Η αγία ένδοξος και πανεύφημος Μαρία η Μαγδαληνή υπήρξε η πιστή και αφοσιωμένη Μαθήτρια του Υιού και Λόγου του Θεού, η ακόλουθος της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Διακόνισσα του Κυρίου και των Αποστόλων, η εκλεκτή Μυροφόρος, η Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως, η Ισαπόστολος και κήρυκας της πίστεως.
Σ’ αυτήν δόθηκε η χάρις να δη πρώτη μετά την Ανάσταση, μαζί με την Θεοτόκο, τον Αναστάντα Ιησού.
Αυτή ευαγγελίσθηκε στους Αποστόλους την Ανάσταση του Κυρίου. Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια δοξάζεται από τους αγίους τέσσερις Ευαγγελιστές, ως πρώτη μετά την Θεοτόκον, Μαθήτρια και Μυροφόρος.
Πατέρες της Εκκλησίας μας την χαρακτηρίζουν σεμνή και σοφή παρθένον με ψυχική ωραιότητα. Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή είναι «ωραίο και ευγενικό παράδειγμα γυναικείας αφοσιώσεως, που φθάνει στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό.
Γιατί ας μην έχη η γυναίκα την μυϊκή δύναμη του ανδρός, έχει όμως πλούτο αισθημάτων. Και είναι αλήθεια πως τους ήρωες δεν τους κάνει η σωματική ρώμη, αλλά η πίστη και η ευψυχία. “Ηρίστευσαν γυναίκες τω σω Σταυρώ κρατυνθείσαι, Χριστέ παντοδύναμε” ψάλλει η Εκκλησία μας»1.
Η καταγωγή της
Πατρίδα της ήταν η πόλη Μάγδαλα, γι’ αυτό ονομάσθηκε Μαγδαληνή, εκ του τόπου καταγωγής της.
Τα Μάγδαλα, κατά πάσα πιθανότητα, ευρίσκοντο στην Γαλιλαία, επί της δυτικής όχθης της λίμνης Τιβεριάδος. Καταγόταν από πλούσια και επιφανή οικογένεια. Οι γονείς της, ο Σύρος και η Ευχαριστία, ήταν εξαιρετικά ελεήμονες και φιλεύσπλαχνοι.
Ζούσαν με φόβο Θεού, τηρούσαν τις εντολές του παλαιού Νόμου (Μωσαϊκού), γιατί αυτός ο Νόμος επικρατούσε τότε, αν και πλησίαζε το τέλος του. Γεννούν, λοιπόν, οι μακάριοι αυτοί γονείς την μακαρία Μαρία.
Όταν άρχισε αυτή να μεγαλώνη, δεν θέλησε να ασχοληθή με τα συνηθισμένα έργα των γυναικών της εποχής, δηλ. να υφαίνη και να γνέθη και να φτιάχνη λαμπρά υφάσματα, αλλά διάλεξε να επιδοθή στις σπουδές και πήγε κοντά σε διδάσκαλο να μάθη γράμματα, κατά τον βιογράφο της Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο2.
Έτσι μελέτησε όλη την Παλαιά Διαθήκη και ιδιαιτέρως αγάπησε το Ψαλτήριον και τις Προφητείες. Εντρυφώντας στα βιβλία αυτά, ανίχνευε τις προρρήσεις των Προφητών για την έλευση του Χριστού και Μεσσίου.
Μετά τον θάνατο των γονέων της, ενώ είχε πλέον κάθε ελευθερία και εξουσία να περάση την ζωή της μέσα στη ραθυμία, την άνεση και την πολυτέλεια, συνέχισε να ζη με μελέτη και προσευχή. Την τρυφή και κάθε είδος αναπαύσεως απέφευγε, την καλοπέραση και τις ηδονές απέρριπτε.
Μοίραζε τα πλούτη της και τα υπάρχοντά της σε όποιους είχαν ανάγκη. Με την ελεήμονα καρδιά της και την γενναιόδωρη μεγαλοψυχία της, άδειαζε τα επίγεια ταμεία της και συγκέντρωνε στα ουράνια θησαυρούς άφθαρτους και αιώνιους.
Διάλεξε να ακολουθήση τον δρόμο της αγνείας και παρθενίας. Για να διαφύλαξη την καθαρότητα σώματος και ψυχής, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές και κοσμικές εκδηλώσεις.
Αυτήν την υψηλή, ενάρετη και ένθεη πολιτεία της βλέποντας ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους, μισόκαλος Διάβολος, εφθόνησε και εφοβήθη.
Ορμά εναντίον της με όλη του την δύναμη. Την πολιορκεί με τα σκοτεινά και πονηρά μηχανεύματα και τεχνάσματά του και στέλνει επτά πονηρά πνεύματα που την κυριεύουν3.
Περί των επτά δαιμονίων
Από τα επτά πονηρά πνεύματα ο Κύριος την εθεράπευσε και την ελύτρωσε. Διότι η μακαρία πλησίασε τον Δεσπότη και Σωτήρα Ιησού Χριστό με θερμή καρδιά και πίστη και έλαβε από τον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων την ίαση και θεραπεία.
