Τοιχογραφία στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
Ὁ Χριστὸς θεραπεύει κάποιον ἐκ γενετῆς τυφλό. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἐγείρουν θέμα: Ἡ θεραπεία ἔχει γίνει ἡμέρα Σάββατο, πράγμα κατ’ αὐτοὺς ἀνεπίτρεπτο, λόγῳ τῆς ἰσχύουσας ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ὡς ἐντριβεῖς γνῶστες τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, θεωροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου, ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καί, συνεπῶς, ἀποκλείεται νὰ εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πρώην τυφλὸς ὅμως παρακάμπτει τὰ λογικοφανῆ τους ἐπιχειρήματα. Ἀντιπαραθέτει μόνο τὴν ἀναντίρρητη ἐμπειρία του, παραπέμποντάς τους στὸ αὐτονόητο: Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἂν δὲν ἦταν «ἐκ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν». Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ὁ Θεὸς ἀκούει αὐτὸν ποὺ εἶναι «θεοσεβὴς καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖ» (Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ).
Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ εἶπε: «Ἐγὼ ἦλθα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ γίνει μία κρίση». Νὰ μποῦν στὴ θέση τους, νὰ ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα. «Ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται».
Παράξενα λόγια! Αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται (ἀπὸ τοὺς σπουδασμένους γραμματεῖς τοῦ νόμου) τυφλοὶ καὶ βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς πλάνης, θὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ κομπάζουν ὅτι βλέπουν καὶ αὐτοπαρουσιάζονται ὡς γνῶστες τῶν Γραφῶν καὶ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀποδειχθοῦν πνευματικὰ τυφλοί.
Κάποιοι Φαρισαῖοι ποὺ ἄκουσαν αὐτὰ τὰ λόγια, τὸν ρώτησαν:
«Μήπως καὶ ἐμεῖς (οἱ ἀναγνωρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ ἔθνους) εἴμαστε τυφλοί;»
Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἂν ἤσασταν τυφλοὶ (καὶ δὲν γνωρίζατε τὸν θεῖο νόμο), δὲν θὰ εἴχατε ἁμαρτία ποὺ δὲν μὲ πιστεύετε (ἡ ἀπιστία σας θὰ ὀφειλόταν σὲ ἄγνοια). Τώρα ὅμως λέτε ὅτι βλέπετε (καὶ ὅτι γνωρίζετε καλὰ τὸν νόμο καὶ δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλον ὁδηγὸ καὶ διδάσκαλο.
Ἡ ἀπιστία σας λοιπὸν προέρχεται ἀπὸ πονηρὴ καὶ διεστραμμένη διάθεση. Ἄρα ἡ ἁμαρτία σας (ὡς ἁμαρτία ἐν γνώσει) ὑπάρχει, ἔχετε ἁμαρτία ποὺ δὲν μὲ πιστεύετε» (Ἰω. 9, 39-41).
Ἐναλλαγὴ τυφλῶν καὶ σοφῶν λοιπόν! Ἡ ταπεινὴ καὶ ἀγαθὴ προαίρεση ὁδηγεῖ στὴν ἀνάβλεψη, ἐνῷ ἡ ἀλαζονικὴ καὶ πονηρὴ γνώμη στὴν τύφλωση.
Πόσο σωστὴ βάση γιὰ τὴν ἀλήθεια ἔθετε ὁ ἀρχαῖος σοφός μας Σωκράτης, ὅταν ἔλεγε: «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα»!
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν ταπεινὰ προσευχόταν: «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος»!
Καὶ πόσο ἀσύνετοι ἀποδεικνύονται ὅσοι περνιοῦνται γιὰ σπουδαῖοι καὶ σοφοί! Ἡ σοφία τους θὰ ἀποδειχτεῖ ἄχρηστη καὶ θὰ χαθεῖ. «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; …Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι» (Ἡσ. 29, 14. Α΄ Κορ. 1, 19-20. 3, 18-20).
Κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρισκόταν στὸν ἅγιο Ἀντώνιο καὶ κάποιοι γέροντες τοὺς ἐπισκέφθηκαν. Γιὰ νὰ τοὺς δοκιμάσει ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, εἶπε μιὰ φράση ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καί, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς νεότερους, τοὺς ρωτοῦσε τί σημαίνει.
Ὁ καθένας ἔδινε τὴν ἀπάντηση ποὺ νόμιζε. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἔλεγε: Δὲν τὸ βρῆκες. Στὸ τέλος ρώτησε καὶ τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ: Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει ὁ λόγος αὐτός; Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ ἀποκρίθηκε: Δὲν ξέρω.
Λέει τότε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος: Πάντως, ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο (γιὰ τὴ σωστὴ ἀπάντηση), ἐπειδὴ παραδέχτηκε ὅτι δὲν ξέρει (ἀπὸ τὸ Γεροντικό).
Ἡ ταπεινὴ μαθητεία ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀνεβάζει στὸν οὐρανό.
Κάπως ἔτσι ὁ Θεὸς δίνει φῶς στοὺς «τυφλούς», ἐνῷ στραβώνει καὶ μωραίνει τοὺς «σοφούς».
π. Δημητρίου Μπόκου