Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Λουκά Στ

Το ευαγγελικό Ανάγνωσμα αναφέρεται στην παραβολή του άφρονος πλουσίου. Πρόκειται για μία παραβολή που αποτολμά να κάνει μία ανατομία στην ανθρώπινη ιστορική πραγματικότητα.

Βασικό στοιχείο της παραβολής αυτής είναι ο ρεαλιστικός τρόπος αντιμετώπισης της ζωής. Ο Ιησούς Χριστός δεν ωραιοποιεί τα πράγματα.

Προσπαθεί να δείξει τη ζωή και τη νοοτροπία των ανθρώπων, όπως φανερώνεται στην καθημερινότητα και όχι όπως θα θέλαμε να είναι.

Η παραβολή ακόμη δείχνει, ότι ο Ιησούς είναι καλός γνώστης τής ανθρώπινης ψυχής και διερευνά με πολλή σοφία τα ιστορικά δεδομένα μέσα στα οποια κινούμαστε όλοι καθημερινά.

Η ιστορία υπό την προοπτική του εσχατολογικού μέλλοντος.

Βέβαια ο πλούσιος της παραβολής είχε μερικά πολύ θετικά στοιχεία και γι’ αυτά ήταν αξιέπαινος. Ποτέ κανείς δεν είναι σε όλα θετικός ή σε όλα αρνητικός. Το θέμα είναι προς τα που κλίνει η ζυγαριά. Ο άνθρωπος της παραβολής ήταν, ασφαλώς, αξιέπαινος για την εργατικότητα και τη δημιουργικότητά του.

Δεν μπορεί να του αμφισβητήσει κανείς την ικανότητα να διευρύνει τις επιχειρήσεις του και να αυξήσει τα πλούτη του. Εξάλλου, όπως αναφέρεται, τα πλούτη του αυξήθηκαν όχι από παρανομίες αλλά διότι «ευφόρησεν η χώρα». Ήταν δηλαδή τυχερός, όπως λέμε, αλλά και ικανός χειριστής του πλούτου.

Αυτά είναι θετικά στοιχεία. Φανερώνουν ένα άνθρωπο που δεν είναι οκνηρός και ανίκανος, σπάταλος και αδιάφορος για την αύξηση της περιουσίας που δέχθηκε. Στην προσωπική του ζωή αναδεικνύεται και ο ίδιος εργατικός και δημιουργικός.

Πολλοί, ασφαλώς, θα επιθυμούσαν να είχαν τη δική του τύχη και τη δική του ικανότητα. Ίσως να εθεωρείτο και τύπος εργατικού ανθρώπου προς μίμηση από τους νεότερους.

Η παραβολή τον κατακρίνει μόνο για την αδιέξοδη προοπτική και για τους λανθασμένους και ανέφικτους σκοπούς που θέτει στη ζωή του. Νομίζει πως είναι αθάνατος και θα είναι για πάντα χειριστής του πλούτου του.

Μετά την ανεπάντεχη ευφορία και τη συναγωγή των αγαθών του, υπερφίαλα λέει στον εαυτό του· «ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου». Του διαφεύγει μια βασική αλήθεια, που πιθανώς δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ, η πραγματικότητα του θανάτου.

Χωρίς αμφιβολία, δύο πράγματα είναι κυρίαρχα στον παρόντα κόσμο, η ζωή και ο θάνατος. Όποιος αγνοεί τον θάνατο δεν καταλαβαίνει σωστά και το νόημα της ζωής. Ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται και να δραστηριοποιείται δημιουργικά κάτω από την προοπτική των δύο αυτών μεγάλων μεγεθών της ιστορίας.

Δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για τη ζωή. Η ζωή είναι η μόνιμη πρόκληση του παρόντος. Αλλά δεν επιτρέπεται να αγνοούμε και την άλλη πραγματικότητα, του θανάτου.

Ο θάνατος δεν είναι μόνο του μέλλοντος, είναι και του παρόντος. Ο θάνατος, βέβαια, δεν πρέπει να θεωρείται πάντοτε αρνητικό μέγεθος και ούτε είναι μία μόνιμη απειλή. Ο θάνατος μπορεί να λειτουργήσει και θετικά, ως πρόσκληση για ποιότητα ζωής, αφού κάποια στιγμή και μάλιστα αναπάντεχα έρχεται το τέλος.

Έχει ειπωθεί, σωστά, πως οποίος μελετάει το θάνατο εκείνος και καταλαβαίνει καλύτερα τη ζωή.

Η μελέτη του θανάτου προβάλλει μία ερμηνευτική προσέγγιση της ζωής. Τούτο δεν σημαίνει, ότι η σκέψη του θανάτου θα αμαυρώσει συνεχώς το νόημα της ζωής και θα αποτρέπει τη βίωση της χαράς και της ευτυχίας.

Πολύ δε περισσότερο «η μελέτη θανάτου» δεν θα λειτουργήσει ανασταλτικά σε κάθε πράξη δημιουργικότητας.

Αντίθετα, μάλιστα, η σκέψη ότι στην παρούσα ζωή δεν είμαστε μόνιμοι, αλλά ότι ετοιμαζόμαστε για την αιώνια ζωή της μόνιμης κατοίκησής μας, θα μας κάνει πιο ελεύθερους από τα παρόντα και πιο ψύχραιμους και αντικειμενικούς για τα γεγονότα της καθημερινής τριβής και τα γεγονότα του μέλλοντος.