Διαβάζομε στο κατά Λουκάν άγιο Ευαγγέλιο (Λουκ. η’, 1-3) «Κατά τον χρόνο που ακολούθησε, περνούσε ο Κύριος κάθε πόλη και χωριό, και εκήρυττε και εδίδασκε το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού.
Μαζί με αυτόν ήταν και οι δώδεκα μαθητές και μερικές γυναίκες, οι οποίες είχαν θεραπευθή από Αυτόν από νόσους και βασανιστικές παθήσεις και από πνεύματα πονηρά και από ασθένειες.
Η Μαρία, η οποία ελέγετο Μαγδαληνή, και από την οποία είχαν εκδιωχθή επτά δαιμόνια και η Ιωάννα, σύζυγος του Χουζά, ο οποίος ήτο οικονομικός διαχειριστής του Ηρώδη και η Σουσάννα και άλλες πολλές, οι οποίες υπηρετούσαν Αυτόν και προσέφεραν για την συντήρηση Αυτού και των Αποστόλων από τα υπάρχοντά τους».
Η άγια Μαρία η Μαγδαληνή ήταν άρρωστη αλλά όχι αμαρτωλή!
Στον Βίο της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (του οποίου η αρχή είναι: «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ»4 διατυπώνονται τα εξής περί των επτά δαιμονίων: «Όταν ακούς για τα επτά δαιμόνια να σκέπτεσαι τα πνεύματα που είναι τα αντίθετα των επτά αρετών.
Δηλαδή πνεύμα αφοβίας Θεού, πνεύμα ασυνεσίας, πνεύμα αγνωσίας, πνεύμα ψεύδους, πνεύμα κενοδοξίας, πνεύμα επάρσεως, πνεύμα κάλλους. Και όλα αυτά είναι αντίθετα και αντίπαλα όλων των αρετών. Γιατί κάθε αμαρτία έχει τον δαίμονά της δηλ. το πνεύμα που την ενεργεί».
Ο Θεοφάνης Κεραμεύς γράφει: «Αλλά να μην νομίση κανείς ότι η Μαρία είχε επτά δαίμονες. Αλλά όπως ακριβώς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ονομάζονται συνωνύμως επτά πνεύματα, καθώς ο μέγας Ησαΐας τα αρίθμησε: “Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής, πνεύμα ισχύος και γνώσεως και ευσέβειας και φόβου Θεού”.
Έτσι αντιθέτως και οι ενέργειες των δαιμόνων λέγονται δαίμονες. η ακηδία, η φειδωλία, η απείθεια, ο φθόνος, το ψευδός, η απληστία και κάθε πάθος είναι συνώνυμον του δαίμονος που το εγέννησε.
Όποιος, λοιπόν, είναι κυριευμένος από αυτά τα πάθη, κατέχεται από δαίμονες. Δεν ήταν λοιπόν καθόλου απίθανον και αδύνατον και η Μαρία η Μαγδαληνή να υποδουλώθηκε σε κάποια επτά πάθη, από τα οποία λυτρώθηκε και ύστερα έγινε μαθήτρια του Σωτήρος»5.
Και στον άγιο Μόδεστο, Πατριάρχη Ιεροσολύμων (α’ ήμισυ ζ’ αιώνος) διαβάζομε: «Τον συμβολικό αριθμό επτά και όταν πρόκειται περί της αρετής και όταν πρόκειται περί της κακίας, βλέπομε να χρησιμοποιή η Αγία Γραφή.
Ευλόγως, λοιπόν, διαλέγει ο Σωτήρας την Μαρία την Μαγδαληνή, από την οποία εξέβαλε επτά δαιμόνια, για να εκδίωξη μέσω αυτής, τον άρχοντα της κακίας (διάβολο) από την ανθρώπινη φύση.
Διότι οι ιστορίες διδάσκουν την Μαγδαληνή αυτήν δια βίου παρθένον. Και αναφέρεται μαρτύριον της Μαρίας Μαγδαληνής, όπου γράφεται ότι για την άκραν παρθενίαν και καθαρότητά της, φαινόταν στους βασανιστές της, σαν καθαρό κρύσταλλο»6.
Την ίδια άποψη διατυπώνει περί των επτά δαιμονίων και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στην Ερμηνεία του στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «Καθώς είναι επτά πνεύματα της αρετής έτσι είναι και εξ εναντίας επτά πνεύματα της κακίας.
Ωσάν πως είναι Πνεύμα φόβου Θεού, έτσι είναι και εξ εναντίας Πνεύμα αφοβίας Θεού. είναι Πνεύμα συνέσεως, είναι και εναντίον Πνεύμα ασυνεσίας, και καθεξής τα λοιπά.
Εάν το λοιπόν δεν εβγούν τα επτά ταύτα πνεύματα της κακίας από την ψυχήν, δεν δύναται τινάς ν’ ακολουθή τον Χριστόν. Διότι πρώτον πρέπει να εβγάλη κανείς τον Σατανάν από λόγου του, και τότε να κατοικήση ο Χριστός»7.
