Ένας άνθρωπος βάδιζε στο δάσος. Ήθελε να διαλέξει ένα καλό δέντρο, απ’ όπου θα έβγαζε δοκάρια για τη σκεπή του σπιτιού του. Εκεί είδε δύο δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα ήταν ίσιο, λείο και ψηλό, άλλα το εσωτερικό του, ο πυρήνας του, ήταν σάπιο. Το άλλο είχε ανώμαλη επιφάνεια κι ο κορμός του έδειχνε άσχημος.

Το εσωτερικό του όμως ήταν γερό. Ο άνθρωπος αναστέναξε και είπε: «Σε τί μπορεί να μου χρησιμέψει το ψηλό και ίσιο αυτό δέντρο, αφού το μέσα του είναι σάπιο κι ακατάλληλο για δοκάρια;

Το άλλο μοιάζει ανώμαλο, άσχημο, άλλα τουλάχιστο το μέσα του είναι γερό. Έτσι, αν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορώ να το διαμορφώσω και να το χρησιμοποιήσω για δοκάρια στο σπίτι μου». Και χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, διάλεξε το δέντρο εκείνο, το γερό.

Το ίδιο θα κάνει κι ο Θεός για να ξεχωρίσει δύο ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο ναό Του. Δε θα διαλέξει εκείνον που φαίνεται επιφανειακά δίκαιος, αλλά τον άλλον, εκείνον που η καρδιά του είναι γεμάτη με την αληθινή δικαιοσύνη του Θεού.

Οι υπερήφανοι έχουν τα μάτια τους διαρκώς υψωμένα προς το Θεό. Οι καρδιές τους όμως είναι κολλημένες στη γη. Αυτοί δεν ευαρεστούν στο Θεό.

Ευάρεστοι στο Θεό είναι οι ταπεινοί άνθρωποι, οι πράοι, που έχουν τα μάτια τους χαμηλωμένα στη γη, μα οι καρδιές τους είναι γεμάτες ουρανό.

Ο Δημιουργός προτιμά τους ανθρώπους που ομολογούν στο Θεό τις αμαρτίες τους, όχι τα καλά τους έργα…

«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης». Δυο άνθρωποι, δυο αμαρτωλοί, ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.

Δυο άνθρωποι, δυο αμαρτωλοί, με τη διαφορά πως ο Φαρισαίος δεν έβλεπε τον εαυτό του σαν αμαρτωλό, ενώ ο τελώνης το παραδεχόταν.

Ο Φαρισαίος ανήκε στην υψηλότερη κοινωνική τάξη της εποχής, ο τελώνης στην πιο περιφρονημένη…

Η υπερηφάνεια του Φαρισαίου κι η σιγουριά του πως ήταν δίκαιος, δηλαδή πνευματικά υγιής, ήταν τέτοια, ώστε δεν απαίτησε την πρώτη θέση μόνο από τους ανθρώπους, για να τον βλέπουν όλοι, αλλά κι από το Θεό. Την απαιτούσε όχι μόνο όταν συμμετείχε σε γεύματα και σε συναθροίσεις, μα ακόμα και στο ναό, την ώρα της προσευχής.

Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να δείξει πόσο άρρωστος ήταν πνευματικά ο Φαρισαίος, πόσο η αρρώστια της αδικίας και της αλαζονείας τον είχαν διαφθείρει…

Γιατί λέει προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο; Γιατί δεν προσευχόταν δυνατά; Επειδή ο Θεός ακούει πιο προσεχτικά αυτά που η καρδιά λέει, όχι όσα προφέρουν τα χείλη. Αυτά που σκέφτεται κι αυτά που αισθάνεται ο άνθρωπος την ώρα που προσεύχεται έχουν περισσότερη σημασία για το Θεό από τα λόγια που προφέρει η γλώσσα.

Η γλώσσα μπορεί να εξαπατήσει, η καρδιά όμως όχι.

Αυτή φανερώνει καθαρά πώς είναι ο άνθρωπος μέσα του, αν είναι μαύρος ή άσπρος, αν είναι ειλικρινής ή υποκριτής…

Ο Θεός δεν αναγνωρίζει τους φίλους Του από τα λόγια τους, αλλ’ από τις καρδιές τους. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν εκτιμά τη συκιά από τα φύλλα της, αλλ’ από τους καρπούς της.

Πώς θά ‘πρεπε να προσευχηθεί ένας αληθινός άνθρωπος της προσευχής; Ιδού, πώς: «Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

Ο τελώνης έστεκε μακριά από το θυσιαστήριο και δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλά χτυπούσε το στήθος του κι έλεγε: Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ελέησέ με τον αμαρτωλό.

