Ἰδού σοι τὸ τάλαντον, ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει ψυχή μου, φόβῳ δέξαι τὸ χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς, καὶ κτῆσαι φίλον τὸν Κύριον, ἵνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξῃ, καὶ ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς. Εἴσελθε δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτὴρ τὸν πλανηθέντα, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
Ο Κύριος δίνει στους δούλους Του τάλαντα «εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν». Τους κάνει τόσο πλούσιους σε δυνατότητες όσο μπορούν να βαστάξουν και ποτέ δεν θα τους ζητήσει έστω και στο ελάχιστο παραπάνω απ’ ό,τι τους έδωσε.
Ύστερα μας αφήνει ελεύθερους, όχι όμως εγκαταλειμμένους ούτε ξεχασμένους, αλλά αδέσμευτους. Μας αφήνει ελεύθερους να είμαστε ο αληθινός εαυτός μας και ελεύθερους να ενεργούμε ανάλογα.
Όμως, η ώρα του απολογισμού κάποτε θα ‘ρθεί, η ώρα που θα ανακεφαλαιώσουμε ολόκληρη τη ζωή μας. Τι κάναμε με τις δυνατότητες που είχαμε; Γίναμε αυτό που θα μπορούσαμε να γίνουμε; Αποδώσαμε όλους τους καρπούς που μπορούσαμε να αποδώσουμε;
Γιατί άραγε δεν φανήκαμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης του Θεού και διαψεύσαμε τις ελπίδες Του; Σ’ αυτά τα ερωτήματα υπάρχουν πολλές παραβολές που δίνουν απάντηση.
Στην παραβολή που τώρα συζητάμε βλέπουμε ότι ο «οκνηρός» δούλος, αντί να εμπορευτεί τα τάλαντα που του δόθηκαν, αντί, δηλαδή, να τα χρησιμοποιήσει και φυσικά, κάνοντας κάτι τέτοιο, να τα διακινδυνεύσει, εκείνος πήρε το μοναδικό του τάλαντο (τη ζωή του, την ύπαρξή του, τον εαυτό του) και «απελθών ώρυξεν εν τη γη και απέκρυψε το αργύριον του Κυρίου αυτού».
Γιατί το έκανε αυτό; Πρώτα απ’ όλα γιατί ήταν δειλός και άνανδρος` φοβόταν να διακινδυνεύσει. Δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει το φόβο μιας απώλειας και τις συνέπειές της, δηλαδή την ευθύνη. Αλλ’ όμως αν δεν ριψοκινδυνεύσεις δεν κερδίζεις.