Αυτά γράφουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και αυτήν την ερμηνεία δίνουν όσον αφορά τα επτά δαιμόνια.
Είναι κατασυκοφάντηση και βλάσφημος λόγος εναντίον της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής η ταύτισή της με την αμαρτωλή γυναίκα του Ευαγγελίου, η οποία στο σπίτι του Φαρισαίου άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα.
Έχει γίνει δυστυχώς μεγάλη παρερμηνεία των περικοπών του ιερού Ευαγγελίου από (ορισμένους συγγραφείς ακόμη και εκκλησιαστικούς διότι εταύτισαν την αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία έπλυνε τα πόδια του Κυρίου με τα δάκρυά της και τα άλειψε με μύρο, δείχνοντας την συντριβή της, τον σπαραγμό της καρδιάς της, και την μετάνοιά της για τις αμαρτίες της (Βλ. Λουκ. ζ’ 36-50).
Γι’ αυτήν μιλά ο ιερός Λουκάς ανώνυμα: «Και γυνή ήτις ην αμαρτωλός εν τη πόλει». Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο (Λουκ. η’, 1-3), ομιλεί για την αγία Μαρία την Μαγδαληνή και αναφέρεται στην θεραπεία της από τον Ιησού.
Αν η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η αμαρτωλός γυνή, ο άγιος Ευαγγελιστής δεν θα απέκρυπτε το όνομά της, ενώ αμέσως παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα και ονομαστικά γι’ αυτήν και για την θεραπεία της από τα επτά δαιμόνια.
Το όνομα της αμαρτωλής και πόρνης γυναικός δεν αναγράφεται πουθενά μέσα στα ιερά Ευαγγέλια.
Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή όμως αναφέρεται συγκεκριμένα και ονομαστικά μετά την θεραπεία της, ως μαθήτρια και ακόλουθος του Κυρίου και της Θεοτόκου Μητρός Του, ως Διακόνισσα των Αποστόλων και ως πρώτη των Μυροφόρων.
Στην Ορθόδοξη Υμνολογία μας της Μεγάλης Εβδομάδος, γίνεται πολύ καθαρά η διάκριση μεταξύ των γυναικείων αυτών προσώπων.
Της πόρνης γυναικός που άλειψε μύρα τον Κύριο, της οποίας «μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν» τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη. Και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ως Μυροφόρου και Ευαγγελιστρίας της Αναστάσεως του Σωτήρος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τα άγια Ευαγγέλια, ερευνά και διευκρινίζει ποιες και πόσες ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με μύρα την κεφαλήν και τα πόδια του Κυρίου και ουδεμίαν σχέσιν έχουν με την αγία Μαρία την Μαγδαληνή8.
Ο άγιος Ιωάν. ο Χρυσόστομος έχει γράψει και Λόγους με θέμα την πόρνη γυναίκα που μετενόησε9 και η οποία είναι ένα πρόσωπο άγνωστο και ανώνυμο.
Πώς δημιουργήθηκε αυτή η πλάνη και αυτή η σύγχυση γύρω από το ιερό πρόσωπο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής; Η σύγχυση αυτή προήλθε από την Δύση και είναι αυτή άλλη μία παπική πλάνη.
«Συγχέεται συνήθως, μάλιστα δε εις την Δύσιν, και κακώς ταυτίζεται η Μαγδαληνή μετά της αμαρτωλού γυναικός, η οποία στην οικία του Φαρισαίου Σίμωνος άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα»10.
Μαθήτρια του Κυρίου Ακόλουθος τής Θεοτόκου
Ο φιλάγαθος λοιπόν και φιλεύσπλαγχνος Κύριος την εθεράπευσε δια της χάριτός Του και την ελευθέρωσε από τα επτά δαιμόνια.
Και αυτή συναισθανόμενη την μεγάλη ευεργεσία, γεμάτη ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που αξιώθηκε, άφησε τα πάντα και άρχισε να ακολουθή τον Σωτήρα και Διδάσκαλο, όπως έκαναν οι Μαθητές και Απόστολοι.
Απεκδύθηκε κάθε κακία και ενδύθηκε κάθε αρετή και αγαθότητα η μακαρία Μαρία. Για τα επίγεια και για τους συγγενείς καθόλου πλέον δεν ενοιάζετο. Για τα αγαθά του κόσμου, πλούτη, δόξα, ωραιότητα, καθόλου δεν εφρόντιζε.
Έβλεπε τους χωλούς να θεραπεύονται, τους τυφλούς να αναβλέπουν, τα δαιμόνια να εκδιώκονται, να επιτιμώνται και να διασκορπίζονται από τον Δεσπότη Χριστό, τους παραλύτους να περπατούν.
Από όλα αυτά και από τις μαρτυρίες των Γραφών καταλάβαινε ότι Αυτός είναι ο αναμενόμενος ελευθερωτής του Ισραήλ.
