Στο μέσον της Τεσσαρακοστής η Εκκλησία υψώνει ενώπιόν μας τον Σταυρό του Χριστού. Δύο ακόμη φορές μέσα στον χρόνο, 14 Σεπτεμβρίου και 1η Αυγούστου, μας προτείνει να θυμηθούμε και να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό.

Στις περιπτώσεις αυτές όμως η προσκύνηση του Σταυρού είναι συνδεδεμένη με ιστορικά γεγονότα, ενώ την τρίτη Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία θέλει να διακηρύξει τον ρόλο του Σταυρού στο ιστορικό της σωτηρίας μας και να μας προετοιμάσει για τη μακρινή ακόμα Μεγάλη Παρασκευή, όταν θα Τον ατενίσουμε υψωμένο στον Γολγοθά.

Κατά τη διάρκεια του Όρθρου, προς το τέλος της Μεγάλης Δοξολογίας, ο ιερέας τοποθετεί τον Σταυρό σ’ ένα δίσκο στολισμένο με λουλούδια. Μεταφέροντάς τον υψωμένο πάνω από το κεφάλι του, βγαίνει από το ιερό.

Προηγούνται οι αναμμένες λαμπάδες και τα θυμιατά. Στο μέσον του ναού αποθέτει τον δίσκο σε ένα τραπέζι, θυμιάζει και ο χορός ψάλλει: «Τὸν Σταυρόν Σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

Ο λαός προσέρχεται να προσκυνήσει τον Σταυρό που παραμένει στο μέσον του ναού σε όλη τη διάρκεια της εορτής. Το νόημά της εκφράζει τόσο ζωηρά ο ύμνος του Όρθρου:

«Σταυρὸν Χριστοῦ τὸν τίμιον, σήμερον προτεθέντα ἰδόντες προσκυνήσωμεν, καὶ πιστῶς εὐφρανθῶμεν, κατασπαζόμενοι πόθῳ, τὸν ἐν τούτῳ θελήσει σταυρωθέντα…»

Καθώς σε λίγο θα πλησιάσω τον Σταυρό του Σωτήρος για να αποθέσω τον ασπασμό μου, θα είναι άραγε ασπασμός ενός αμετανόητου αμαρτωλού, το φιλί του Ιούδα, θα είναι άραγε μια κίνηση επιφανειακού σεβασμού που δεν θα αλλάξει σε τίποτε τη ζωή μου, ή σημείο λατρείας, πίστης και θερμής αγάπης, που θα συνεπαίρνει ολόκληρη την ύπαρξή μου;

Το Ευαγγέλιο της ημέρας τελειώνει με τη φράση «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσονται θανάτου, ἕως ἄν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει». (Μάρκ. 8:34-9:1)

Εδώ δεν πρόκειται για τη Δευτέρα ένδοξη Παρουσία του Χριστού, στο τέλος της ιστορίας, αλλά για την εν δυνάμει έλευσή Του, η οποία εγκαινιάζεται κατά την Πεντηκοστή και της οποίας έγιναν μάρτυρες οι πρώτοι χριστιανοί.

Πρόκειται όμως και για το αόρατο, κάθε άλλο παρά θεαματικό, πλησίασμα της Βασιλείας στις γεμάτες πίστη και θέρμη ψυχές. Μακάρι να μου επιφυλάσσεται κι εμένα ένας τέτοιος προορισμός και να μη φύγω από τη ζωή χωρίς η Βασιλεία να έχει εγκατασταθεί στην ψυχή μου.

Lev Gillet (ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας), Πασχαλινή κατάνυξη, 1η έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2009

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