«Ἡ Χήρα τοῦ Νεομάρτυρος» (1905), μια ομολογία πίστεως, ένα συναξάρι για ακόμη έναν άγνωστο, αφανή ήρωα του Τρόπου μας, που διέσωσε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ!
Όποτε και να το διαβάσω, είμαι έτοιμος να βουρκώσω…

Το θεωρώ πάντα επίκαιρο και σε αντίστιξη με το σήμερα. Από κείνα που δεν μπορούν να νιώσουν οι εθνομηδενιστές αυτού του τόπου!

{…} Τὸν ἔφεραν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ἡτοίμασαν τὴν ἀγχόνην.

―Ἐσκότωσες τὸν ἄνθρωπον!

―Ὄχι!

―Γίνε Τοῦρκος!

―Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!

Δύο ἢ τρεῖς Τοῦρκοι μὲ πλατέα σαρίκια, παριστάμενοι εἰς τὸν ἀπαίσιον τόπον, ἤρχισαν νὰ νουθετοῦν τὸν κατάδικον.

―Ἔλα εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν, ἄνθρωπε, νὰ γλυτώσῃς… Δὲν λυπᾶσαι τὰ νιᾶτά σου;

―Γίνε, γκιουζὲλ Γκιαούρ, γίνε Τοῦρκος! Δὲν ἔχεις γονεῖς; Δὲν λυπᾶσαι τὴ μάννα σου;

―Παντρεμένος εἶσαι; Δὲν λυπᾶσαι τὰ παιδιά σου;

Ὁ Κωσταντὴς εἶχεν ὀλιγοψυχήσει καὶ πάλιν. Ἐκρατήθη ἡ φωνή του.

―Θὰ γίνης; Τ᾿ἀπεφάσισες;

―Ὄχι! Δὲν κολάζω τὴν ψυχὴ τοῦ νοννοῦ μου, ποὺ μ᾿ἐβάφτισε.

Ὁ δήμιος ἔσυρε τὸ σχοινίον.

―Θὰ γίνῃς Τοῦρκος;

―Ἡ τελευταία ὥρα σου!

―Ὄχι! Δὲν κολάζω τὸν νοννό μου!

Ὁ δήμιος ἡτοίμασε τὴν θηλειάν.

―Σῦρε λοιπὸν εἰς τὸν ᾍδην, ἄπιστε!

―Μνήσθητί μου, Κύριε!

Καὶ μετ᾿ὀλίγα λεπτά, ὁ νέος ἤσπαιρε κρεμάμενος εἰς τὴν ἀγχόνην {…}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