Ἦταν δυό ἀδέλφια·τά ὁποῖα, ἀφοῦ μοιράστηκαν τήν πατρική περιουσία τους, ὁ ἕνας ἔμεινε στό σπίτι, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔφυγε σέ μακρινή χώρα. ‘Εκεῖ, ἀφοῦ κατέφαγε ὅλα ὅσα τοῦ δόθηκαν, δυστύχησε καί ὑπέφερε μή ὑπομένοντας τή ντροπή ἀπό τή φτώχεια. (Λουκᾶ 15: 11 κ.ἑ.)
Αὐτή τήν παραβολή θέλησα νά σᾶς τήν πῶ, γιά νά μάθετε, ὅτι ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτημάτων καί μετά τό Βάπτισμα, ἐάν εἴμαστε προσεκτικοί. Καί τό λέγω αὐτό ὄχι γιά νά σᾶς κάνω ἀδιάφορους, ἀλλά γιά νά σᾶς ἀπομακρύνω ἀπό τήν ἀπόγνωση.
Γιατί ἡ ἀπόγνωση μᾶς προξενεῖ χειρότερα κακά καί ἀπό τή ραθυμία.
Αὐτός λοιπόν ὁ υἱός ἀποτελεῖ τήν εἰκόνα ἐκείνων πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα. Καί ὅτι φανερώνει ἐκείνους πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα, ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ὀνομάζεται υἱός.
Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ υἱός χωρίς τό Βάπτισμα. Ἐπίσης διέμενε στήν πατρική οἰκία καί μοιράστηκε ὅλα τά πατρικά ἀγαθά, ἐνῶ πρίν ἀπό τό Βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς νά λάβει τήν πατρική περιουσία, οὔτε νά δεχθεῖ κληρονομία.
Ὥστε μ᾽ ὅλα αὐτά μᾶς ὑπαινίσσεται τό σύνολο τῶν πιστῶν. Ἐπίσης ἦταν ἀδελφός ἐκείνου πού εἶχε προκόψει. Ἀδελφός ὅμως δέν θά μποροῦσε νά γίνει χωρίς τήν πνευματική ἀναγέννηση. Αὐτός λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στή χειρότερη μορφή κακίας, τί λέγει: «Θά ἐπιστρέψω στόν πατέρα μου» (Λουκᾶ 15:18).
Γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του τόν ἄφησε καί δέν τόν ἐμπόδισε νά φύγει στήν ξένη χώρα, γιά
νά μάθει καλά μέ τήν πείρα, πόση εὐεργεσία ἀπολάμβανε ὅταν βρισκόταν στό σπίτι. Γιατί πολλές φορές ὁ Θεός, ὅταν δέν πείθει μέ τό λόγο του, ἀφήνει νά διδαχθοῦμε ἀπό τήν πείρα τῶν πραγμάτων, πράγμα βέβαια πού ἔλεγε καί στούς Ἰουδαίους.
Ἐπειδή δηλαδή δέν τούς ἔπεισε οὔτε τούς προσέλκυσε, ἀπευθύνοντάς τους ἀμέτρητους λόγους μέ τούς προφῆτες, τούς ἄφησε νά διδαχθοῦν μέ τήν τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θά σέ διδάξει ἡ ἀποστασία σου καί θά σέ ἐλέγξει ἡ κακία σου» (Ἱερ. 2, 19).
Γιατί ἔπρεπε νά Τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη ἀπό πρίν. Ἐπειδή ὅμως ἦταν τόσο πολύ ἀναίσθητοι, ὥστε νά μή πιστεύουν στίς παραινέσεις καί τίς συμβουλές Του, θέλωντας νά προλάβει τήν ὑποδούλωσή τους στήν κακία, ἐπιτρέπει νά διδαχθοῦν ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, ὥστε ἔτσι νά τούς κερδίσει καί πάλι.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἄσωτος ἔφυγε στήν ξένη χώρα καί ἀπό τά ἴδια τά πράγματα ἔμαθε πόσο μεγάλο κακό εἶναι νά χάσει κανείς τό πατρικό του σπίτι, ἐπέστρεψε, καί ὁ πατέρας του τότε δέν τοῦ κράτησε κακία, ἀλλά τόν δέχτηκε μέ ἀνοιχτή ἀγκαλιά.
