Η Αγία Χριστίνα έζησε στους χρόνους του βασιλέως Σεβήρου, περί το έτος 200 μ..Χ. στη Τύρο, πόλη της Συρίας. Οι γονείς της ήσαν πλούσιοι στο χρήμα, πάμπτωχοι όμως στην ψυχή, γιατί ήσαν ειδωλολάτρες.
Ο πατέρας της ήταν στρατηλάτης. Βλέποντας όμως την υπέροχη ομορφιά της κόρης του και φοβούμενος τους κακούς ανθρώπους έκτισε ένα υψηλό πύργο όπως συνήθιζαν τότε.
Μέσα σ’ αυτόν έκλεισε τη Χριστίνα με πολλές υπηρέτριες δια να την υπηρετούν και αρκετά ειδωλολατρικά, είδωλα χρυσά και αργυρά, για να προσεύχεται σ’ αυτά.
Επίσης εκεί της είχε και όλα όσα χρειαζότανε για να μη βγαίνει καθόλου έξω και την βλέπουν άνθρωποι. Αυτά της έκανε ο κατά σάρκα πατέρας της, Ουρβανός ονόματι.
Ο Χριστός την φώτισε δε με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και την οδήγησε στη Θεογνωσία. Ήταν πολύ συνετή. Βλέποντας την ομορφιά του ουρανού και της γης και της θάλασσας και όλα τα δημιουργήματα του Θεού συλλογιζόταν, ποιος άραγε να τα έκανε όλα αυτά.
Ποθούσε να μάθει τον ποιητή και κυβερνήτη της Δημιουργίας. Και ο Καλός Θεός σαν Πανάγαθος και γνωρίζοντας την καλή της προαίρεση, της έστειλε άνθρωπο και την δίδαξε όλα, όσα λαχταρούσε να μάθει.
Αφού λοιπόν φωτίσθηκε, η μακαρία, σεβότανε τον αληθινό Θεό και αφιερωνόταν σε προσευχές και νηστείες.
«Λέγομαι Χριστίνα»
Κάποια ημέρα, που ανεβήκανε οι γονείς της στον πύργο να την χαιρετήσουν, την προσκαλέσανε να προσφέρει θυσία στα είδωλα.
Η Χριστίνα όμως δεν τους άκουσε καν, ούτε και φοβήθηκε τις φοβέρες τους και τις συνέπειες. Ο πατέρας της μάλιστα θύμωσε πολύ και έφυγε να σκεφθεί τις τιμωρίες, που θα της έκανε.
Η μητέρα της όμως στενοχωρήθηκε πολύ και προσπαθούσε με λόγια να πείσει την Χριστίνα να προσφέρει θυσία στους θεούς.
Η Αγία όμως της απάντησε:
– Μη με συμβουλεύεις, απάντησε, μητέρα μου, να προτιμήσω το σκοτάδι από το φως. Οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ο δε. Κύριος δημιούργησε τους ουρανούς και όσα υπάρχουν πάνω στη γη. Εγώ είμαι δούλη του Χριστού.
Γι αυτό πήρα τώρα και το όνομά του. Λέγομαι Χριστίνα. Επομένως δεν πείθομαι στα ψεύτικα και φαρμακερά λόγια σας, για να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξόανα.
Άρτον Αγγέλων έφαγε
Η Αγία φόρεσε το άσπιλο φόρεμα που είχε παραγγείλει από τον πατέρα της, ένιψε τα χέρια της και το πρόσωπο και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Έπειτα, θύμιασε τον αληθινό Θεό και προσευχήθηκε λέγοντας:
Ο Θεός ο ουράνιος, ο Δεσπότης και ποιητής του κόσμου, που καταδέχθηκες να φορέσεις σώμα ανθρώπινο και να υπομένεις πάθος εκούσιο για την σωτηρία μας, παρακαλώ την Βασιλεία σου, άκουσέ με και μη μ’ εγκαταλείπεις, γιατί αμάρτησα πολύ, προσκυνώντας εν αγνοία μου τα ακάθαρτα είδωλα.
Σβήσε, σαν αγαθός και ελεήμων Θεός, τας αμαρτίας μου και στάσου κοντά μου στα μαρτύρια, που με περιμένουν, για την ομολογία μου και δώσε μου δύναμη να νικήσω τους εχθρούς μας προς Δόξαν του φοβερού και Αγίου Ονόματός Σου.
