Η πιο χαρακτηριστική εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας είναι εκείνη που μας παρουσιάζει η παραβολή της κρίσεως, όπως την καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.
Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού … συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφορίσει αυτούς απ᾽ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τα δε ερίφια εξ ευωνύμων.
Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, Δεύτε, οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου· επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες,
Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν; πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν; πότε δε σε είδομεν ασθενούντα η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς, ᾽Αμήν λέγω υμίν, εφ᾽ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.
Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων, Πορεύεσθε απ᾽ εμού [οι] κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού· επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με.
Τότε αποκριθήσονται και αυτοί λέγοντες, Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα η διψώντα η ξένον η γυμνόν η ασθενή η εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων, ᾽Αμήν λέγω υμίν, εφ᾽ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. (Ματθ. 25, 31-46).
Η εικόνα της κρίσεως είναι σαφής ως προς τα μηνύματα της. Το κλειδί βρίσκεται στον ελάχιστο αδελφό και στην ταύτιση του με τον Κύριο της δόξης.
Ο ίδιος ο Κύριος είναι ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο ξένος, ο γυμνός, ο ασθενής, ο φυλακισμένος. Και η σχέση κάθε πιστού προς αυτόν είναι το ζύγι όπου ζυγοσταθμίζεται η ποιότητα και η γνησιότητα της ζωής του.
Οι άγιοι Πατέρες, αναζητώντας τα ίχνη της βασιλείας του Θεού μέσα μας, εμβαθύνουν στην σχέση αυτή και επισημαίνουν τις εκδηλώσεις που μαρτυρούν το νέο ήθος που έφερε ο Χριστός στον κόσμο.
Την ευποιΐα προς τους αδελφούς ο Χριστός «αγαπητικώς μετατρέπει εις εαυτόν» (Κλήμης Αλεξανδρείας).
Η ταύτιση αυτή του προσώπου του Κυρίου της δόξης με την ύπαρξη του ελαχίστου, ενδεούς και καταφρονημένου, είναι μια αληθινή επανάσταση, διότι καταργεί κάθε έννοια διακρίσεως φυσικής η κοινωνικής.Και μαζί τονίζει πόση σημασία δίνει ο Θεός στην αγαπητική μας διάθεση προς τον πλησίον.
Αφού “ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον”, και εμείς οφείλουμε να μιμηθούμε την ίδια αγάπη. Η μετάδοση της καρδιάς κάνει τον άνθρωπο πραγματικά πλούσιο. Αντιθέτως υπάρχουν πλούσιοι που είναι πραγματικά πένητες, διότι «πένονται μεταδόσεως, ως ούκ έχοντες» (είναι φτωχοί στο να δίνουν, σαν να μην έχουν!).
Η Εκκλησία δεν καταδικάζει τα ίδια τα υλικά αγαθά, αλλά την επιθυμία και την όρεξη του πλούτου,που οδηγεί στην άδικη συσσώρευση και στην αδικώτερη χρήση του.
Προϋπόθεση για την δίκαιη χρήση του είναι ο ολοκληρωτικός προσανατολισμός της υπάρξεως προς τον Θεό. Δηλαδή, το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεως σου» και το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν».
Η αγάπη αυτή κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο, αήττητο, άνοσο, άτρωτο, υπό χρημάτων, γι’ αυτό και βλασταίνει φιλανθρωπία.
Μάλιστα οι Πατέρες αναφερόμενοι στον λόγο του Κυρίου «ποιήσατε εαυτοίς φίλους εκ του μαμωνά της αδικίας, ίνα όταν εκλίπητε δέξωνται υμάς εις αιωνίους σκηνάς», συνιστούν στον πραγματικό Χριστιανό να μην εφησυχαζει περιμένοντας εκείνους που θα του χτυπήσουν την πόρτα, αλλά να κινηθεί ο ίδιος και να αναζητήσει με ευχάριστη διάθεση τους μαθητές του Κυρίου.
Πρόκειται για μια διαρκή κίνηση συνάντησης που μαρτυρεί την συνοχή των μελών του Σώματος του Χριστού. Έτσι μπορεί κάποιος με τα χρήματα να αγοράσει την αφθαρσία. Και ο πλούσιος καλείται «να πλεύση επί ταύτην την πανήγυριν», να αψηφήσει κινδύνους και πόνους για την απόκτηση του αληθινού πλούτου.
Ο Μέγας Αθανάσιος απαντά σε μια σχετική ερώτηση που γίνεται και σήμερα από κάποιους. Τι είναι για τον Θεό τιμιώτερον, οι δωρεές στους ναούς η η προσφορά προς τους δεομένους;
Λέει ο ιερός Πατήρ ότι η παραβολή της Κρίσεως μας αποκαλύπτει την προτεραιότητα της βοήθειας προς τους δεομένους. Τους παραβάλλει με κτιστούς ναούς, που έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των οικοδομημάτων: ότι έχουν κτισθεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Χριστού.
Οι ελεήμονες μακαρίζονται περισσότερο από τους ποιούντας σημεία. Αν και τα θαύματα έχουν ιδιαίτερη θέση στην ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων, ως σημεία της δυνάμεως και της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, ποτέ στην Εκκλησία δεν υπερέβησαν τα λοιπά χαρίσματα και μάλιστα τα μείζονα χαρίσματα του Πνεύματος.
Μιλάμε σήμερα για μεγάλα χαρίσματα της προοράσεως και της διοράσεως η για θαυματουργικές ενέργειες. Εάν όμως το θαύμα είναι μέσον προς την γνώση του Θεού, η αγάπη είναι ο σκοπός, διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και το γνώρισμα της αγάπης είναι το έλεος, η ευσπλαγχνία, το άνοιγμα και η καύσις της καρδίας για όλο τον κόσμο.
Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, Καθηγούμενος Ι. Μονής Κουτλουμουσίου