Η αίσθηση της ανεστιότητας και του πάροικου σ’ αυτή τη ζωή δεν υπάρχει κίνδυνος να μας οδηγήσει σε ραθυμία και σε πνευματική ραστώνη. Μάλλον θα μας κρατήσει σε εγρήγορση και σε εσχατολογική προσδοκία. Έτσι τουλάχιστο αντιλαμβάνεται και βιώνει τη μνήμη θανάτου η νηπτική θεολογία που επιβάλλει μία ασκητική θεώρηση της ζωής.

Με αυτό τον τρόπο, κοσμικοί και αναχωρητές, θα ξεπεράσουμε το άγχος του παρόντος για οικονομικό πλουτισμό και πνευματική κυριαρχία.

Η επιθυμία για δύναμη, επιβολή επί των άλλων και κατάκτηση παντός αγαθού, σκοτώνει ουσιαστικά τη ζωή και ιδιαίτερα την ποιότητα ζωής που πρέπει να είναι και το μοναδικό ζητούμενο και ασφαλώς το επιδιωκόμενο.

Η «φιλανθρωπία» του θανάτου.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο άνθρωπος πρέπει να γίνεται σοφότερος και πιο ελεύθερος από όλα εκείνα που μας δεσμεύουν και μας κρατούν δεμένους με τα καθημερινά, τα φθαρτά και τα γήϊνα.

Πνευματική ζωή. εκτός των άλλων, σημαίνει γαλήνια και ήρεμη στάση στα ανθρώπινα πάθη και προπαντός ήρεμη αντιμετώπιση του ερχομού του θανάτου.

Ο θάνατος δεν είναι πάντοτε μια επικίνδυνη απειλή. Παραδόξως είναι και μια «φιλάνθρωπη» έκφραση της τραγικότητας της ζωής. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να αναπαυθεί. Η ζωή, τα προβλήματα, το άγχος, η ασθένεια και ο πόνος τον έχουν κουράσει. Ζητάει ένα τέλος στον κόπο, στη μωρία και τη μικρότητα του παρόντος,

Δεν υπάρχει, δυστυχώς, μεγαλύτερη αλήθεια στη ζωή από το θάνατο που έρχεται. Και ο θάνατος έρχεται, ευτυχώς, για όλους ανεξαιρέτως. Για πλούσιους και φτωχούς, για μικρούς και μεγάλους. Για υγιείς και αρρώστους.

Για άσημους και επίσημους. Ο θάνατος είναι δίκαιος, περισσότερο «δίκαιος» και από την ίδια τη ζωή. Σε όλους κάποια στιγμή θα ακουσθεί τελεσίδικα η «φωνή»· «ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου».

Στη ζωή συνήθως παρουσιάζονται πολλές διαφορές και γίνονται πολλές διακρίσεις, και αισθανόμαστε ότι αυτό είναι πολύ άδικο. Ο θάνατος, όμως, είναι κοινός και όμοιος για όλους, χωρίς διακρίσεις και επιλεκτικές προτιμήσεις.

Πολλές δε φορές για τους φτωχούς και αδύνατους, τους περιφρονημένους και ταλαιπωρημένους της ζωής, ο θάνατος είναι ευπρόσδεκτος και έρχεται πιο ήρεμα και πιο γαλήνια. Ο Θεός επέτρεψε τουλάχιστο ο θάνατος να είναι «δίκαιος» για όλους. Η κοινή μοίρα, όπως λέμε.

Αυτή την κοινή και αναπότρεπτη αλήθεια αγνοούσε παράδοξα ο πλούσιος της παραβολής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε «άφρονας». Ήταν πλούσιος σε αγαθά. Μα ήταν φτωχός, σε αισθήματα και σοφία.

Ο ταλαίπωρος, την ώρα της επιβεβαίωσης για επιτυχίες, για πλουτισμό, για αύξηση της δύναμης και των αγαθών, έρχεται ανυποψίαστα και ανεπάντεχα το τέλος. Εκεί που επιβεβαιώνεται και διασφαλίζεται κατά ένα απόλυτο τρόπο η ζωή, έρχεται η αμφισβήτηση από τον θάνατο.

Υπάρχει μια αλήθεια που, δυστυχώς, την ξεχνούμε όλοι μας. Ο άνθρωπος στο ξεκίνημά του, με τη γέννηση, έχει μια φυσική τάση να αποκτά, να αυξάνει, να είναι όλα δικά του, να συσσωρεύει επάνω του πλούτη, αγαθά, γνώση και σοφία.

Κάποια στιγμή, όμως, θα πρέπει να αποκτήσει και τη σοφία να αποβάλει, να αφαιρεί από πάνω του, να γυμνώνεται και να απελευθερώνεται από όλα. Η ένδυση στην αρχή και η απέκδυση στο τέλος. Ο θάνατος είναι η απέκδυση των δερματίνων χιτώνων της φθοράς και η ένδυση της αφθαρσίας. Και αυτή είναι η «φιλάνθρωπη» πλευρά του σωματικού θανάτου.

(Γ. Π. Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Α΄, εκδ. Αποστ. Διακονία. -αποσπάσματα-, σ. 243, 245-249)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