Αναγνώριζε ότι και άλλοι βέβαια, συνέβη να κατορθώσουν θαύματα, αλλά όχι με τέτοια εξουσία, με τέτοια δύναμη. Εκείνοι τα κατώρθωναν με προσευχή και σαν δούλοι. Σ’ Αυτόν, όμως, το «Σοι λέγω» και το «Θέλω. καθαρίσθητι» ελέγοντο με μεγάλη εξουσία και κυριότητα.
Τώρα περπατά επάνω στη θάλασσα ελαφρά, δίχως διόλου να βρέχεται. Ύστερα, με την δύναμή Του, καταπαύει τον άνεμο. Ανασταίνει νεκρούς, σαν να είναι ο θάνατος ένας ύπνος. Αυτά όλα, που με τέτοια εξουσία διαπράττει, είναι γνώρισμα της θεϊκής Του δεσποτείας και δυνάμεως.
Έτσι η μακαρία κατενόησε πλήρως και επίστεψε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Υιός του Θεού. Και τον ακολουθούσε πιστά και αφοσιωμένα, υπηρετώντας Αυτόν και τους μαθητές Του και όσους Τον ακολουθούσαν.
Τα πλούτη της, την περιουσία της, όλα τα διέθεσε στην διακονία των Μαθητών και του Κυρίου.
Αλλά και με την Μητέρα Του, Θεοτόκο Παρθένο Μαριάμ, συνδέθηκε με σύνδεσμο φιλίας και αγάπης και με τους συγγενείς της. Και με όλους αυτούς που ακολουθούσαν τον Χριστό, όλη την συνοδεία των Μαθητών και Μαθητριών.
Μάλιστα, ξεχώρισε μέσα στην συνοδεία των Μαθητριών ως πρώτη μετά την Θεοτόκο, όπως ο Πέτρος ξεχώριζε ως πρώτος και επί κεφαλής των Αποστόλων.
«Όπως ακριβώς, λέγουν, ο αρχηγός των Αποστόλων ονομάσθηκε Πέτρος για την ασάλευτη πίστη που είχε στον Χριστό, την Πέτρα, έτσι και αυτή έγινε αρχηγός των Μαθητριών για την καθαρότητά της και τον πόθο που είχε προς Αυτόν, και Μαρία ονομάσθηκε από τον Σωτήρα, ομωνύμως προς την Μητέρα Του.
Και όπως τον Δεσπότη ακολουθούσε ο χορός των Μαθητών, έτσι την Δέσποινα και Μητέρα του Κυρίου, ακολουθούσε ο χορός των μαθητευομένων γυναικών.
Διότι στο Ευαγγέλιο γράφει “εθαύμαζον γαρ, ποτέ οι Μαθηταί ότι μετά γυναικός ελάλει”11. Δηλ. απορούσαν και εθαύμαζαν οι Μαθητές γιατί είδαν τον Κύριο να συνομιλή με γυναίκα. Διότι ο Κύριος δεν συνήθιζε να συνομιλή με γυναίκες.
Αλλά τον ευαγγελικό δρόμο της Μητρός του Δεσπότου, Υπεραγίας Θεοτόκου, που διέτρεχε με τον Υιό και Δημιουργό Της, και αυτές ακολουθούσαν μαζί της.
Και διακονούσαν τον κοινόν Δεσπότην και Κύριον και τους Μαθητές Του από τα υπάρχοντά τους, σε ό,τι εχρειάζοντο»12, γράφει ο άγιος Μόδεστος, αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων.
Στο άχραντον πάθος
Σταυρώ καθηλούμενον Χριστόν, καθορώσα έκλαιες Μαγδαληνή και εκραύγαζες. Τί το ορώμενον; η ζωή πώς θνήσκεις, και η κτίσις βλέπουσα κλονείται και φωστήρες σκοτίζονται;13
Μέχρι το άχραντον Πάθος του Κυρίου ακολουθεί ως πιστή Μαθήτρια και διάκονος. Την νύκτα της προδοσίας, όταν ο μαθητής προδίδει τον Διδάσκαλο και τον παραδίδει στα χέρια των αχάριστων και ασεβών Ιουδαίων, μαζί με την Θεοτόκο Μαρία σπαράζουν από πόνο και αγωνία.
Να πώς παρουσιάζουν πολύ παραστατικά οι άγιοι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Ιωάννης την παρουσία της αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στην Σταύρωση του Κυρίου:
«Ήσαν δε εκεί και πολλές γυναίκες, οι οποίιες από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυτές ακολούθησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαία και Τον υπηρετούσαν. Μεταξύ αυτών ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου» (Ματθ. κζ’ 55-56).
«Ήσαν δε και μερικές γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη.
Αυτές και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαία Τον ακολουθούσαν και Τον υπηρετούσαν. Ήσαν ακόμη και πολλές άλλες, οι οποίες είχαν ανεβή μαζί με Αυτόν από την Γαλιλαία εις τα Ιεροσόλυμα» (Μάρκ. ιε’, 40-41).