Όταν έλεγε αυτά η Αγία, ήλθε Άγγελος από τον ουρανό και της είπε:
– Χαίρε, νύμφη και συνονόματη του Δεσπότου Χριστού Χριστίνα αμόλυντη. Ο Κύριος άκουσε την δέηση σου.
Λοιπόν, πάρε δύναμη και ενίσχυση στην καρδιά σου, διότι θα παρουσιασθείς με τρεις άρχοντες, για να δοξασθεί ο Θεός με σένα.
– Δώσε μου, του λέγει η Αγία, την σφραγίδα του Σωτήρος, μου, για να μη φοβηθώ τους εχθρούς του.
Ο Άγγελος έκαμε ευχή, της έδωσε την εν Χριστώ σφραγίδα, δηλαδή την σταύρωσε, την ευλόγησε και της έδωκε να φάγει ψωμί ουράνιο. Η Αγία έφαγε και ευχαρίστησε τον Κύριο.
Καταστρέφει τα είδωλα
Την νύκτα κατέστρεψε με τσεκούρι τα χρυσά και τα ασημένια είδωλα των θεών, κατέβηκε από τον πύργο, τα μοίρασε στους φτωχούς και πάλι ανέβηκε.
Το πρωί ανέβηκε ο πατέρας της να προσκυνήσει τα είδωλα και δεν τα βρήκε.
Με πολύ θυμό ρώτησε τις υπηρέτριες τι έγιναν και πήρε την απόκριση, ότι η κόρη του τα κομμάτιασε και τα πέταξε από το παράθυρο.
Αυτός έγινε θηρίο και πρόσταξε να τις αποκεφαλίσουν και την κόρη του να την δείρουν, χωρίς λύπη, μέχρι να κουρασθούν. Στα αλήθεια την έδειραν ωσότου κουράσθηκαν.
Η Αγία όμως, με την χάρι του Θεού, μάλλον δυνάμωνε και έλεγε στον πατέρα της αυτά τα λόγια:
– Γιατί πατέρα είσαι τυφλωμένος; Δεν βλέπεις, ότι εκείνοι, που με βασανίζουν έπεσαν κάτω; Ας έλθουν οι θεοί σας να τους βοηθήσουν, αν μπορούν!
Τότε ο Ουρβανός θύμωσε τόσο πολύ, ώστε την έδεσε με αλυσίδα από τον λαιμό και την φυλάκισε.
Η γυναίκα του όμως, που άκουσε τα βάσανα της Αγίας, πήγε με κλάματα στη φυλακή, έπεσε στα πόδια της κόρης της και την παρακαλούσε να ξαναγυρίσει στην ειδωλολατρία. Όμως η Αγία έμενε ακλόνητη στην ομολογία της.
Σκληρά βασανιστήρια από τον πατέρα της
Όταν ο πατέρας της έμαθε, ότι είναι σταθερή στην απόφαση της, έστειλε στρατιώτες το πρωί και φέρανε την Αγία στο πραιτώριο όπου και της λέγει:
– Λυπούμαι, Χριστίνα, γιατί δεν έχω άλλο παιδί και σε παρακαλώ να προσκυνήσεις τους θεούς, γιατί αλλοιώς δεν θα σε λυπηθώ και θα σε βασανίσω τόσο πολύ, που θα λυώσω τα κρέατα σου.
– Μου δίδεις μεγάλη χαρά, του αποκρίθηκε, να μη μ’ έχεις πια παιδί σου, γιατί συ με τη διαγωγή σου είσαι υιός του διαβόλου και συνήγορος των άλλων δαιμόνων.
Τότε ο πατέρας γίνηκε αιμοβόρο θηρίο και διέταξε. να την κρεμάσουν και να ξεσχίζουν τις σάρκες της. Εκείνη όμως η μακάρια χαιρόταν με τα βασανιστήρια και έλεγε:
– Σε ευχαριστώ, Θεέ μου επουράνιε, γιατί με αξίωσες να καθαρισθώ, με αυτά τα βασανιστήρια από τον ρύπο της ειδωλολατρίας.
Πολλές φορές, έπαιρνε ένα κομμάτι από τις σάρκες της, το πετούσε στο πρόσωπο του πατέρα, της, λέγοντας:
– Επεθύμησες, δύστυχε, να φας τις σάρκες του παιδιού σου. Φάγε να χορτάσεις.
