Τα λειτουργικά σκεύη της χριστιανικής Εκκλησίας συνιστούν χρήσιμα όργανα για την επιτέλεση της Θείας Λατρείας.
Μεταξύ των ιερών σκευών συγκαταλέγεται και το αρτοφόριο, στο οποίο φυλάσσονται μερίδες των Τιμίων Δώρων για την μετάληψη πιστών σε έκτακτες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατή η τέλεση Θείας Λειτουργίας τη δεδομένη στιγμή.
Το αρτοφόριο έχει λάβει διαχρονικά διάφορες ονομασίες, όπως: πυξίον, κιβωτός, περιστέριον ή περιστερά.
Η διαφύλαξη αγίου Άρτου για την μετάληψη σε ώρες ανάγκης είναι αρχαιότατο έθος.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει στην Εκκλησιαστική Ιστορία (τ. 6, κεφ. 44) ότι ο Διονύσιος Αλεξανδρείας (Γ’ αι.) έδωσε εντολή άμεσης μετάληψης Τιμίων Δώρων για τον ψυχορραγούντα γέροντα Σεραπίωνα, γεγονός που συνεπάγεται τη φύλαξη αγίου Άρτου.
Ο Κυπριανός Καρχηδόνος μνημονεύει στο Περί Πεπτοκότων έργο του περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο γυναίκα άγγιξε την κιβωτό, δηλαδή αρτοφόριο, και κατακάηκε από φωτιά που πήγασε από αυτό.
Ο Ψευδοαμφιλόχιος στο Βίο του Μεγάλου Βασιλείου αναφέρει ότι ο Καππαδόκης Πατέρας χώριζε τον άγιο Άρτο σε τρία μέρη και τοποθετούσε το τελευταίο τμήμα σε χρυσή περιστερά, πάνω από το θυσιαστήριο.
Ο Νικηφόρος Θεοτόκης καταγράφει σε επιστολή του, αφενός, την ειδική φροντίδα διαφύλαξης του αγίου Άρτου και, αφετέρου, τον τρόπο ανανέωσης των Τιμίων Δώρων στο αρτοφόριο τη Μεγάλη Πέμπτη.
Ο ΙΓ’ κανόνας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας αναφέρεται στη μετάληψη των ετοιμοθάνατων πιστών, αναφέροντάς την ως παλαιά παράδοση. Η μνεία αυτή προϋποθέτει τη διαφύλαξη των Τιμίων Δώρων για σχετικά περιστατικά.
Η μορφή του αρτοφορίου μπορεί να επιμερισθεί σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη μορφή είναι κιβωτιόσχημη και τοποθετείται πάνω στην Αγία Τράπεζα. Το είδος αυτό μπορεί να είναι μεταλλικό, από ευγενές μέταλλο (επίχρυσο ή επάργυρο) ή ξυλόγλυπτο.
Το αρτοφόριο αυτό μπορεί να έχει το σχήμα μικρού ναού ή αγίας τράπεζας. Στη μετωπική όψη του φέρει μικρό συρτάρι ή μεταλλικό κιτίο, εντός του οποίου τοποθετούνται οι μερίδες του αγίου Άρτου.
Η δεύτερη μορφή έχει το σχήμα περιστεράς η οποία εξαρτάται, είτε από το κιβώριο της Αγίας Τράπεζας, είτε κρέμεται πάνω από την κολυμβήθρα του βαπτιστηρίου του ναού για τη μετάληψη των νεοφωτίστων. Το συγκεκριμένο σχήμα του αρτοφορίου προσέδωσε και την ονομασία περιστέριον ή περιστερά.
Η διαχείριση του αρτοφορίου πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, αφού εντός του αποθησαυρίζεται το Σώμα του Χριστού.
Το σκεύος πρέπει να εγγίζεται μόνο από κληρικό, ο οποίος φέρει επιτραχήλιο και να μην τοποθετείται σε ανοίκεια μέρη, παρά μόνο εντός του ιερού βήματος, πάνω στην αγία τράπεζα ή σε σχετικό διακριτό σημείο κατά τη διάρκεια του ευπρεπισμού της.
Η αρμόδια θέση του είναι στην επιφάνεια της Αγίας Τράπεζας ή πάνω από αυτή. Αρτοφόριο θεωρείται και το μικρό κιτίο, μέσα στο οποίο τοποθετείται ο αμνός για την τέλεση της ακολουθίας των Προηγιασμένων και την μετάληψη των Τιμίων Δώρων κατά τις πένθιμες ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Το περιεχόμενο του αρτοφορίου είναι μικρές μερίδες προηγιασμένου Άρτου – Τιμίου Σώματος, ο οποίος εξάγεται ως δεύτερος αμνός και καθαγιάζεται κατά τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου κάθε Μεγάλη Πέμπτη.