«Οι στρατιώτες αυτά έκαναν. Στάθηκαν δε πλησίον εις τον Σταυρόν του Ιησού η μητέρα Του και η αδελφή της μητέρας Του, Μαρία του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιω. ιθ’, 25).
Από απόσταση στην αρχή παρακολουθούν δακρυσμένες, με πόνο και σπαραγμό ψυχής οι Μαθήτριες με την Θεοτόκο την πορεία του Κυρίου προς τον Γολγοθά και την ανάρτησή Του επί του Σταύρου.
Μαζί τους, η αγία Μαρία η Μαγδαληνή πονεμένη αλλά άφοβη, παρακολουθεί το δράμα του Διδασκάλου.
Συμπαραστέκεται στην θλιμμένη Μητέρα Του και προσπαθεί να την παρηγόρηση. Δίπλα στον Σταυρό, μαζί με την Θεοτόκο και τον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου, Ιωάννη, ζει το αποκορύφωμα του θείου Δράματος.
Αξίζει να παραθέσουμε εδώ τον θρήνο της Μαρίας της Μαγδαληνής, καθώς βλέπει τον Κύριο της δόξης επί του Σταυρού κρεμάμενο14:
«Τί είναι τούτο, Δέσποτα και Θεέ; Τόσο άπειρον το πέλαγος της ευσπλαγχνίας Σου; Με αυτά σε ανταμείβουν εκείνοι που γεύθηκαν και απήλαυσαν όλα τα καλά των ευεργεσιών Σου;
Σε έντυσαν με χιτώνα χλευαστικό αυτοί που Συ τους έντυσες με φόρεμα αφθαρσίας και σαν αετός άνοιξες τις φτερούγες Σου και τους έβαλες επάνω στα μετάφρενά σου;
Επάνω στην αγία κεφαλήν Σου, στεφάνι υβριστικό σου φόρεσαν, αυτοί που με δόξα και τιμή τους εστεφάνωσες; Εσύ που τους ελευθέρωσες από την σκλαβιά και την δουλεία της Αιγύπτου, καταδέχεσαι να λάβης ράπισμα απ’ αυτούς;
Με καλάμι χτυπούν την ακήρατη κεφαλή Σου, εκείνοι που προς χάριν τους χώριζες την θάλασσα στα δυο, κτυπώντας την με ράβδο; Χολή με όξος σε ποτίζουν αυτοί που τους έστειλες εξ ουρανού το μάννα σαν βροχή και από την πέτρα ανέβλυσες σαν ποτάμι το νερό, με ένα χτύπημα ραβδιού;
Αυτούς που τους αξίωσες να περάσουν την Έρημο και να σωθούν, αυτοί σου προξενούν τους πόνους των καρφιών;
Πες μας κάποιον λόγο παρήγορο, σ’ εμάς που στεκόμαστε εδώ και σ’ αντικρύζουμε με τόσο πόνο! Παρηγόρησε με λόγους τελευταίους, προ του θανάτου Σου, την Μητέρα Σου που εδώ κοντά Σου στέκεται.
Τί μεγάλη παρηγοριά θα είναι για την Μητέρα Σου, τα λόγια αυτά προ του θανάτου. Μάλιστα, όταν αυτά τα λόγια λέγονται από έναν Μοναδικόν και αλησμόνητον Υιόν. Σε ποιον την εμπιστεύεσαι αναχωρώντας από την ζωή;
Γιατί, μπορεί να σε γέννησε δίχως πόνους, αλλά τώρα ρομφαία τρυπά και πληγώνει την καρδιά της, καθώς Σε βλέπει σ’ αυτήν την αθλιότητα. Πες λόγο παρήγορο και στον Μαθητή, ο οποίος θα γίνη παρηγοριά της Μητρός Σου».
Εκεί, ακούει τον Κύριο να αρθρώνη τις τελευταίες Του λέξεις. Να απευθύνη τον τελευταίο Του λόγο στην Μητέρα Του, λέγοντας: «Μήτηρ, ιδού ο Υιός Σου» και στον αγαπημένο μαθητή Ιωάννη: «Ιωάννη, ιδού η μήτηρ σου» (Ιω. ι’, 26-27).
Και η Μαγδαληνή ξεσπά σε θρήνο που συνοδεύει τον θρήνο της Παναγίας Μητέρας, που σπαράζει και οδύρεται, ακούγοντας τον αγαπημένο Της Υιό, να αφήνη την τελευταία του λέξη «Τετέλεσται» μαζί με την τελευταία ανθρώπινη πνοή Του επάνω στον Σταυρό.
Μυροφόρος
Έρρανε τον Τάφον η πρώτη Μυροφόρος Μαγδαληνή Μαρία15
Κάτω από τον Σταυρό, στέκεται η θαυμαστή Μαρία και περιμένει ακλόνητη. Στέκεται στον Γολγοθά και περιμένει με δέος.
