμένοι βάσανοι. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μαρτύρια τοῦ τροχοῦ, τῆς παγίδας μὲ τὰ ξίφη, τῆς μηχανῆς ποὺ τεμαχίζει καὶ τηγανίζει, τῆς πυρᾶς καὶ τῆς θηριομαχίας ποὺ ὑπομένει ἡ Ἁγία στὴν συνέχεια, καθὼς καὶ τοῦ μηχανήματος μὲ τὶς βαρειὲς κινούμενες πέτρες, ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας, ἀναφέρει καὶ τὸ ξεῤῥίζωμα τῶν δοντιῶν.

[8] Ματθ. ΚΕ΄, 4 & 10.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