Η Αγία Αγνή έζησε στους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού, στον καιρό των τρομερών διωγμών. Καταγόταν από την Ρώμη. Ήταν από αριστοκρατικό γένος. Ήταν αγνή και στο σώμα και στην ψυχή.
Και ενώ ζούσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, αυτή εργαζόταν Ιεραποστολικά, για να διαδώσει την πίστη του Χριστού και πιο πέρα. Μάζευε στο σπίτι της διάφορες φίλες της και τις προέτρεπε να γνωρίσουν τον Χριστό ως Θεό και Αυτόν μόνο να λατρεύουν για Θεό, διότι οι άλλοι ήταν ψεύτικοι θεοί.
Αυτό μαθεύτηκε και προκάλεσε την αγανάκτηση του άρχοντα της Ρώμης, ο οποίος διέταξε να την φέρουν μπροστά του.
Όταν την φέρανε, άρχισε ο άρχοντας να την παρακινεί, να θυσιάσει στα είδωλα. Διαφορετικά την περίμενε τρομακτική τιμωρία. Δεν δίστασε μάλιστα να της πει ότι, αν αρνηθεί, θα την ρίξει σε πορνοστάσιο!
Η απάντηση όμως της Αγίας Αγνής προς τον Ρωμαίο άρχοντα ήταν θαρραλέα και άξια θαυμασμού:
– Ούτε στους θεούς σου θυσιάζω, ούτε για το πορνοστάσιο με ενδιαφέρει, διότι πιστεύω ακράδαντα, πως ο Θεός θα με φυλάξει από όλα αυτά!
Ο εγωιστής και βάρβαρος άρχοντας, δεν μπορούσε να ακούει αυτές τις θαρραλέες απαντήσεις και θέλησε να ρεζιλέψει την Αγία.
Γι’ αυτό κάλεσε εκεί τον άνθρωπο, που είχε το πορνοστάσιο με τις διεφθαρμένες γυναίκες. Προηγουμένως της έβγαλε τα ενδύματα και την άφησε με ένα μόνο φόρεμα. Έτσι ημίγυμνη διέταξε να την περιφέρουν μέσα στην πόλη και να την βλέπουν οι άνθρωποι.
Θέλησε έτσι να την ρεζιλέψει. Αφού την περιέφεραν ημίγυμνη στους κεντρικότερους δρόμους της πόλεως, την πήγαν στο πορνείο.
Η Αγία Αγνή προσευχόταν στο Θεό να την προστατέψει από την αμαρτία και να μη χάσει έτσι τον θησαυρό της παρθενίας. Στο πορνείο έρχονταν πολλοί για να την ατιμάσουν.
Κανένας όμως από αυτούς δεν μπόρεσε να επιτύχει αυτό που ήθελε, διότι μόλις την πλησίαζαν, ένιωθαν την επιθυμία τους να ναρκώνεται και έτσι έφευγαν άπρακτοι! Αυτό έκανε εντύπωση σε όλους, που το πληροφορήθηκαν.
Τότε παρουσιάστηκε και κάποιος υπερήφανος νέος, που υπερηφανευόταν και έλεγε, ότι θα κατορθώσει να ατιμάσει την Αγία κάτι που δεν κατάφεραν οι άλλοι. Και πλησίασε την παρθένο προκειμένου να ικανοποίησει το πάθος του.
Η Αγία Αγνή κατέφυγε στην προσευχή, στο Νυμφίο της Χριστό. Και ω του θαύματος! Ο νέος έπεσε στη γη νεκρός, λες και τον βάρεσε κεραυνός! Κάποιος που βρέθηκε εκεί κοντά και είδε το θαύμα, εφώναξε:
– Μεγάλη η πίστης των Χριστιανών. Μεγάλη είναι η δύναμη του Χριστού!
Το θαύμα αυτό διαδόθηκε αμέσως σε όλη την Ρώμη. Πολλοί τότε πιστέψανε. Ο Άρχοντας, όταν πληροφορήθηκε όλα αυτά και τον μυστηριώδη θάνατο τού νέου, διέταξε να φέρουν την Αγία μπροστά του.
Ήταν πολύ αγριεμένος και στενοχωρημένος. Με πικρόχολα και αυστηρά λόγια της λέγει:
– Δεν μου λες, παμπόνηρο κορίτσι, με ποιόν τρόπο θανάτωσες τον νέον;
Και η Αγία, με όλο το θάρρος και την ειλικρίνεια της, του εξιστορεί το θαύμα:
– Άκουσε, άρχοντα. Όταν εσύ διέταξες να με ατιμάσουν και με έφερναν στο καταραμένο και σιχαμερό εκείνο σπίτι, με ακολούθησε ένας ασπροντυμένος νέος. Αυτός ο νέος καθόταν κοντά μου και νέκρωνε την επιθυμία εκείνων, που με πλησίαζαν.
Ο ίδιος θανάτωσε και τον νέον αυτόν. Και τούτο, διότι με πλησίαζε με υπερηφάνεια και θρασύτητα, και είχε σκοπό να με ατιμάσει, να αμαρτήσει, να με κάμει και μένα να αμαρτήσω.
– Και ποιός είναι εκείνος ο ασπροντυμένος, που σε βοήθησε; ρωτά ο άρχοντας.
– Ο Κύριος και Θεός μου, του απάντησε, έστειλε τον Άγγελο του και με φύλαξε από κάθε ατιμία και προσβολή.
– Για να μας αποδείξεις, ότι λες αλήθεια, παρακάλεσε τον Θεό σου να αναστηθεί αυτός ο νεκρός, της λέει τότε ο άρχοντας.
– Ο Χριστός μου, λέγει η Αγία, έχει την δύναμη να τον αναστήσει. Να δούμε όμως, αν θα πιστέψεις…
Η Αγία τότε γονάτισε, σήκωσε τα χέρια προς τον Ουρανό και με κλαμμένα από τη συγκίνηση και θερμή πίστη μάτια, προσευχήθηκε στο Θεό. Το θαύμα έγινε! Ο νεκρός αναστήθηκε!
Το θαύμα τούτο το είδαν όλοι, όσοι βρέθηκαν εκεί και τα χάσανε. Άλλοι από αυτούς πίστεψαν και έγιναν Χριστιανοί και άλλοι απέδωσαν το θαύμα σε μαγεία και έμειναν οι δύστυχοι στην απιστία τους. Φώναξαν στον άρχοντα να την φονεύσει, διότι, δήθεν, ήταν μάγισσα!
Έτσι ο σκληρός και πορωμένος άρχοντας δίδει διαταγή να ανάψουν φωτιά και εκεί μέσα θα έριχνε την Αγία, για να την κάψει ζωντανή. Όπως τελικά και έκανε.
❈ Απολυτίκιον Ήχος πλάγιος α’. Τον συνάναρχον Λόγον
Φερωνύμως αγνείας ώφθης κειμήλιον, και ανδρικώς ηγωνίσω υπέρ της δόξης Χριστού, καλλιπάρθενε σεμνή Αγνὴ πανεύφημε· ως γαρ θυσία καθαρά, προσενήνεξαι αυτώ, τελέσασα τον αγώνα, δια πυρός Αθληφόρε, και του εχθρού την πλάνην έφλεξας.
Αγία Αγνή πρέσβευε υπέρ ημών !