Βλέπει με προσοχή τι γίνεται. Δύο κρυφοί μαθητές του Κυρίου εμφανίζονται, ο βουλευτής Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Έχουν πάρει άδεια από τον Πιλάτο να θάψουν το Σώμα του Διδασκάλου.
Αποκαθηλώνουν το Πανάγιο Σώμα από τον Σταυρό, το τυλίγουν με ευλάβεια και σεβασμό στο λευκό σενδόνι. Το αλείφουν με σμύρνα και αλόη. Το ενταφιάζουν μέσα στο λαξευμένο καινούργιο μνήμα, σ’ ένα κήπο δίπλα στον Γολγοθά. Και οι Μαθήτριες του Κυρίου «εθεώρουν που τίθεται».
«Και ήδη οψίας γενομένης, επεί ην Παρασκευή, ο έστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού… και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου.
Η Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται» (Μάρκ. ιε’42-47).
«Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθήμενοι απέναντι του τάφου» (Ματθ. κζ’ 59-61).
Οι δύο Μαθητές, Νικόδημος και Ιωσήφ ενταφίασαν το άγιο Σώμα του Κυρίου, αφού το άλειψαν μόνον με σμύρνα και αλόη. Αρώματα δεν επρόφθασαν να βάλουν, γιατί επλησίαζε ήδη η νύκτα. Μετά τον ενταφιασμό αποχωρούν.
Οι Μαθήτριες όμως δεν φεύγουν από τον Τάφο. Δεν μπορούν να αποχωριστούν τον λατρευτό τους Διδάσκαλο και Σωτήρα, ακόμη και τώρα που Εκείνος είναι νεκρός. Τώρα πιο πολύ επιθυμούν να εκφράσουν την αγάπη τους.
Τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα. Θρήνοι, αναφιλητά, ανακατεμένα με προσευχές, με ψιθύρους, με αναστεναγμούς. Σιγά-σιγά αρχίζει να πέφτη η νύχτα και το σκοτάδι να απλώνεται μέσα στον κήπο.
Οι Μαθήτριες πρέπει να φύγουν. Όχι όμως για να κρυφθούν. Οι Απόστολοι κρύφθηκαν «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Αυτές θα επιστρέψουν στον Τάφο, Μυροφόρες, φέρνοντας μύρα και αρώματα ακριβά και πολύτιμα, για να «μυρίσουν» το άχραντο Σώμα δηλ. να το αλείψουν με αρώματα και μύρα.
Να προσφέρουν στο Πανάγιο Σώμα Του τις νεκρικές τιμές, το λατρευτικό τους τελευταίο ιερό καθήκον στον Διδάσκαλο.
‘Ετσι η Μαρία η Μαγδαληνή με τις άλλες γυναίκες επιστρέφουν στα Ιεροσόλυμα και αγοράζουν αμέσως τα μύρα από την Παρασκευή το βράδυ, διότι το Σάββατο υπήρχε αργία, σύμφωνα με τον Νόμο.
Το εσπέρας του Σαββάτου, όταν η αργία θα λήξη, θα αγοράσουν κι άλλα αρώματα16. «Κατακολουθήσασαι δε αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτώ εκ της Γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού.
Υποστρέψασαι δε ητοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το μεν Σάββατον ησύχασαν κατά την εντολήν» (Λουκ. κγ’, 55-56). Περιμένουν να περάση η ημέρα του Σαββάτου. Ησυχάζουν την ημέρα της αργίας που επιβάλλει ο Νόμος.
Με υπομονή, με σύνεση, με ωριμότητα, καρτερικές και συγκρατημένες. Κι ας συγκλονίζονται οι ψυχές τους από τα πιο δυνατά και ιερά συναισθήματα.
Και η θαυμαστή Μαρία η Μαγδαληνή, με θάρρος, με αυταπάρνηση, άφοβη, το βράδυ του Σαββάτου, ενώ ξημερώνει η Κυριακή, ξεκινά για τον Τάφο του Ιησού μαζί με τις άλλες Μυροφόρες γυναίκες.
«Τη δε μια των σαββάτων όρθρου βαθέος ήλθον γυναίκες επί το μνήμα φέρουσαι α ητοίμασαν αρώματα, και τίνες συν αυταίς» (Λουκ. κδ’, 1).
Βρίσκονται οι άγιες και ηρωικές αυτές γυναίκες σ’ ένα ξένο τόπο. Διατρέχουν τόσους κινδύνους.
Τίποτε, όμως, δεν τις σταματά στον δρόμο τους. Δεν υπολογίζουν θυσίες, δεν υπολογίζουν την ζωή τους. «Το ασθενέστερον γένος ανδρειότερον εφάνη τότε», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
«Μάθε εξ ημών, πόση είναι η προθυμία της γυναικείας φύσεως εις τα καλά έργα και πόση η των ανδρών.
