Δέν εἶναι πού πῆρα τῶν ὀμματιῶν μου καί χάθηκα ἀπό τό πρόσωπό Σου.
Δέν εἶναι πού ξενιτεύθηκα σέ χῶρες μαγεμένες κι ἄγνωστες
κι ἡ ξενιτιά κι ὁ θάνατος εἶναι τό ἴδιο.
Δέν εἶναι πού κατέβηκα σκαλί-σκαλί ὅλα τά ὑπόγεια τῆς Νινευΐ…
Εἶναι πού ἔχεις βγεῖ στό παραθύρι καί τρῶς τό δρόμο μέ τά μάτια σου,
μέτρο τό μέτρο, πόντο τόν πόντο καταβροχθίζεις τήν ἀπόσταση,
ξαγρυπνᾶς μέρα καί νύχτα,περιμένοντας τό γυρισμό μου.
Ἔχεις ἀκουμπήσει τά χέρια σου στό περβάζι τοῦ παραθύρου
μέ τό πρόσωπο στίς παλάμες σου.
Ἀνακατεύεις καί μασᾶς τά γένια σου κοιτάζοντας ἐπίμονα στό δρόμο.
Τό βλέμμα σου αὐτό τῆς ἀναμονῆς μέ ἐξουθενώνει.
Γι’ αὐτό, ἐσύ ξέρεις γιά μένα δέν εἶναι πού πῆρα τῶν ὀμματιῶν μου.
Εἶναι πού ἔχεις βγεῖ στό παραθύρι…
(Δ. Μποσινάκης)