Τότε ο τύραννος πρόσταζε να φέρουν ένα τροχό και την έδεσαν επάνω. Άναψαν κατόπιν από κάτω φωτιά, τις χύνανε λάδι καυτό για να την βασανίζουν χειρότερα. Η Μάρτυς όμως σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και έλεγε:
– Κύριε, Ιησού, Χρίστε, που βοηθάς αυτούς, που σε φοβούνται, μη μ’ αφήνεις τη δούλη, σου, αλλά δείξε και τώρα το θαύμα σου, για να μη χαρούν οι ασεβείς τύραννοι!
Αμέσως σκορπίστηκε η φωτιά και κατέκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες. Η Αγία βγήκε από τον τροχό. Τότε την ρώτησε ο ανόητος τύραννος:
– Δεν μου λες, ποιος σ’ έμαθε αυτές τις μαγείες και δεν σε καίει η φωτιά;
Τότε η Μάρτυς τον ελεεινολόγησε και πάλι διότι δεν μπορούσε να δη την αλήθεια. Βλέποντας δε αυτός, ότι δεν μπορούσε να την νικήσει, την φυλάκισε, χωρίς να της δώσει καμιά τροφή για να πεθάνει από την πείνα.
Ο Ουράνιος όμως Πατέρας, σαν φιλόστοργος, δεν την άφησε χωρίς φροντίδα, αλλά έστειλε τρεις Αγγέλους και της φέρανε τροφή σωτήρια και ακόμη γιατρέψανε και το κατακομματιασμένο σώμα της.
Η δε Αγία, ευχαριστούσε τον Θεό όλη την ημέρα και προσευχόταν.
Σώζεται από τη θάλασσα
Όταν νύχτωσε, ο πατέρας της έστειλε πέντε δούλους, δέσανε μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό της και την ρίξανε στο πέλαγος.
Οι Άγιοι Άγγελοι τη δεχθήκανε και περιπατούσε με χαρά πάνω στο πέλαγος, γιατί η πέτρα λύθηκε Θαυματουργικά και βούλιαξε. Αυτή δε δόξαζε το Θεό με τούτα τα λόγια:
– Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου Παντοδύναμε, και σε παρακαλώ σήμερα να μου δώσεις και αυτή τη χάρη: να πάρω τώρα το Άγιον βάπτισμα σ’ αυτά τα νερά και να συγχωρήσουν οι αμαρτίες μου.
Μόλις τελείωσε αυτά, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό:
– Άκουσα την δέηση σου.
Μαζί δε με τη φωνή, παρουσιάστηκε και νεφέλη φωτεινή. Βλέπει τότε μπροστά της τον Δεσπότη Χριστό με βασιλική πορφύρα και στεφάνι.
Γύρω του στέκονταν Άγιοι Άγγελοι, με ύμνους και ευωδία θυμιαμάτων εξαιρετική. Μόλις δε η Αγία αντίκρυσε τον Κύριο, φοβήθηκε και έπεσε μπρούμυτα.
Ο Σωτήρ όμως την σήκωσε και είπε:
– Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, που φωτίζω όλους που μ’ επικαλούνται και ήλθα να σε γλυτώσω απ’ την πλάνην των ειδώλων, όπως ζήτησες.
Τότε την κατέδυσε στην θάλασσα λέγοντας:
– Σε βαπτίζω, Χριστίνα εις το όνομα του Πατρός και εις εμέ τον Υιόν Του και εις το Πνεύμα το Άγιον.
Όταν είπε αυτά ο Δεσπότης την παρέδωσε στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ, λέγοντας:
– Δώσε της την σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρο και οδήγησέ την στην, ξηρά.
Έτσι ο μεν Κύριος επέστρεψε στα ουράνια, η δε Αγία βρέθηκε στη πόλι της, κοντά στο πατρικό της σπίτι.
Ο τύραννος πατέρας της πεθαίνει
Όταν, λοιπόν, ξημέρωσε, την είδε να προσεύχεται ο τύραννος πατέρας της και νομίζοντας, ότι οι δούλοι του δεν την ρίξανε στη θάλασσα, θέλησε να τους θανατώσει ο κακούργος, άδικα.
