Κάτω από τον Σταυρό, στέκεται η θαυμαστή Μαρία και περιμένει ακλόνητη. Στέκεται στον Γολγοθά και περιμένει με δέος. Βλέπει με προσοχή τι γίνεται. Δύο κρυφοί μαθητές του Κυρίου εμφανίζονται, ο βουλευτής Ιωσήφ και ο Νικόδημος.
Έχουν πάρει άδεια από τον Πιλάτο να θάψουν το Σώμα του Διδασκάλου. Αποκαθηλώνουν το Πανάγιο Σώμα από τον Σταυρό, το τυλίγουν με ευλάβεια και σεβασμό στο λευκό σενδόνι. Το αλείφουν με σμύρνα και αλόη.
Το ενταφιάζουν μέσα στο λαξευμένο καινούργιο μνήμα, σ’ ένα κήπο δίπλα στον Γολγοθά. Και οι Μαθήτριες του Κυρίου «εθεώρουν που τίθεται».
«Και ήδη οψίας γενομένης, επεί ην Παρασκευή, ο έστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού… και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. Η Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται» (Μάρκ. ιε’42-47).
«Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθήμενοι απέναντι του τάφου» (Ματθ. κζ’ 59-61).
Οι δύο Μαθητές, Νικόδημος και Ιωσήφ ενταφίασαν το άγιο Σώμα του Κυρίου, αφού το άλειψαν μόνον με σμύρνα και αλόη. Αρώματα δεν επρόφθασαν να βάλουν, γιατί επλησίαζε ήδη η νύκτα. Μετά τον ενταφιασμό αποχωρούν.
Οι Μαθήτριες όμως δεν φεύγουν από τον Τάφο. Δεν μπορούν να αποχωριστούν τον λατρευτό τους Διδάσκαλο και Σωτήρα, ακόμη και τώρα που Εκείνος είναι νεκρός. Τώρα πιο πολύ επιθυμούν να εκφράσουν την αγάπη τους.
Τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα. Θρήνοι, αναφιλητά, ανακατεμένα με προσευχές, με ψιθύρους, με αναστεναγμούς. Σιγά-σιγά αρχίζει να πέφτη η νύχτα και το σκοτάδι να απλώνεται μέσα στον κήπο. Οι Μαθήτριες πρέπει να φύγουν. Όχι όμως για να κρυφθούν. Οι Απόστολοι κρύφθηκαν «δια τον φόβον των Ιουδαίων».
Αυτές θα επιστρέψουν στον Τάφο, Μυροφόρες, φέρνοντας μύρα και αρώματα ακριβά και πολύτιμα, για να «μυρίσουν» το άχραντο Σώμα δηλ. να το αλείψουν με αρώματα και μύρα. Να προσφέρουν στο Πανάγιο Σώμα Του τις νεκρικές τιμές, το λατρευτικό τους τελευταίο ιερό καθήκον στον Διδάσκαλο.
‘Ετσι η Μαρία η Μαγδαληνή με τις άλλες γυναίκες επιστρέφουν στα Ιεροσόλυμα και αγοράζουν αμέσως τα μύρα από την Παρασκευή το βράδυ, διότι το Σάββατο υπήρχε αργία, σύμφωνα με τον Νόμο.
Το εσπέρας του Σαββάτου, όταν η αργία θα λήξη, θα αγοράσουν κι άλλα αρώματα16. «Κατακολουθήσασαι δε αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτώ εκ της Γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού. Υποστρέψασαι δε ητοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το μεν Σάββατον ησύχασαν κατά την εντολήν» (Λουκ. κγ’, 55-56).
Περιμένουν να περάση η ημέρα του Σαββάτου. Ησυχάζουν την ημέρα της αργίας που επιβάλλει ο Νόμος. Με υπομονή, με σύνεση, με ωριμότητα, καρτερικές και συγκρατημένες. Κι ας συγκλονίζονται οι ψυχές τους από τα πιο δυνατά και ιερά συναισθήματα.
