Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ιωάν. δ΄ 5-42)

Ο Χριστός συνομιλεί με την Σαμαρείτιδα. Από πίνακα του δανού ζωγράφου Carl Bloch (1834-1890).

Ο τόπος της αληθινής λατρείας

Το σημερινό Ευαγγέλιο μας μεταφέρει στη Σαμάρεια της Παλαιστίνης και συγκεκριμένα στο «φρέαρ τοΰ Ιακώβ». Εδώ θα δούμε τον Κύριο να οδοιπορεί, να κουράζεται και να διψά «τήν των πλανεμένων επιστροφήν».

Η σωτηρία του ανθρωπου ήταν η πείνα και η δίψα Του. «Βρώμα Του και πόμα Του» (=τροφή και ποτό Του) είναι να εκπληρώσει το θέλημα τοϋ Πατέρα Του, να σώσει τον άνθρωπο. Κάθεται στο πηγάδι, όχι για δική Του άνεση, αλλά για να «ζητήση και σώση» ένα άπολωλός πρόβατο Του, τη γνωστή Σαμαρείτιδα, από το Βάρος της αμαρτίας και να την ποτίσει άπό την πηγή του «ζώντος ύδατος».

1. Συνάντηση με τη Σαμαρείτιδα

Ή Σαμαρείτιδα ήρθε άπό το σπίτι της να πάρει νερό άπό το πηγάδι να δροσίσει το σώμα της και συνάντησε τον Χριστό, ό όποιος συνωμίλησε μαζί της. Όλη ή ζωή της και ή ελαχίστη λεπτομέρεια, ήταν μπροστά Του γυμνή, ολοφάνερη.

Δεν την εκθέτει όμως. Δεν την προσβάλλει. Δεν της είπε πώς είναι πολύγαμη, ουτε πώς ζεϊ παράνομα. Ή αγάπη δεν τα επιτρέπει αυτά, γιατί «πάντα στέγει» (=όλα τα σκεπάζει). Την βλέπει πώς είναι διψασμένη στο σώμα, αλλά και η ψυχή της διψά τον Θεό. Βρίσκεται στον άδη των παθών της αμαρτίας.

Είχε ανάγκη, όχι μόνο άπό τη δροσιά του πηγαδιού, αλλά και από το «ζών ύδωρ» του Αγίου Πνεύματος, για να δώσει ζωοποιό κίνηση στη νεκρωμένη ψυχή της, την ξηρή και άγονη για το καλό, όπως την έκανε η κακουργία του διαβόλου.

Την πλανούσε ό μισάνθρωπος να νομίζει, πώς θα γεμίσει την ψυχή της και θα βρει πλήρωμα ζωής στις πρόσκαιρες σαρκικές απολαύσεις και ηδονές. Ήταν δούλη και λάτρις στα πάθη αυτά, αλλά πάντα στερημένη άπό την εσωτερική ανάπαυση, γιατί αυτή μόνο ό Θεός τη δωρίζει.

Δοκίμασε όλα τα αισθητά και τα γήϊνα, πού δίνουν τρυφή στη σάρκα. Γνώρισε πέντε άνδρες, τους άφησε, ζουσε με έκτο, χωρίς να βρει το πλήρωμα της ζωής, γιατί της έλειπε το πνευματικό και ουράνιο.

Τώρα λοιπόν συναντιέται με τον μοναδικό Νυμφίο, ό όποιος θα την καλέσει σε γάμο άφθαρτο και αμίαντο, σε αγαπητική σχέση και κοινωνία μαζί Του, πού είναι πηγή ζωής αιωνίας και παντός αγαθού.

Ο διάλογος πού αρχίζει ό Χριστός μαζί της, φανερώνει πώς, έκτος από τα αισθητά και τα γήϊνα πού την ενδιέφεραν, είχε και άλλες αναζητήσεις.