Ο αμνός, αφού καθαγιασθεί και εμβαπτισθεί στο Αίμα του Ποτηρίου, τέμνεται προσεκτικά σε μικρές μερίδες και τοποθετείται σε ξηρό και καθαρό μέρος εντός του ιερού βήματος μέχρι να αποξηρανθεί πλήρως.
Ο ιερέας, έπειτα, τοποθετεί με προσοχή τις μερίδες του Σώματος στο αρτοφόριο, το οποίο έχει κενωθεί από τον άγιο Άρτο του προηγούμενου έτους και έχει καταλυθεί από τον λειτουργό μαζί με τα Τίμια Δώρα της Λειτουργίας της Μεγάλης Πέμπτης.
Η ευλαβής συνήθεια διαφύλαξης εντός του αρτοφορίου και Τιμίου Αίματος σε μικρό φιαλίδιο ήταν, παλαιότερα, συχνή. Η πρακτική αυτή έχει ατονήσει, χωρίς να σημαίνει ότι είναι λανθασμένη.
Η διαφύλαξη αγίου Αίματος σταδιακά εξέπεσε της λειτουργικής πράξης, αφού:
α) δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στις πηγές, παρά μόνο για τη διαφύλαξη του αγίου Άρτου,
β) η φύλαξη του Αίματος είναι δυσκολότερη από εκείνη του Σώματος, εφόσον η υγρή σύστασή του το καθιστά δύσκολο στη φύλαξη και επίφοβο να χυθεί και
γ) ο άγιος Άρτος με τον καθαγιασμό του εμβαπτίσθηκε στο Τίμιο Αίμα. Ο εμποτισμός του αποξηραμένου Σώματος με λίγες σταγόνες οίνου είναι ικανός για τη ζωογόνησή του και τη μετάληψή του από τον πιστό.
Ο άγιος Άρτος που προορίζεται για φύλαξη στο αρτοφόριο πρέπει να αποξηρανθεί με μεγάλη σχολαστικότητα και αποκλειστική διαχείριση από τον ιερέα.
Ο λειτουργός οφείλει:
α) να αποξηράνει πλήρως τον Άρτο, ώστε να διατηρηθεί για τουλάχιστον όλο το επόμενο εκκλησιαστικό έτος, να μην μουχλιάσει ή σαπίσει και γίνει ακατάλληλος προς μετάληψη,
β) να αποτρέψει την επαφή του άρτου με άνθρωπο, ζώο ή ζωύφιο και
γ) να διαφυλάξει τόσο την ακεραιότητα, όσο και την ιερότητα του αμνού.
Ο Γεώργιος Παχυμέρης, ιστορικός του ΙΓ’ αι. κατέγραψε περιστατικό κακής διαχείρισής του προηγιασμένου αμνού, ο οποίος την Κυριακή της Τυρινής του 1284 μούχλιασε, θέτοντας σε δίλημμα σχετικά με τη βρώση του τόσο τον κλήρο της Κωνσταντινούπολης, όσο και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο και δημιούργησε πνευματική αναστάτωση στο λαό.
Η χρήση του προηγιασμένου άρτου, ο οποίος φυλάσσεται στο αρτοφόριο προορίζεται κυρίως για τη μετάληψη ανθρώπων που βρίσκονται στα πρόθυρα του θανάτου και επείγει η άμεση κοινωνία τους.
Η μετάληψη των νεοφώτιστων, επίσης, μπορεί να γίνει από τις μερίδες του αρτοφορίου, εφόσον το μυστήριο του βαπτίσματος έχει, πλέον, αποσυνδεθεί χρονικά από τη Θεία Ευχαριστία. Φορητά αρτοφόρια μπορεί να χρησιμοποιήσει ιερέας και κατά έκτακτες συνθήκες, όπως φυσικές καταστροφές, εμπόλεμη κατάσταση κ.λπ. για τη λειτουργική εξυπηρέτηση των πληγέντων πιστών.
Το αντιμήνσιο και το ειλητό φέρουν επ’ αυτών τα Τίμια Δώρα, αλλά δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση τύπο αρτοφορίου.
Ορισμένοι λειτουργοί, κυρίως παλαιότερων εποχών, συνήθιζαν την καθημερινή φύλαξη μερίδων Τιμίου Σώματος εντός του αντιμηνσίου, τις οποίες κατέλυε ο λειτουργός την επόμενη ημέρα και τις αντικαθιστούσε με νέες.
Η πράξη αυτή δεν είναι σωστή, αφού το αντιμήνσιο και το ειλητό δεν προορίζονται για τη φύλαξη των Τιμίων Δώρων, αλλά υπάρχει προς τούτο σχετικό σκεύος με συγκεκριμένη χρήση και τρόπο πλήρωσης.