Την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που θα ακούσουμε αύριο στο Ευαγγέλιο της θείας Λειτουργίας, ο Ιησούς Χριστός την είπε σε κάποιο νομικό. Στα ιερά Ευαγγέλια, σαν μια χωριστή τάξη μαζί με τους Φαρισαίους, αναφέρονται οι νομικοί και οι γραμματείς.
Αυτοί ήσαν άνθρωποι, που καταγίνονταν στη μελέτη και την ερμηνεία του Νόμου· άνθρωποι διαβασμένοι, αλλά στεγνοί και προσκολλημένοι δουλικά στο γράμμα, χωρίς να μπορούνε να εισχωρήσουν στο πνεύμα του Νόμου. Γιατί ο Νόμος έχει πνεύμα, που είναι πνεύμα Θεού.
Μιλούμε για το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, για τον οποίο ο Ιησούς Χριστός είπε πως δεν ήλθε να τον καταργήσει, αλλά να τον συμπληρώσει. Αυτός ο Νόμος, καθώς γράφει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλατάς επιστολή, «παιδαγωγός εις Χριστόν γέγονεν» .
Επί αιώνες ετοίμασε και παιδαγώγησε τον Ιουδαϊκό λαό, για να τους φέρει στο Χριστό· να τους οδηγήσει από τη δικαιοσύνη στο Ευαγγέλιο της Χάρης.
Στο Ευαγγέλιο δεν έχει βέβαια τίτλο και επιγραφή, αλλ’ από το πρόσωπο, που κυριαρχεί σ’αυτήν κι από την πράξη του, πήρε τον τίτλο της παραβολής του καλού Σαμαρείτη.
Είναι, πολύ απλή στη σύνθεση και τη διατύπωσή της, ώστε να διδάσκει αμέσως και φανερά εκείνο που ήθελε να πει ο θείος Διδάσκαλος.
Ο νομικός είναι ο διαβασμένος άνθρωπος της εποχής του, που του πέρασε από το νου πως θα μπορούσε να μπλέξει τον Ιησού Χριστό σε κάποια συζήτηση. Αλλά πήρε ένα καλό μάθημα.
Ο θείος Διδάσκαλος του έδωσε να καταλάβει πως άλλο να είναι κανείς διαβασμένος κι άλλο να είναι καλός και χρήσιμος άνθρωπος.
Πολλοί πιστεύουν στη ματαιότητα των λόγων και λένε πάντα πολλά, τάχα για να βρουν την αλήθεια, μα λίγοι στην κατάλληλη στιγμή κάνουν ό,τι πρέπει. Γι’ αυτό βλέπομε στην παραβολή πως αλλιώς ρωτά ο νομικός κι αλλιώς του απαντά ο Ιησούς Χριστός.
Γιατί πραγματικά υπάρχει μια διαφορά και μια αντιστροφή στην αρχική ερώτηση του νομικού και στο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Ιησούς Χριστός μετά την παραβολή.
Η διαφορά είναι ότι ο νομικός ρωτάει για να μάθει ποιός είναι ο πλησίον κι ο Ιησούς Χριστός του απαντά τι κάνει ο πλησίον. Γιατί, αλήθεια, δεν έχει σημασία ποιοί είμαστε, αλλά τι κάνομε· απ’ ό,τι κάνομε δείχνομε ο καθένας ποιοί είμαστε.
Πάει να πει πως ο άνθρωπος δεν είναι η σοφία του και το αξίωμά του· σοφία είχε ο νομικός και κάποιο αξίωμα είχαν ο ιερέας κι ο λεβίτης. Αλλά ο άνθρωπος είναι το τι θέλει και μπορεί να κάνει για τον άλλο άνθρωπο.
Στη θεία Γραφή και στους Πατέρες της Εκκλησίας, σοφία δεν είναι η θεωρητική γνώση, αλλά η πράξη. Αυτό θέλει να πει το πατερικό αξίωμα «πράξις θεωρίας επίβασις». Για να φτάσεις να ξέρεις πολλά και να φιλοσοφείς για πολλά, πρέπει πρώτα να ασκηθείς στην πράξη και να πάθεις πολλά.