Και η θαυμαστή Μαρία η Μαγδαληνή, με θάρρος, με αυταπάρνηση, άφοβη, το βράδυ του Σαββάτου, ενώ ξημερώνει η Κυριακή, ξεκινά για τον Τάφο του Ιησού μαζί με τις άλλες Μυροφόρες γυναίκες. «Τη δε μια των σαββάτων όρθρου βαθέος ήλθον γυναίκες επί το μνήμα φέρουσαι α ητοίμασαν αρώματα, και τίνες συν αυταίς» (Λουκ. κδ’, 1).
Βρίσκονται οι άγιες και ηρωικές αυτές γυναίκες σ’ ένα ξένο τόπο. Διατρέχουν τόσους κινδύνους. Τίποτε, όμως, δεν τις σταματά στον δρόμο τους. Δεν υπολογίζουν θυσίες, δεν υπολογίζουν την ζωή τους. «Το ασθενέστερον γένος ανδρειότερον εφάνη τότε», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
«Μάθε εξ ημών, πόση είναι η προθυμία της γυναικείας φύσεως εις τα καλά έργα και πόση η των ανδρών.
Των γυναικών την καλήν βουλήν ( = απόφαση) δεν ηδυνήθη να την εμποδίση ούτε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως, ούτε η δυσφημία η οποία ακολουθεί εις όσας περιπατούσι την νύκτα, ούτε ο κοινός φόβος, όστις εκράτει ( = κυρίευσε) τότε όλους τους φίλους του Χριστού, ούτε η έχθρα της συναγωγής, ούτε η μέθη των στρατιωτών, ούτε το αξίωμα του Πιλάτου, ούτε η βαρεία βουλή των αρχιερέων, ούτε ο επικείμενος μέγας λίθος εις το μνήμα.
Πάντα τα δύσκολα έδειξεν η προθυμία των γυναικών εύκολα. Τους κινδύνους εθεώρησεν κέρδος, τας ζημίας αμοιβήν. Όλην την μεγάλην προθυμίαν των ανδρών έσβεσε μία μικρά απειλή παιδίσκης»17.
Ηρωική η αγία Μαρία η Μαγδαληνή, πρωτοπόρος της πίστεως. Ατρόμητη, αποφασιστική σαν μάρτυρας, δοσμένη ολόψυχα στον ιερό σκοπό της. «Αργά την νύκτα της εβδομάδος, ήλθεν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να ιδούν τον τάφον» (Ματθ. κη’, 1).
Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή έχει μία ξεχωριστή θέση μέσα στον όμιλο των Μυροφόρων και Μαθητριών.
Βλέπομε ότι και οι τέσσερις Ευαγγελιστές αναφέρουν αυτήν πρώτη από όλες τις άλλες Μυροφόρες. «Και αφού πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν το βράδυ του Σαββάτου αρώματα για να έλθουν στον Τάφο και να αλείψουν τον Ιησού.
Και πολύ πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, έρχονται στο μνημείο, την ώρα που ο ανατέλλων ήλιος άρχιζε να διαλύη το σκοτάδι» (Μάρκ. ιστ’, 1-2). Ειδικά ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει μόνον γι’ αυτήν στο Ευαγγέλιό του και αυτήν μόνο αναφέρει. Ξεκινάει μόνη της μέσα στη νύχτα.
Ανυπομονεί να φτάση πρώτη στον Τάφο. Ήταν περισσότερο θερμή στην αγάπη της. Η Μαρία «πάνυ γαρ περί τον Διδάσκαλον φιλοστόργως έχουσα…» γράφει ο ιερός Χρυσόστομος18. Καθώς φτάνει, βρίσκει τον Τάφο αδειανό, τον λίθο αποκεκυλισμένο. Και τότε σκέφτεται ότι κάποιοι έκλεψαν το Άγιο Σώμα του Ιησού (Ιω. κ’, 1).
—-
17. «Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων» εκ της «Ευαγγελικής Σάλπιγγος» Μακαρίου του εν Πάτμω.
18. Αγίου Ιωάν. Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Ομιλία ΠΕ’.