Η αγία Δωροθέα ήταν ευγενής νέα, ορφανή, και καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο διοικητής Σαπρίκιος, σταλμένος στην Καισάρεια για να επιβάλει τα διατάγματα του διωγμού που είχε εκδώσει ο Διοκλητιανός, διέταξε να συλληφθεί και την ανέκρινε, δίχως, ωστόσο, να καταφέρει να λυγίσει την αντίστασή της. Αποφάσισε τότε να την παραδώσει σε δύο αδελφές που είχαν μεταστραφεί στην ειδωλολατρία, την Χριστίνα και την Καλλίστη, με σκοπό να την πείσουν να αρνηθεί τον Χριστό. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν αντίθετο από εκείνο που προσδοκούσε, αφού οι επιτιμήσεις της Δωροθέας έκαναν τις δύο αδελφές να επιστρέψουν στην αληθινή πίστη. Ο Σαπρίκιος διέταξε τότε να δέσουν την Χριστίνα και την Καλλίστη πλάτη με πλάτη και να τις κάψουν ζωντανές, εν συνεχείᾳ δε καταδίκασε την Δωροθέα με αποκεφαλισμό. Ακούγοντας την ποινή η αγία μάρτυς αναφώνησε: «Ευχαριστώ σε, Χριστέ, Νυμφίε της ψυχής μου, γιατί με καλείς να εισέλθω στον Παράδεισό Σου»!
Ένας ειδωλολάτρης δικηγόρος, ονόματι Θεόφιλος, που βρισκόταν εκεί, της είπε χλευαστικά: «Δωροθέα, θα μου στείλεις, λοιπόν, καρπούς ή τριαντάφυλλα από τον κήπο του νυμφίου σου»; Η αγία απάντησε: «Βεβαίως, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό»! Φθάνοντας στον τόπο της εκτέλεσης, άγγελος Κυρίου φανερώθηκε αίφνης με την μορφή ενός παιδιού απαράμιλλης ομορφιάς που κρατούσε στο χέρι τρία μεγάλα μήλα και τρία όμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα, γεγονός που προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, μιας και ήταν τότε καταχείμωνο. Με την προτροπή της Δωροθέας τα έφερε στο Θεόφιλο και του είπε: «Ορίστε, αυτά που η Δωροθέα σού υποσχέθηκε. Σου τα στέλνει από τον κήπο του Νυμφίου της». Εμβρόνητος εκείνος που μέχρι τότε είχε την φήμη εχθρού των χριστιανών, άρχισε να ομολογεί μεγαλοφώνως τον Χριστό, προς μεγάλη έκπληξη όλων των συναδέλφων του. Όταν συνελήφθη και ανακρίθηκε, απάντησε στον Σαπρίκιο ότι η μόνη του επιθυμία ήταν πλέον να πεθάνει για να βρει το γρηγορότερο τον Παράδεισο όπου τον περίμενε η Δωροθέα. Άντεξε αγόγγυστα όλα τα βασανιστήρια και με προθυμία προσέφερε τον αυχένα του στο ξίψος του δημίου.