Εκείνοι, όμως, ομολογήσανε το θαύμα και ο πατέρας της την ρώτησε:
– Πες μου, Χριστίνα, με ποιες μαγείες νίκησες την θάλασσα;
– Δεν βλέπεις, δύστυχε, αποκρίθηκε η Χριστίνα, ότι πήρα χαρά από τον Χριστό μου και ξαναγεννήθηκα. Τότε διέταξε να την φυλακίσουν πάλι, για να την αποκεφαλίσει την άλλη ημέρα.
Η Αγία, προσευχόταν όλη τη νύχτα. Ο αμετανόητος πατέρας της βασανίσθηκε όλη την νύκτα πάρα πολύ και το πρωί απέθανε. Η Χριστίνα έμεινε λίγο καιρό ήσυχη, ευχαριστώντας τον Κύριο, γιατί την γλύτωσε από τον τύραννο πατέρα της.
Την βράζουν στη πίσσα
Έπειτα από λίγες ημέρες, επήρε την θέση του πατέρα της, καινούργιος άρχοντας, που λεγόταν Δίων. Αυτός διάβασε όλα τα έγγραφα της Χριστίνας και πρόσταξε να την φέρουν στο Κριτήριο.
Βλέποντας την ομορφιά του προσώπου της, άρχισε τις κολακείες και ύστερα με φοβέρες προσπάθησε να πείσει την Αγία να γυρίσει στην πλάνη των ειδώλων.
Αφού όμως ο τύραννος είδε ότι η Αγία δεν αλλάζει διέταξε να την δείρουν, χωρίς λύπη. Υπέμενε όμως η Αγία με καρτερία τα βασανιστήρια κι έλεγε στον τύραννο της:
– Μ’ αυτά νομίζεις ότι θα με νικήσεις, αδύνατε; Βασάνισε με περισσότερο, γιατί αυτά μου φαίνονται παιχνίδια.
Τότε διέταξε ε τύραννος, και φέρανε μια σκάφη σιδερένια γεμάτη πίσσα, ρετσίνι και λάδι. Βάλανε δυνατή φωτιά από κάτω και βάλανε μέσα την Αγία. Τη βράζανε!!! πολλή ώρα, γυρίζοντας την με σιδερένιες σούβλες! για να ψήσουν και διαλύσουν τις σάρκες της.
Η Μάρτυς υπέμενε με γαλήνη και αυτό το φοβερό μαρτύριο, ευχαριστώντας τον Κύριο διότι τη διαφύλαξε αβλαβή. Το θαύμα ήταν ολοφάνερο. Τότε πάλι ο τύραννος τη συμβούλευσε:
– Βλέπεις, Χριστίνα, ότι οι θεοί σε λυπούνται και σου ελαφρύνουν τη παίδευσιν; Αναγνώρισε την ευεργεσία των και θυσίασε σ’ αυτούς.
– Τη δύναμη του Χριστού μου, του λέγει, αποδίδεις στους σιχαμερούς θεούς σου, αφρονέστατε και αναίσθητε; Πως μπορούν να βοηθήσουν τους ζωντανούς οι τυφλοί και άλαλοι;
Τότε ο τύραννος γίνηκε τρελός από το θυμό και διέταξε να ξυρίσουνε το κεφάλι της, να την παιδέψουν γυμνή και έτσι να την περιφέρουν σ’ όλη την πόλι, για περιφρόνηση. Αφού γίνανε όλα αυτά την φυλακίσανε.
Την άλλη ημέρα την ξαναφέρανε στο κριτήριο και ο τύραννος της είπε:
– Ας πάμε στο ναό να προσκυνήσεις τον ουράνιο θεό Απόλλωνα.
– Καλά είπες, του είπε η Αγία, να προσκυνήσω το Θεό τον ουράνιο.
Ο άρχοντας χάρηκε, γιατί νόμισε, ότι θα προσκυνήσει το είδωλο… Την οδηγήσανε, λοιπόν, στο ναό με αφάνταστη τιμή. Η Αγία απευθύνθηκε στο άγαλμα του Απόλλωνα και είπε το εξής:
– Σε διατάσσω, εν ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσεις στη γη και να γίνεις συντρίμματα.
Αμέσως άκουσε ο ψεύτικος θεός την Αγία και έπεσε σε κομμάτια. Όλοι, που βρίσκονταν εκεί, βλέποντας το εξαίσιο, αλλά και φρικτό θέαμα, δόξαζαν τον Θεό της Χριστίνας. Τρεις χιλιάδες τότε πιστέψανε σ’ Αυτόν.