Γιατί ἄραγε; Ἐπειδή ἦταν πατέρας καί ὄχι δικαστής. Καί στήθηκαν τότε χοροί καί συμπόσια καί πανηγύρια καί ὅλο τό σπίτι ἦταν φαιδρό καί χαρούμενο.
Τί μοῦ λές τώρα ἄνθρωπέ μου; Αὐτές εἶναι οἱ ἀμοιβές τῆς κακίας; Ὄχι τῆς κακίας, ἄνθρωπε, ἀλλά τῆς ἐπιστροφῆς. Ὄχι τῆς πονηρίας, ἀλλά τῆς μεταβολῆς πρός τό καλύτερο. Καί ἀκοῦστε καί τό σπουδαιότερο: Ἀγανάκτησε γι᾽ αὐτά ὁ μεγαλύτερος υἱός.
Ὁ πατέρας ὅμως τόν ἔπεισε κι αὐτόν μιλώντάς του μέ πραότητα καί λέγοντας, «σύ πάντοτε ζοῦσες μαζί μου, ἐνῶ αὐτός ἦταν χαμένος καί βρέθηκε, ἦταν νεκρός καί ξαναβρῆκε τή ζωή του» (Λουκᾶ 15:31-32).
Ὅταν πρέπει νά διασώσει τόν χαμένο, λέγει: «Δέν εἶναι ὥρα τώρα γιά δικαστήρια, οὔτε γιά λεπτομερή ἐξέταση, ἀλλά εἶναι ὥρα μόνο φιλανθρωπίας καί συγγνώμης.»
Κανένας ἰατρός, πού ἔχει ἀμελήσει ὁ ἴδιος νά δώσει φάρμακο στόν ἀσθενή, δέν ζητεῖ εὐθύνες ἀπ᾽ αὐτόν γιά τήν ἀταξία του καί οὔτε τόν τιμωρεῖ. Καί ἄν ἀκόμα χρειαζόταν νά τιμωρηθεῖ ὁ ἄσωτος, τιμωρήθηκε ἀρκετά ζώντας στήν ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τή συντροφιά μας καί ἔζησε παλεύοντας μέ τήν πείνα, τήν ἀτίμωση καί τά χειρότερα κακά. Γι᾽ αὐτό λέγει ὁ πατέρας: «ἦταν χαμένος καί βρέθηκε, ἦταν νεκρός καί ξαναβρῆκε τή ζωή του».
Μή βλέπεις, λέγει, τά παρόντα, ἀλλά σκέψου τό μέγεθος τῆς προηγούμενης συμφορᾶς. Ἀδελφό βλέπεις, ὄχι ξένο. Στόν πατέρα του ἐπέστρεψε, πού ξεχνάει τά περασμένα ἤ καλύτερα πού θυμᾶται ἐκεῖνα μόνο τά ὁποῖα μποροῦν νά τόν ὁδηγήσουν σέ συμπάθεια καί ἔλεος, σέ στοργή καί εὐσπλαγχνία τέτοια πού ταιριάζει στούς γονεῖς.
Γι᾽ αὐτό δέν εἶπε, ἐκεῖνα πού ἔπραξε ὁ ἄσωτος, ἀλλά ἐκεῖνα πού ἔπεθε. Δέν λυπήθηκε ὅτι κατέφαγε τήν περιουσία του, ἀλλ᾽ ὅτι περιέπεσε σ᾽ ἀμέτρητα κακά. Ἔτσι ἔψαχνε μέ τόση προθυμία καί μέ ἀκόμα μεγαλύτερη νά βρεῖ τό χαμένο πρόβατο.
Καί ἐδῶ βέβαια γύρισε πίσω ὁ ἴδιος ὁ υἱός, ἐνῶ στήν παραβολή τοῦ καλοῦ Ποιμένος ἔφυγε ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας. Καί ἀφοῦ βρῆκε τό χαμένο πρόβατο τό ἔφερε πίσω, καί χαιρόταν πολύ περισσότερο γι᾽ αὐτό, παρά γιά ὅλα τά ἄλλα τά σωσμένα.