Των γυναικών την καλήν βουλήν ( = απόφαση) δεν ηδυνήθη να την εμποδίση ούτε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως, ούτε η δυσφημία η οποία ακολουθεί εις όσας περιπατούσι την νύκτα, ούτε ο κοινός φόβος, όστις εκράτει ( = κυρίευσε) τότε όλους τους φίλους του Χριστού, ούτε η έχθρα της συναγωγής, ούτε η μέθη των στρατιωτών, ούτε το αξίωμα του Πιλάτου, ούτε η βαρεία βουλή των αρχιερέων, ούτε ο επικείμενος μέγας λίθος εις το μνήμα.
Πάντα τα δύσκολα έδειξεν η προθυμία των γυναικών εύκολα. Τους κινδύνους εθεώρησεν κέρδος, τας ζημίας αμοιβήν. Όλην την μεγάλην προθυμίαν των ανδρών έσβεσε μία μικρά απειλή παιδίσκης»17.
Ηρωική η αγία Μαρία η Μαγδαληνή, πρωτοπόρος της πίστεως. Ατρόμητη, αποφασιστική σαν μάρτυρας, δοσμένη ολόψυχα στον ιερό σκοπό της. «Αργά την νύκτα της εβδομάδος, ήλθεν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να ιδούν τον τάφον» (Ματθ. κη’, 1).
Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή έχει μία ξεχωριστή θέση μέσα στον όμιλο των Μυροφόρων και Μαθητριών. Βλέπομε ότι και οι τέσσερις Ευαγγελιστές αναφέρουν αυτήν πρώτη από όλες τις άλλες Μυροφόρες.
«Και αφού πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν το βράδυ του Σαββάτου αρώματα για να έλθουν στον Τάφο και να αλείψουν τον Ιησού.
Και πολύ πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, έρχονται στο μνημείο, την ώρα που ο ανατέλλων ήλιος άρχιζε να διαλύη το σκοτάδι» (Μάρκ. ιστ’, 1-2).
Ειδικά ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει μόνον γι’ αυτήν στο Ευαγγέλιό του και αυτήν μόνο αναφέρει. Ξεκινάει μόνη της μέσα στη νύχτα. Ανυπομονεί να φτάση πρώτη στον Τάφο.
Ήταν περισσότερο θερμή στην αγάπη της. Η Μαρία «πάνυ γαρ περί τον Διδάσκαλον φιλοστόργως έχουσα…» γράφει ο ιερός Χρυσόστομος18. Καθώς φτάνει, βρίσκει τον Τάφο αδειανό, τον λίθο αποκεκυλισμένο. Και τότε σκέφτεται ότι κάποιοι έκλεψαν το Άγιο Σώμα του Ιησού (Ιω. κ’, 1).
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω
Ως Μυροφόρον του Σωτήρος και Μαθήτριαν Μαγδαληνή και Αποστόλων ισοστάσιον. Ανυμνούμεν σε Μαρία και εκβοώμεν. Παρρησίαν κεκτημένη προς τον Κύριον. Καθικέτευε λυτρούσθαι πάσης θλίψεως Τους βοώντας σοι. χαίροις Λόγου Μαθήτρια.
Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου.
Μύροις των θερμών σου πρεσβειών, ω Μαγδαληνή Μυροφόρε, Χριστόν ιλέωσαι, τον φιλανθρωπότατον, Θεόν δεόμεθα, όπως πάσης ρυώμεθα, ανάγκης και βλάβης, και ποικίλων θλίψεων, και περιστάσεων, πάντες οι τη ση προστασία, σπεύδοντες εν πίστει Μαρία, και τους σους καμάτους μακαρίζοντες.
* * *
Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως
Δεύτε από θέας γυναίκες ευαγγελίστριαι, και τη Σιών είπατε. Δέχου παρ’ ημών χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χριστού.19
Φαίνεται από τα άγια Ευαγγέλια ότι η θαυμαστή Μαρία η Μαγδαληνή πήγε πολλές φορές εκείνο το βράδυ του Σαββάτου στον Τάφο. Πήγε πρώτα μαζί με την Θεοτόκο νύχτα ακόμη, πολύ πριν ξημερώση (Βλ. Ματθ. κη’, 1-10).
Πήγε μαζί με άλλες γυναίκες αργότερα (Λουκ. κδ’ 1-10 και Μάρκ. ιστ’, 1-8). Ήρθε ακόμη μία φορά μαζί με τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη (Ιω. κ’, 1-10).
Οι ευσεβείς Μυροφόρες γυναίκες αξιώθηκαν αυτές πρώτες να ακούσουν από Άγγελο Κυρίου το ευφρόσυνο μήνυμα ότι «ηγέρθη ο Κύριος» και να γίνουν πρώτες και αψευδείς μάρτυρες της Αναστάσεως.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας αναφέρει περί της επισκέψεως των Μυροφόρων στον τάφο: «Οι Μυροφόρες ήταν πολλές και ήλθαν στον τάφο όχι μία φορά αλλά δύο και τρεις φορές, συντροφιά μεν αλλ’ όχι οι ίδιες και κατά τον όρθρο όλες, αλλά όχι την ίδια ώρα ακριβώς. Η δε Μαγδαληνή ήλθε πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο.