Τα καλύτερα μαθήματα είναι τα παθήματα. Σε μια αρχαία τραγωδία ο χορός υμνεί το Θεό, «τον πάθει το μάθος θέντα», που έβαλε να μαθαίνει και να διδάσκεται ο άνθρωπος μέσα στα παθήματά του. Αλλά τί πάμε στην αρχαία τραγωδία;
Ο Απόστολος γράφει για τον ίδιο τον Ιησού Χριστό ότι «έμαθεν, αφ’ ων έπαθε την υπακοήν»· αν και ήταν Υιός. έμαθε την υπακοή απ’ όσα έπαθε, ασκήθηκε σαν άνθρωπος στην υπακοή μέσα στα παθήματά του.
Άψητοι τώρα άνθρωποι, χωρίς την πείρα της ζωής, χωρίς να ξέρουν πώς βγαίνει το ψωμί, διαρκώς συζητούν και διδάσκουν πώς μοιράζεται τάχα δίκαια το ψωμί.
Μα για να φτάσεις στο ύψος της θεωρητικής γνώσης και σοφίας, πρέπει να πατήσεις γερά στην πράξη και να ανεβείς ένα-ένα τα σκαλοπάτια της άσκησης.
Ο νομικός της παραβολής ρωτάει τάχα για να μάθει, κι ο Ιησούς Χριστός, κάνοντας πως δεν τον καταλαβαίνει ότι εκείνος τον πειράζει, τον διδάσκει τι να κάνει· «πορεύου και συ ποίει ομοίως».
Αλλ’ αυτή η απάντηση, που σαν εντολή δίνει ο Ιησούς Χριστός στο νομικό, είναι μια αντιστροφή στην ερώτηση που του έγινε.
Το ερώτημα ήταν ποιός είναι πλησίον, και το συμπέρασμα, σε μια αντερώτηση του Ιησού Χριστού είναι ποιός έγινε πλησίον· «Τίς ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; Ο δε είπεν· ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού».
Όχι ποιός είναι πλησίον στο Σαμαρείτη, αλλά σε ποιόν γίνεται πλησίον ο Σαμαρείτης. Είναι σαν και να λέει ο Ιησούς Χριστός στο νομικά «Τί ρωτάς ποιός είναι ο πλησίον; Εσύ είσαι ο πλησίον!
Μην ψάχνεις να βρεις τον πλησίον εσύ είσαι ο πλησίον κάθε φορά για κάθε άνθρωπο». Όταν ο Λεωνίδας της Σπάρτης φύλαγε στις Θερμοπύλες, πήγε κάποιος και του είπε· «Οι Πέρσες ειν’ εδώ κοντά μας».
Κι εκείνος απάντησε «Κι εμείς είμαστ’ εδώ κοντά τους». Πάει να πει πως οι σχέσεις των ανθρώπων είναι αμοιβαίες· ο καθένας για μένα είναι ό,τι είμαι εγώ για εκείνον. Ό,τι είσαι συ για μένα είμαι κι εγώ για σένα· εσύ πλησίον μου κι εγώ πλησίον σου.
Οι δυό εντολές, η αγάπη προς το Θεό κι η αγάπη προς τον πλησίον, πουθενά δεν βρίσκονται στην Παλαιά Διαθήκη η μια κοντά και σαν συνέχεια στην άλλη. Όμως έτσι διατυπωμένες, όπως τις είπε ο νομικός, μάς βοηθούν για να βρούμε τον εαυτό μας ενώπιον του Θεού κι ενώπιον του ανθρώπου.
Μην πας να βρεις τον εαυτό σου έξω από το Θεό και μην πας να βρεις τον άλλο άνθρωπο έξω από τον εαυτό σου.