Ζήτησε άπό τον Χριστό το «ύδωρ το ζών», πού γι’ αυτήν ήταν νερό φυσικό, ενώ για τον Χριστό ήταν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. και όταν αντιλήφθηκε πώς ο συνομιλητής της δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά κάποιος Προφήτης, ζήτησε να πληροφορηθεί για τη λατρεία του Θεού τον αληθινό Θεό βέβαια δεν τον γνώριζε και τη θέση Του στη ζωή της την πήραν τα αμαρτωλά πάθη, τα οποία την κυβερνούσαν.

Γνώριζε μόνο μια τυπική λατρεία του Θεου, την «έν τόπω», σύμφωνη με τον Νόμο και ζητά άπό τον Χριστό να της πε, ποιος είναι ό αληθινός τόπος της λατρείας του Θεου. Ασφαλώς η Σαμαρείτιδα δεν μπορουσε να καταλάβει, πώς η ακόλαστη ζωή και η λατρεία του σώματος της, απέκλειαν τη λατρεία του Θεου.

Νόμιζε πώς μπορουν και τα δυο να συνυπάρχουν, φτάνει να μάθει τον τόπο. Αν είναι το όρος Γαριζείν η ό Ναός του Σολομώντος.

2. Η νομική λατρεία

Η λατρεία αυτή δεν προέρχεται άπό τα μυστικά Βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Είναι η φαινόμενη λατρεία, η εξωτερική, η «κατά Νόμον». Οπωσδήποτε όμως αυτό πού ζήτησε η Σαμαρείτιδα, δεν είναι κάτι για το σώμα, για το κάλλος, για την υγεία η για χρήματα, αλλά κάτι διαφορετικό, για την πίστη.

Φαίνεται πώς κάτι καινούργιο ξεκινά μέσα της. Κάτι αναμένει να της αποκαλύψει ό Χριστός. Ξέρει κάτι και επείγεται να δεχθεί την τελειότερη γνώση, παρατηρούν οι Πατέρες.

Ο Χριστός δεν της άπαντα για τον τόπο της λατρείας, γιατί μ’ αυτή τη λατρεία δεν εύαρεστείται ό Θεός, άφου δεν σώζει τον άνθρωπο. Θα την οδηγήσει «θεοπρεπέστατα» να αντιληφθεί, πώς ό άνθρωπος είναι ό αληθινός «τόπος» λατρείας, στον όποιο ευαρεστείται ό Θεός. και σ’ αυτό πρέπει να στοχεύει.

Λατρεία πού ασχολείται με «τόπους», με προσφορές θυσιών ζώων η καρπών της γης και δεν ελευθερώνει τον άνθρωπο άπό τη δουλεία των παθών, δεν αρέσει στον Θεό.

Ο λαός του Ισραήλ είχε πολλούς γειτονικούς λαούς, πού λάτρευαν τα είδωλα και ήταν δυνατό να παρασυρθεί στη λατρεία των ειδώλων.

Ο Θεός λοιπόν «διά την των Ιουδαίων παχύτητα και ασθένειαν», πού δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν, ότι ό «Θεός είναι πνεύμα», κατά παραχώρηση, δέχθηκε τις διάφορες θυσίες του Ισραήλ για να συντηρήσει την πίστη του σε ένα Θεό, καθώς και για να τον προετοιμάσει να δεχθεί τη μόνη θυσία πού σώζει, του «Αμνού του Θεού, του αίροντος την άμαρτίαν του κόσμου». η νομική λατρεία ήταν παιδαγωγική, με προοπτική τον ερχόμενο Χριστό.

Παρόλη τη συγκατάβαση του Θεου σ’ αυτού του είδους τη λατρεία, με τους Προφήτες Του καλουσε τον Λαό Του στην πνευματική λατρεία, τη συμμετοχή της καρδίας και όχι μόνο του σώματος, πού πρόσφερε την τυπική θυσία.

Ό Θεός με τους Προφήτες εκφράζει το παράπονο, ότι ό Λαός Του τον τιμά μόνο «τοις χείλεσι» (=μέ λόγια) «ή δε καρδία αυτού πόρρω απέχει» (=βρίσκεται πολύ μακρυά) άπ’ Αυτόν.