Ο άρχοντας έμεινε άφωνος από την λύπη του και ξεψύχησε. Άλλος δε συνάρχοντας, φυλάκισε την Αγία, έως ότου ψηφίσουν άλλον άρχοντα.
Μέσα στο αναμμένο καμίνι
Έπειτα από λίγες ημέρες γίνηκε άλλος άρχοντας ο Ιουλιανός. Αυτός, όταν έμαθε για την μάρτυρα, πρόσταξε και την φέρανε στο Κριτήριο.
Μόλις παρουσιάσθηκε, άρχισε με υποσχέσεις και με φοβέρες, χωρίς να επιτύχει τίποτε.
Διέταξε τότε, να κάψουν επί τρεις ημέρες κάμινο και να την ρίξουν μέσα, όπου και παρέμεινε πέντε μέρες, χρίζοντας με φροντίδα απ’ έξω την κάμινο για να μη βγαίνει καθόλου η ζέστη.
Η Μάρτυς όμως έψαλλε από μέσα με τους Αγγέλους, δοξάζοντας κι ευχαριστώντας τον Θεό, με μεγάλη φωνή.
Οι στρατιώτες, που την φρουρούσαν, ακούγοντας τις ψαλμωδίες, φοβήθηκαν κι αναφέρθηκαν στον τύραννο.
Πρόσταξε τότε αυτός να την ανοίξουν την έκτη ημέρα και η Αγία βγήκε από αυτήν ολοζώντανη, σαν να έβγαινε από λουτρό. Τότε της λέγει ο τύραννος:
– Πες μας, Χριστίνα, και ομολόγησε τις μαντείες σου, ει δε μη σήμερα θα σε θανατώσω.
– Δεν σε φοβούμαι καθόλου, του αποκρίθηκε, λύκε άρπαγε. Κάνε με ότι θέλεις. Έχω βοηθό μου ταν ουράνιο Πατέρα μου.
Τότε διέταξε τον φροντιστή των θηρίων, ο πιο αναίσθητος και από τα θηρία, να φέρει δυο ασπίδες (δηλ. τα πιο φαρμακερά φίδια), δύο έχιδνες και δύο άλλα φοβερά φίδια Τα φοβερότερα και τα πιο φαρμακερά φίδια τα έφεραν και τα άφησαν εναντίον της Αγίας.
Λυτά, όχι μονάχα δεν την δάγκασαν, αλλά έδειξαν προς αυτήν ευσπλαχνία: δηλ. οι δυο ασπίδες έγλυφαν τα πόδια της και τα φίδια σκουπίζανε τον ιδρώτα, γιατί αγωνιζόταν η Αγία για τον Χριστό!
Ο τύραννος όμως, πιο θηριώδης και από τα θηρία, μάλωνε τον υπηρέτη των θηρίων και του έλεγε να τα ερεθίσει, εναντίον της Αγίας.
Τα θηρία εξαγριώθηκαν και επετέθησαν εναντίον του φύλακα, που τον θανατώσανε. Τότε η Αγία διέταξε τα θηρία να φύγουν από την. πόλη, χωρίς να βλάψουν κανένα, ευχαρίστησε δε τον Κύριο.
– Δέσποτα, ζωοδότη, Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ που ανέστησες το Λάζαρο, άκουσε και την δούλη σου και ανάστησε αυτόν τον άνθρωπο, για να δοξασθεί το Πανάγιο όνομά σου και να πιστέψουν αυτοί που παρακολουθούν, ότι συ είσαι ο μόνος, που κάνει θαυμάσια.
Τότε ακούσθηκε από τους ουρανούς φωνή μεγάλη και είπε:
– Χριστίνα, ευλογημένη δούλη μου, εγώ ο Θεός σου, είμαι μαζί σου και ότι ζητήσεις θα γίνεται.
Τότε σφράγισε τον νεκρό η Αγία με το σημείον του σταυρού, λέγουσα:
– Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού σήκω!.
Αναστήθηκε ο νεκρός, δοξάζοντας τον Θεό και την Αγία.