Ο πραγματικός άνθρωπος της προσευχής δεν πηγαίνει μπροστά, στην πρώτη θέση μέσα στην εκκλησία. Τι ανάγκη έχει να το κάνει αυτό; Ο Θεός τον βλέπει και στο πίσω μέρος της εκκλησίας το ίδιο, όπως κι αν στεκόταν μπροστά. Ο αληθινός άνθρωπος της προσευχής βρίσκεται πάντα σε πραγματική μετάνοια.

«Η μετάνοια του ανθρώπου είναι πανηγύρι για το Θεό», λέει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Ο ταπεινός άνθρωπος στέκεται μακριά. Νιώθει τη μηδαμινότητά του ενώπιον του Θεού, γεμίζει με ταπείνωση μπροστά στη μεγαλοσύνη Του.

Ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», ομολόγησε έμφοβος όταν τον πλησίασε ο Χριστός: «Ουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού» (Μάρκ. α’ 7). Η αμαρτωλή γυναίκα έπλυνε τα πόδια του Χριστού με τα δάκρυά της.

Ο αληθινός άνθρωπος της προσευχής είναι πολύ ταπεινός, νιώθει ευτυχής μόνο από το γεγονός ότι ο Θεός του επιτρέπει να πλησιάσει στα πόδια Του…

Δεν υπάρχει αμαρτία στη γη που να παραμείνει απαρατήρητη από το Θεό. Ο αληθινός άνθρωπος της προσευχής το γνωρίζει αυτό και γι’ αυτό ταπεινώνεται βαθιά, στέκεται με ντροπή μπροστά στο Θεό. Γι’ αυτό και η παραβολή λέει, ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι…

Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ελέησέ με τον αμαρτωλό. Αυτά έλεγε ο τελώνης. Δεν απαριθμούσε ούτε τα καλά του έργα ούτε τα κακά. Ο Θεός τα γνωρίζει όλα. Κι ο Θεός δεν επιθυμεί την απαρίθμηση των αμαρτιών, αλλά την ταπείνωση και τη μετάνοια για όλ’ αυτά. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ.

Τα λόγια αυτά τα λένε όλα. Θεέ μου, Εσύ είσαι ο γιατρός κι εγώ ο άρρωστος. Μόνο Εσύ μπορείς να με θεραπεύσεις, σε Σένα μόνο ανήκω. Ο γιατρός είσαι Εσύ, θεραπεία είναι το έλεός Σου.

Λέγοντας ο άρρωστος, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ, είναι σα να λέει με ειλικρινή μετάνοια: «Γιατρέ, δώσε τη θεραπεία σε μένα τον άρρωστο. Κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορεί να με θεραπεύσει παρά μόνο Εσύ, Θεέ μου. «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα» (Ψαλμ. ν’ 6).

Από τους ανθρώπους δεν υπάρχει βοήθεια για μένα, όσο δίκαιοι κι αν είναι αυτοί. Μόνο Εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Τίποτ’ άλλο δεν μπορεί να με βοηθήσει. Ούτε η νηστεία μου, ούτε το δέκατο της περιουσίας μου που δίνω ούτε όλα τα καλά μου έργα.

Μόνο το ελεός Σου μπορεί να γειάνει τις πληγές μου σαν φάρμακο σωστικό. Ο έπαινος των ανθρώπων δεν μπορεί να θεραπεύσει τα τραύματά μου, μάλλον τα χειροτερεύει. Εσύ μόνο γνωρίζεις την αρρώστια μου κι Εσύ έχεις και τη θεραπεία.

Είναι άσκοπο για μένα να πάω οπουδήποτε αλλού ή να προσευχηθώ σε οποιονδήποτε άλλον. Αν Εσύ με απορρίψεις, ο κόσμος ολόκληρος δεν μπορεί να με συγκρατήσει από την καταστροφή. Εσύ, μόνο Εσύ, Κύριε, μπορείς, αν το θέλεις. Θεέ μου, συχώρεσέ με, σώσε με. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ…

Ο Κύριος τελειώνει τη θαυμάσια παραβολή Του με την εξής διδαχή: «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. ιη’14). Ποιος είναι ο υψών εαυτόν και ποιος ο ταπεινών; Κανένας δεν μπορεί να υψωθεί ούτε όσο το φάρδος μιας τρίχας, αν ο Θεός δεν τον σηκώσει.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Καιρός μετανοίας: Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως την Μεγάλη Παρασκευή: Ομιλίες Β΄, 1η έκδ.,
Εκδόσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ, Αθήνα, 2010

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