Η νομική λατρεία, χωρίς την εσωτερική συμμετοχή, δεν είναι τίποτε. Δεν βοηθεϊ τον άνθρωπο να αποφύγει την αμαρτία και να συνδεθεί με τον Θεό. η Σαμαρείτιδα π.χ. ζούσε στον βυθό της αμαρτίας και αυτό δεν την προβλημάτιζε. και θεωρούσε κακό να δώσει λίγο νερό στον συνομιλητή της.

Ακόμη και να ήταν Ιουδαίος, όχι μόνο δεν θα τη μόλυνε, αλλά θα την βοηθούσε να αφήσει τη σκληρότητα της και να επιδείξει αγάπη στον συνάνθρωπο της, ανεξάρτητα από την εθνικότητα του. Ο Θεός δηλαδή δεχόταν τις θυσίες και τους «τόπους» της λατρείας, με την προυπόθεση ότι ο Λαός θα επιδιώκει την αγιότητα στη ζωή του, όπως άγιος είναι και ο Θεός.

Όταν ο άνθρωπος δουλεύει στα πάθη του, δεν μπορεί να δουλεύει και να λατρεύει και τον Θεό. Γι΄ αυτό δεν απαντα στην απορία της Σαμαρείτιδας, γιατί ο τόπος πού αναζητά δεν την ξεδιψά, δεν έχει σχέση με τη σωτηρία της. Τόπος θα γίνει η ίδια. Αυτό πρέπει να επιδιώξει. Όχι τόπον θυσίας, αλλά να γίνει η ίδια θυσία ζώσα, ευάρεστος τώ Θεώ».

3. Λατρεία «εν πνεύματι και αληθεία»

Ο Χριστός θα βοηθήσει τη Σαμαρείτιδα να υπερβεί τον τύπο και να δεχθεί την ουσία, την «δωρεάν του Θεού». Να αφήσει την προσκόλληση στα επίγεια, πού μοιάζουν με το νερό του πηγαδιού, πού το πίνει και πάλι διψά και να δεχθεί τα ουράνια, τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πού είναι «ύδωρ ζωής», πληρότητα ζωής, ύδωρ αφθαρσίας και αθανασίας.

Με την αναφορά του αυτή ο Κύριος θα την οδηγήσει σε Μετάνοια και θα την προσανατολίσει στον Θεό και το θέλημα Του.

Αφήνει λοιπόν τον τόπο, πού ζητά η Σαμαρείτιδα, τόσο το όρος Γαριζείν όσο και τον Ναό του Σολομώντος και για να την κάνει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σ΄αυτά πού θα της αναφέρει, πού είναι η ουσία της σωτηρίας, της λέγει: «Γύναι, πίστευσόν μοι…».

Με αυτές τις λέξεις «καταρτίζει την πίστιν της γυναικός και την οδηγεί επί την πνευματικωτέραν λατρείαν», σχολιάζει Ο ιερός Χρυσόστομος. και συνεχίζει: «Προσέξετε, πώς λίγο-λίγο ανεβάζει ανάλαφρα την ψυχή της στον ουρανό.

Χωρίς να λογαριάζει την ιδιότητα της πόρνης, γίνεται διάκονος της σωτηρίας της ψυχής της» και συνεχίζει ο Κύριος: «Έρχεται ώρα ότε, ούτε έν τώ όρει τούτω, ούτε έν Ίεροσολύμοις προσκυνήσετε τώ πατρί… έρχεται ώρα και νύν έστί, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τώ πατρί έν πνεύματι και αληθεία· και γάρ Ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνουντας αυτόν.

Πνεύμα Ο Θεός, και τους προσκυνουντας αυτόν έν πνεύματι και άληθεία δεϊ προσκυνεΐν».

Δεν περιορίζεται δηλαδή σε λόγια και σε τόπους και νομικές διατάξεις η αληθινή λατρεία του Θεου.