Αν πας ανάποδα, ξεκινώντας από τον άλλο άνθρωπο για να βρεις τον εαυτό σου, και ξεκινώντας από τον εαυτό σου για να βρεις το Θεό, θα χάσεις το δρόμο.
Μέσα στο Θεό βρίσκεις ποιός είσαι συ, και μέσα στον εαυτό σου βρίσκεις ποιός είναι ο άλλος άνθρωπος. Κι αυτός κάθε φορά είναι ο πλησίον, ο ένας άνθρωπος, το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ένας ο Θεός, ένας εσύ κι ένας ο πλησίον. Ο Θεός για σένα πλησίον και συ για το Θεό πλησίον· ο συνάνθρωπός σου για σένα πλησίον και συ για το συνάνθρωπό σου πλησίον. Θα έλεγε κάποιος πως παίζομε με τις λέξεις.
Κι όμως δεν υπάρχει άλλη σχέση αληθινής κοινωνίας των προσώπων παρά αυτή, που συνδέει το Θεό με τους ανθρώπους και τους ανθρώπους με το Θεό και μεταξύ τους η προσωπική κοινωνία του πλησίον.
Όλα τα άλλα που μάθαμε να λέμε, για την ανθρωπότητα, για τους λαούς, για την ελευθερία, για τη δικαιοσύνη κι όσα τέτοια φωνάζομε στον καιρό μας, όλα είναι μια πρόφαση, σαν εκείνη του νομικού, που δεν ήξερε κι ήθελε τάχα να μάθει ποιός είναι ο πλησίον.
Όλα αυτά δεν εμπόδιζαν τον άθεο φιλόσοφο του καιρού μας να μάχεται τάχα για την ελευθερία, αλλά να μη διστάζει να γράφει πως ο άλλος άνθρωπος, ο πλησίον, ήταν γι’ αυτόν η κόλαση.
Το νέο, που κόμισε ο Ιησούς Χριστός για το Θεό, είναι πως ο Θεός είναι ο πατέρας. Και το νέο, που κόμισε για τον άνθρωπο, είναι πως ο άνθρωπος είναι ο πλησίον. Αυτά και τα δυό μαζί φανερώνουν μια προσωπική σχέση, τη μόνη αληθινή σχέση του ανθρώπου με το Θεό και με το συνάνθρωπό του.
Έξω από τη σχέση αυτή δεν υπάρχει τίποτε άλλο πιο αληθινό και πιο μόνιμο, για να οικοδομήσουμε το βίο μας και να βρούμε το σωστό δρόμο της ζωής μας.
Όλα τα άλλα είναι τεχνητά και πολύ σαθρά, για να σηκώσουν το οικοδόμημα, που μολοντούτο θέλομε να το λέμε κοινωνία. Με όλα τα άλλα φτιάχνομε ένα άθροισμα ατόμων, ένα σύνολο από μονάδες, αλλ’ όμως αυτό που λέμε κοινωνία είναι η ζωντανή σχέση των προσώπων.
Όχι μόνο των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και του Θεού μαζί με τους ανθρώπους· του Θεού σαν προσώπου και πατέρα και των ανθρώπων σαν προσκόπων και αδελφών.
Μα έτσι μία είναι η αληθινή κοινωνία, η Εκκλησία· η προσωπική ένωση του Θεού με τον καθέναν άνθρωπο και του ανθρώπου με τον καθένα πλησίον. Αυτή είναι η θεία Κοινωνία, η θέωση και ένωση των πιστών στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Μακάρι όχι μόνο έτσι να πιστεύει, μα έτσι και να ζει την πίστη του κάθε χριστιανός, που δεν προφασίζεται σαν το νομικό που πιο πέρα από το βίο μεριμνά για τη ζωή του και ρωτάει· «Τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Αμήν.
(Επισκόπου +Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Επί πτερύγων ανέμων», εκδ. Ν. Παναγόπουλου, σ. 247-252)