Καί πρόσεχε πῶς ἔφερε πίσω τό χαμένο πρόβατο: Δέν τό μαστίγωσε, ἀλλά μεταφέροντάς το καί βαστάζοντάς το στούς ὤμους του, τό παρέδωσε πάλι στό κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ὅτι ὄχι μόνο δέν μᾶς ἀποστρέφεται ὅταν ἐπιστρέφομε κοντά Του, ἀλλά μᾶς δέχεται τό ἴδιο ἀγαπητικά μέ τούς ἄλλους πού ἔχουν προκόψει στήν ἀρετή. Καί ὅτι ὄχι μόνο δέν μᾶς τιμωρεῖ, ἀλλά καί ἔρχεται ν᾽ ἀναζητήσει τούς πλανημένους.
Καί ὅταν τούς βρεῖ, χαίρεται περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο χαίρεται γιά ἐκείνους πού ἔχουν σωθεῖ.
Οὔτε πρέπει ν᾽ ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε στήν κατηγορία τῶν κακῶν, ἀλλά οὔτε ὅταν εἴμαστε καλοί νά ἔχουμε θάρρος. Ἀσκώντας τήν ἀρετή νά φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στό θάρρος μας.
Καί ὅταν ἁμαρτάνουμε νά μετανοοῦμε. Καί ἐκεῖνο πού εἶπα ἀρχίζοντας τήν ὁμιλία, αὐτό λέγω καί τώρα: Εἶναι προδοσία τῆς σωτηρίας μας αὐτά τά δύο, δηλαδή καί τό νά ἔχουμε θάρρος ὅταν εἴμαστε ἐνάρετοι, καί τό ν᾽ ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε πεσμένοι στήν κακία.
Γι᾽ αὐτό ὁ Παῦλος, γιά ν᾽ ἀσφαλίσει ἐκείνους πού ἀσκοῦν τήν ἀρετή, ἔλεγε: «Ἐκεῖνος πού νομίζει ὅτι στέκεται, ἄς προσέχει μήπως πέσει» (Α’ Κορ. 10, 12). Καί πάλι: «Φοβᾶμαι μήπως, ἐνῶ κήρυξα σέ ἄλλους, ἐγώ ὁ ἴδιος βρεθῶ ἀνάξιος» (Β’ Κορ. 11, 3).
Ἀνορθώνοντας πάλι τούς πεσμένους καί διεγείροντάς τους σέ μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε ἔντονα στούς Κορινθίους γράφοντας τά ἑξῆς: «Μήπως πενθήσω πολλούς πού ἁμάρτησαν προηγουμένως καί δέν μετανόησαν» (Β’ Κορ. 12, 21).
Γιά νά δείξει ὅτι εἶναι ἄξιοι θρήνων ὄχι τόσο ἐκεῖνοι πού ἁμαρτάνουν, ὅσο ἐκεῖνοι πού δέν μετανοοῦν γιά τά ἁμαρτήματά τους. Καί ὁ προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως ἐκεῖνος πού πέφτει δέν σηκώνεται, ἤ ἐκεῖνος πού παίρνει στραβό δρόμο δέν ἐπιστρέφει;» (Ἱερ. 8, 4).
Γι᾽ αὐτό καί ὁ Δαυίδ παρακαλεῖ αὐτούς ἀκριβῶς, λέγοντας: «Σήμερα, ἐάν ἀκούσετε τή φωνή Αὐτοῦ, μή σκληρύνετε τίς καρδιές σας ὅπως τότε πού Τόν παραπίκραναν οἱ πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Ὅσο λοιπόν θά ὑπάρχει τό σήμερα, ἄς μή ἀπελπιζόμαστε, ἀλλ᾽ ἔχοντας ἐλπίδα πρός τόν Κύριο καί ἔχοντας κατά νοῦν τό πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας Του, ἀφοῦ ἀποτινάξουμε κάθε τι τό πονηρό ἀπό τή σκέψη μας, ἄς ἀσκοῦμε μέ πολλή προθυμία καί ἐλπίδα τήν ἀρετή, καί ἄς ἐπιδείξουμε μετάνοια μέ ὅλη τή δύναμή μας.
Ἔτσι ἀφοῦ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά μας ἐδῶ στή γῆ, νά μπορέσουμε μέ θάρρος νά σταθοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά ἐπιτύχουμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τήν ὁποία εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τόν Ὁποῖο στόν Πατέρα καί συγχρόνως στό Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καί ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.