Ο Χριστός με τη θυσία Του ξεπέρασε τη λατρεία του Νόμου. Η «ώρα» για την οποία μιλά ο Χριστός, ότι ήλθεν, είναι Ο καιρός της ενανθρωπήσεως, της θυσίας Του και της Αναστάσεως Του.

Ο νέος Ναός, στον όποιο λατρεύεται ο Θεός, είναι το «σταυρωθέν και ταφέν και άναστάν» Σώμα Του. το εξηγεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ο Ιησους έλεγε περί του ναου του σώματος αυτού», όταν είπε: «λύσατε τον ναόν τούτον και έν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν».

Τώρα λοιπόν, τόσο το Γαριζείν όσο και ο Ιουδαϊκός Ναός των Ιεροσολύμων, καταργουνται ως τόποι λατρείας και μαζί τους οι νομικές διατάξεις για Σάββατα, για θυσίες, για μόσχους και αμνούς και περιτομήν.

«Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά πάντα». η «σκιά του Νόμου» μεταποιείται τώρα σε λατρεία πνευ ματική, «έν πνεύματι και αληθεία». η πνευματική λατρεία είναι θεοπρεπής. Ο πνευματικός άνθρωπος λατρεύει τον Θεό και αποβλέπει στην «οικειότητα Θεού», στη σχέση και κοινωνία μαζί Του και διαλάμπει πνευματικά με τα έργα της αρετής του.

Ο Χριστός λοιπόν με «σοφίαν αρίστην» (ιερός Χρυσόστομος) εισάγει τη Σαμαρείτιδα στον νέο τρόπο λατρείας, πού ταυτίζεται με τον πνεύμα τικό τρόπο ζωης. η Σαμαρείτιδα τώρα καλείται σε αλλαγή, σε Μετάνοια, σε εγκατάλειψη του παλιού τρόπου ζωής, στη νέκρωση των παθών, του σαρκικου φρονήματος, πού είναι η περιτομή της καρδίας, στην υπέρβαση των γήινων απολαύσεων.

Όλα αυτά μοιάζουν με το νερό του πηγαδιού, πού σταματά την αισθητή δίψα προσωρινά. Τώρα χρειάζεται η καθαρότητα του νου, της ψυχής ολόκληρης για να δεχθεί το ανώτερο νερό, το «υδωρ το ζών», μια άλλη απόλαυση διαρκείας, αθανάτου ζωής, πού είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.

Ο πνευματικός άνθρωπος, πού παλαίει να νεκρωθεί από τα πάθη του, συμμετέχει στα πάθη και τον Σταυρό του Κυρίου και ανίσταται και ζωοποιείται με τη συμμετοχή στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Γίνεται «έκ νεκρών ζών», γιατί η Ανάσταση πάντοτε ανατέλλει «έκ του τάφου».

Αυτή πλέον είναι εισαγωγή σε ένα άλλο τρόπο ζωής, πού υπερβαίνει τη φυσική ζωή, τα αισθητά πράγματα και προχωρεί από την προσωρινότητα στην αιωνιότητα.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία από την ίδρυσή της, στα κοινά δείπνα πού ωργάνωνε γά τους πιστούς, δεν αρκείτο μόνο στην τροφή πού προσφερόταν και έδινε πρόσκαιρη ζωή, αλλά έπεσφράγιζε τις «αγάπες» (=τά κοινά δείπνα) με την «Κλάσιν του Άρτου», δηλαδή με τη θεία Ευχαριστία, πού δίνει «ζωήν αίώνιον».

Με άλλα λόγια, το έν «πνεύματι και άληθεία» είναι η άρχή, αλλά και Ο τελικός σκοπός της Λατρείας του «καινου αιώνος», πού αρχίζει με τον Χριστό. το «πνεύματι» αναφέρεται στο Αγιο Πνεύμα και το «άληθεία» στον Χριστό.

Επομένως για να λατρεύσει η Σαμαρείτιδα τον Θεό, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, προυποθέτει ζωήν «έν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι». Αυτό όμως αποτελεί και τον σκοπό, στον όποίο αποβλέπει η λατρεία.