Πρώτη απ’ όλες ήλθε στον τάφο του Υιού του Θεού η Θεοτόκος, έχοντας μαζί της την Μαρία την Μαγδαληνή…
Η Παρθενομήτωρ έφθασε την στιγμή που γινόταν ο σεισμός, αποκυλίσθηκε η πέτρα και ανοιγόταν ο τάφος και οι φύλακες ήταν παρόντες, αν και συγκλονισμένοι από τον φόβο.
Γι’ αυτό μετά τον σεισμό αυτοί ανασηκώθηκαν και εκοίταξαν αμέσως να φύγουν, ενώ η Θεομήτωρ εντρυφούσε στην θέα. Εγώ, πάντως, νομίζω ότι γι’ Αυτήν πρώτη ανοίχθηκε ο ζωηφόρος εκείνος Τάφος.
Ότι γι’ Αυτήν άστραψε έτσι ο άγγελος, ώστε αν και ήταν ακόμη σκοτάδι, Αυτή με το πλούσιο φως του αγγέλου όχι μόνο να δη ότι ο τάφος ήταν άδειος, αλλά και τα εντάφια να είναι τακτοποιημένα και πολυτρόπως να μαρτυρούν την έγερση του ενταφιασθέντος.
Ήταν δε προφανώς ο ευαγγελιστής άγγελος ο ίδιος ο Γαβριήλ, ο οποίος λέγει στις γυναίκες που ήσαν μαζί με την Θεοτόκο: “Μη φοβείσθε εσείς, ζητείτα τον Ιησού τον σταυρωμένον; Αναστήθηκε. Ιδού ο τόπος όπου εκειτόταν ο Κύριος…” Η θεομήτωρ Παρθένος συνοδευομένη από τις άλλες Μυροφόρες επέστρεψε και ιδού ο Ιησούς τις συνάντησε λέγοντας. “χαίρετε”.
Η Θεοτόκος, όταν συνάντησε τον Υιό της και Θεό, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρισε τον Αναστάντα, και προσπίπτοντας έπιασε τα πόδια Του και έγινε Απόστολός Του προς τους Αποστόλους. Η Θεοτόκος πριν από όλους,
Αυτή είδε τον Αναστάντα και απήλαυσε τη θεία ομιλία Του. …Πρώτη και μόνη άγγιξε τα άχραντα πόδια Του, έστω και αν οι Ευαγγελισταί δεν τα λέγουν φανερά όλα αυτά, μη θέλοντας να προσαγάγουν ως μάρτυρα της Αναστάσεως την Μητέρα, για να μη δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους»20.
Μας αποκαλύπτει λοιπόν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κινούμενος από αγάπη, αυτό που αναφέρεται συνεσκιασμένα από τους Ευαγγελιστές, ότι πρώτη απ’ όλους τους ανθρώπους, η Θεοτόκος δέχθηκε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Κυρίου.
Και ότι η αγία Μαρία η Μαγδαληνή και οι άλλες γυναίκες Μυροφόρες που είχαν έλθει ως τότε δεν κατενόησαν την σημασία των λόγων του αγγέλου και δεν εγνώρισαν αμέσως την αλήθεια.
Διαπίστωσε μόνον την κένωση του Τάφου και έτρεξε η Μαρία η Μαγδαληνή στους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη και τους μετέφερε μόνον αυτό, ότι δηλ. ο τάφος είναι άδειος.
Και όταν η Θεοτόκος, μαζί με άλλες γυναίκες, επέστρεφε και συνήντησε στον δρόμο τον Ιησού και μίλησε μαζί Του και έπιασε τα άχραντα πόδια Του, η αγία Μαρία η Μαγδαληνή δεν ήταν μαζί με την Μητέρα του Θεού, διότι είπε στους Αποστόλους: «εσήκωσαν τον Κύριο από το μνήμα και δεν γνωρίζουμε πού Τον τοποθέτησαν». Δεν είχε καταλάβει ακόμη τίποτε περί της Αναστάσεως.
Οι δύο Μαθητές ήρθαν στον Τάφο τρέχοντας. Διαπίστωσαν ότι όσα τους είπε η γυναίκα ήταν αληθινά. Μέσα στον άδειο τάφο ο Πέτρος με τον Ιωάννη είδαν τα οθόνια και το σουδάριον και έφυγαν.
Η Μαρία η Μαγδαληνή, όμως, μένει κοντά στον Τάφο και κλαίει γοερά: «Ίστατο η Μαρία, έξωθεν του μνημείου κλαίουσα» (Βλ. Ιω. κ’, 11).
Κλαίει, γιατί χάθηκε το Σώμα του Κυρίου της και δεν ξέρει ποιος το πήρε. «Η χριστοφόρος Μαγδαληνή έμεινεν εμφιλοχωρούσα τω μνήματι και περιενόστει αλύουσα, και λιβάδας (ποταμούς) δακρύων ενστάζουσα, τη επιμόνω προσεδρία υψηλότερόν…