Ἡ Ἁγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, γεννήθηκε στην πόλη Τύρο τῆς Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού (200 μ.Χ.). Ο πατέρας και η μητέρα της ήταν ειδωλολάτρες, αλλά τη Χριστίνα έφερε στο χριστιανισμό μια ευσεβής γυναίκα.
Όταν έμαθε αυτό ο πατέρας της, εξοργισμένος την έκλεισε σε εξοχικό πύργο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε να την μεταπείσει στην ειδωλολατρία.
Όμως όλες οι προσπάθειές του προσέκρουαν πάνω στο ασάλευτο τείχος της πίστης της Χριστίνας και έπεφταν στο κενό.
Κατασκεύασε ἀγάλματα τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει σ’ αὐτά. Ἐκείνη ὅμως τὰ ἔκανε ὅλα κομμάτια.
Τότε ο πατέρας της, απελπισμένος, τη βασάνισε και τη φυλάκισε. Στὴν φυλακὴ τὴν ἄφησαν νηστικὴ γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅμως, ἄγγελος Κυρίου τῆς πήγαινε τροφὴ καὶ τῆς θεράπευε ὅλες τις πληγές.
Μετὰ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ, ενώ ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔβγαλε στὴν στεριά. Μόλις ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε διασωθεῖ, ὁ πατέρας της πρόσταξε καὶ τὴν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή. Τὴν νύχτα όμως ποὺ ἀκολούθησε, ὁ πατέρας της πέθανε.
Τὴ θέση του στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ, πῆρε κάποιος ὀνόματι Δίων. Αὐτὸς ὁδήγησε τὴν μάρτυρα στὸ δικαστήριο. Καὶ ἐκεῖ όμως ἡ Ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της. Ὁ Δίων ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν ἀμέσως τὰ βασανιστήρια.
Τη βασάνισαν σκληρά, σχίζοντας τις σάρκες της με μαχαίρια και τροχούς. Όλα όμως τὰ ὑπέμενε μὲ πίστη και καρτερία, με αποτέλεσμα πολλοὶ από τους παρευρισκόμενους να πιστέψουν στὸν Χριστό.
Το Δίωνα διαδέχθηκε ο έπαρχος Ἰουλιανός, που κι αυτός τη βασάνισε, ακόμα χειρότερα.
Την έστειλε στην αρένα όπου διέταξε και την έριξαν μέσα σὲ πυρακτωμένη κάμινο που όμως δεν την έκαψε και σ’ ἕνα κλουβὶ μὲ φίδια δηλητηριώδη, τὰ ὁποία ἀντὶ νὰ τὴν δαγκώσουν τῆς ἔγλυφαν τὰ πόδια μὲ εὐσπλαχνία.
Από όλα η Χριστίνα έμενε άθικτη, θυμίζοντας σε όλους το λόγο του Απ. Παύλου: “οι δια πίστεως … έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας” (δηλαδή, οι Άγιοι, επειδή είχαν μεγάλη πίστη, έφραξαν στόματα λιονταριών, έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τα θανατηφόρα λεπίδια των μαχαιριών).
Βλέποντας και αυτά τα θαύματα, χιλιάδες θεατές πίστεψαν στον Χριστό.
Ο Ἰουλιανός όμως, εξεμάνη ακόμα περισσότερο. Διέταξε και τῆς ἔκοψαν τὴ γλώσσα καὶ τοὺς μαστοὺς, ἀπὸ ὅπου, ἀντὶ γιὰ αἷμα, χύθηκε γάλα.
Ὅλα τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε η Χριστίνα μὲ μοναδική καρτερία καὶ στὸ τέλος, κέρδισε το στεφάνι του μαρτυρίου, περνώντας στὴν αἰώνια ζωή, αφού τη φόνευσαν κτυπώντας την με λόγχες στην καρδιά και τα πλευρά.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος· ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστῖνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Φωτοειδὴς περιστερὰ άνεδείχθης, πτέρυγας ἔχουσα χρυσᾶς, καὶ εἰς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστῖνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, πόθῳ προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σὺ γὰρ ὦ Χριστῖνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.