4. Η μεταστροφή

Η Σαμαρείτιδα «εστράφη εις τα οπίσω», στην επανάκτηση του αρχαίου κάλλους, στην οδό της θεώσεως, όπου την κάλεσε θεο-πρεπέστατα, Ο «καλέσας αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Πήγε να καλέσει τους συμπατριώτες της να δούν τον Χριστό και «άφηκε την υδρίαν αυτής» στο πηγάδι, δηλαδή τη στάμνα πού περιείχε το φυσικό νερό.

Δεν τη μετέφερε στο σπίτι της. Αυτό δεν σημαίνει, πώς δεν θα ξαναέπινε νερό. Είναι κάτι συμβολικό. το σημειώνει όμως ο Ευαγγελιστής, για να δείξει τη μεταστροφή της. Προτίμησε δηλαδή τη ζωή του Χρίστου από τη ζωή των παθών και τις ηδονές του σώματος, πού ήταν το καθημερινό «νερό» της. η ψυχή της γεμίζει πλέον με Χριστό. Αφήνει τα άχυρα και πιάνει το σιτάρι.

Παίρνει διαζύγιο από τους πέντε άνδρες, για να συζευχθεί και να συναφθεί με τον Χριστό σε μόνιμο γάμο, «άφθαρτον και άμίαντον».

5. Η «χώρα» των αγιαζομένων

Τόπος των αγιαζομένων είναι το Άγιο Πνεύμα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος. Και συνεχίζει: Στο όρος Σινά ο Θεός είπε στον Μωυσή: «Ιδού τόπος, παρ’ έμοί και στήθι επί της πέτρας». Τί άλλο εννοεί με τον «τόπον», παρά το Άγιο Πνεύμα, με του οποίου τον φωτισμό μπορούμε να δουμε τον Θεό και να τον γνωρίσουμε;

Το Άγιο Πνεύμα είναι ο «τόπος» της αληθινής λατρείας. η Αγία Γραφή λέγει: «Πρόσεχε να μή προσφέρεις σε οποιονδήποτε τόπο τη θυσία σου, αλλά στον τόπο, πού θα διαλέξει Κύριος ο Θεός σου».

Ποιά είναι αυτή η θυσία; Η θυσία των παθών, πού είναι δοξολογία στον Θεό (θυσία αίνέσεως). Σε пою δε άλλο τόπο προσφέρουμε αυτήν, παρά στον «τόπο», πού λέγεται Άγιο Πνεύμα; Και που το μάθαμε αυτό;

Από τον ίδιο τον Κύριο πού λέγει: «οί αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί έν πνεύματι και άληθεία». Ώστε το Άγιο Πνεύμα είναι πράγματι ο «τόπος» των Αγίων, γιατί το έχουν στην ψυχή τους.

Όπως δε το Πνεύμα είναι ο «τόπος» των Αγίων, έτσι και οι Άγιοι είναι «τόπος» του Αγίου Πνεύματος, γιατί προσφέρουν τους εαυτούς τους καθαρούς για να κατοικήσει το Άγιο Πνεύμα και γίνονται ναός Του, «τόπος» της αληθινής λατρείας.

Έτσι έγινε και η Σαμαρείτιδα: Ισαπόστολος, αγία και μάρτυς του Χριστού. Λάτρευε τον Θεό «έν πνεύματι και άληθεία», γιατί έγινε κατοικη-τήριο της Αγίας Τριάδος. Τώρα μπορεί να λατρεύει τον Θεό «έν παντί τόπω της δεσποτείας Αυτού».

Είθε με τις πρεσβείες της να γευθούμε κι’ έμείς, έστω και λίγο, την εμπειρία του «ζώντος ύδατος».

Πηγή: Παύλου Μουκταρούδη, «Διήρχετο δια των σπορίμων Ομιλίες εις τα ευαγγέλια των Κυριακών και Δεσποτικών Εορτών», Έκδοσις: Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού 2008

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