Της έκοψαν τους μαστούς
Ο τυφλωμένος τύραννος, νομίζοντας μαγεία το θαύμα της Αγίας, διέταξε να κόψουν τους μαστούς της. Το μαρτύριο αυτό είναι πολύ οδυνηρό. Η Χριστίνα, όμως υπέμενε καρτερικά και σήκωσε τότε τα μάτια της στον ουρανό και έκανε τούτη την προσευχή:
– Σ’ ευχαριστώ, Δέσποτα Ιησού Χριστέ, ότι με αξίωσες να πάθω αυτά για την αγάπη σου και για να καθαρισθεί ο ρύπος της ψυχής μου και του σώματος. Γνωρίζω, ότι αύριο τελειώνω τον αγώνα μου για να λάβω το άφθαρτο στεφάνι.
Τότε την φυλάκισαν. Την επισκεφθήκανε όμως πολλές γυναίκες και την παρηγορούσαν με εκδηλώσεις συμπάθειας στους πόνους της.
Η Αγία και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές της τις δίδασκε και πολλές πιστέψανε στο Χριστό με την διδαχή της. Το πρωί της άλλης ημέρας διέταξε ο τύραννος και τη φέρανε στο μέσον και της είπε:
– Προσκύνησε τους θεούς. Αλλοιώς θα σε θανατώσω.
– Σήμερα, του είπε: συ θα χαθείς και θα πας στην αιώνια Κόλαση.
Τότε διέταξε τύραννος να κόψουν την γλώσσα της. Αυτή όμως προσευχήθηκε έτσι:
– Ευχαριστώ, Θεέ μου, γιατί δεν μ’ άφησες από την κοιλιά της μητέρας μου. Ο θησαυρός κάθε αγαθότητας, επέβλεψε εις εμέ, γιατί ήλθε ο καιρός ν’ αναπαυθώ. Πρόσταξε να τελειώσω το δρόμο σ’ αυτό το στάδιο.
Τότε, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό να λέγει:
– Χριστίνα άμωμε, έχε θάρρος, γιατί πολλά υπέφερες για μένα. Γι’ αυτό και πολλή απόλαυση σε περιμένει. Η βασιλεία των ουρανών, έχει ανοιχθεί για σένα και οι Άγγελοι σε περιμένουν. Λοιπόν, έλα να πάρεις το στεφάνι σου, που σε περιμένει…
Όταν δε κόψανε τη γλώσσα της, την πήρε η Αγία στο δεξί της χέρι και την πέταξε στο πρόσωπο του άρχοντα, που τυφλώθηκε αμέσως. Αλλά και φωνή βγήκε από το στόμα της, λέγοντας προς τον τύραννο:
– Ιουλιανέ άπιστε, επειδή έκοψες την γλώσσα μου, που ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δίκαια, άδικε.
Τότε ο τυφλός διέταξε δύο στρατιώτες, θηρία σαν κι αυτόν, να την θανατώσουν. Και ο ένας την πλήγωσε στην καρδιά, με το τόξο του και ο άλλος στα πλευρά και έτσι τελείωσε η Αγία.
Αλλά ο τύραννος, όταν πήγαινε στο σπίτι του, δέχθηκε την οργή του Θεού και πέθανε με φριχτούς πόνους.
Βλέποντας όμως τα θαύματα της Αγίας ένας συγγενής της, πίστεψε και αυτός στο Χριστό και έκτισε στο όνομά της Εκκλησία, οπού και τοποθέτησε το τίμιο και σεβάσμιο λείψανό της.
Η Αγία, παρέδωσε το πνεύμα της την 24ην Ιουλίου, ημέραν Πέμπτη, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.
Στίχος
Τὴν Χριστίναν ἥνωσε Χριστῷ νυμφίῳ, Νύμφην ἄμωμον, αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Εἰκάδι βλῆτο τετάρτῃ Χριστῖνα ὀξέσι πέλταις.
Στίχος
Kτείνουσι πέλται Xριστέ την σην Xριστίναν, Tην Xριστιανών πίστιν ουκ αρνουμένην. Eικάδι βλήτο τετάρτη Xριστίνα οξέσι πέλταις.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ,
ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων,
σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος- ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς,
καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστίνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς
Φωτοειδὴς περιστερὰ ἐγνωρίσθης, ἔχουσα πτέρυγας χρυσᾶς, καὶ πρὸς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστίνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν,
πίστει προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Μεγαλυνάριον
Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σὺ γὰρ ὦ Χριστῖνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.