«Τήν ὥρα, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα, τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί κράζουσα· Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Ἀφοῦ σκεφτεῖς, ψυχή μου, τήν ὥρα τοῦ τέλους (τῆς ἐπίγειας ζωῆς, δηλαδή τό θάνατο) καί φοβηθεῖς ἀπό τό πάθημα τῆς ἐκκοπῆς τῆς συκῆς, μέ φιλοπονία δούλεψε, ταλαίπωρη τό τάλαντο πού σοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, μένοντας ἄγρυπνη καί κράζοντας· νά μή μείνουμε ἔξω ἀπό τό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.
Τό κοντάκιο εἶναι πολύ κατανυκτικό. Παρουσιάζει τόν πιστό, πού μέ εὐλάβεια γιορτάζει τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀνοίγει διάλογο μέ τήν ψυχή του. Ψυχή μου, τῆς λέγει, σκέψου καλά τό ἐπικείμενο τέλος τῆς ζωῆς σου, τήν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα, πού θ᾽ ἀπορρίψεις νεκρωμένο τό σῶμα σου στό μνῆμα.
Θ᾽ ἀποκολληθεῖς ἀπό τίς σωματικές αἰσθήσεις σου, καί θά βρεθεῖς σ᾽ ἕνα καινούργιο κόσμο, πού ὥς τώρα ἀγνοοῦσες. Καί μάλιστα ὅτι θά λογοδοτήσεις σέ πρώτη φάση στόν Πλάστη σου καί θά κριθεῖς. Ὧρες πραγματικά κρίσιμες καί φοβερές!
Τρόμαξε κατόπιν γιά τό κατάντημα τῆς συκῆς, πού ἄκαρπη δέχτηκε τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί νεκρώθηκε. Ὅτι ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο εἶναι ἀνοικτό καί γιά σένα, ἄν δέν ἔχεις καρπούς πνευματικούς, ἔργα ἀγαθά· ὅταν τό δέντρο τῆς ψυχῆς σου εἶναι ἄγονο, σκεπασμένο μόνο ἀπό φύλλα καί ἀγκάθια ἔργα δηλαδή σκοτεινά καί ἐπαίσχυντα.
Ξύπνα, λοιπόν, ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς πνευματικῆς ραστώνης, βρές τό τάλαντο πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί καλλιέργησέ το, ὁποιοδήποτε κι ἄν εἶναι, ὁπουδήποτε κι ἄν βρίσκεσαι.
Νά τό δουλέψεις μέ φιλοπονία κι ἐπιμέλεια, ξάγρυπνη, στήν ἔπαλξη τοῦ χρέους. Ἔτσι πού τελικά νά μή μείνεις ἔξω τοῦ νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μέ ἀναμμένη τή λαμπάδα σου ν᾽ ἀξιωθεῖς νά εἰσέλθεις στήν ὑπέρτατη χαρά τοῦ Κυρίου σου!
Ὁ Οἶκος.
«Τί ῥαθυμεῖς, ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; Τί ἀσχολῇ πρός τά ῥέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστίν ἀπάρτι καί χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα· ἕως καιρόν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα· Ἡμάρτηκά σοι, Σωτήρ μου· μή ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τήν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ᾽ ὡς εὔσπλαγχνος, Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Γιατί εἶσαι ὀκνηρή καί ἀδιάφορη, ἀθλία μου ψυχή; Γιατί φαντάζεσαι ἄκαιρα μέριμνες ἀνόητες καί μάταιες; Γιατί ἀσχολεῖσαι μέ πράγματα πού ρέουν καί χάνονται; Σέ λίγο φθάνει ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας καί πρόκειται νά χωριστοῦμε ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου.
Ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό, σύνελθε ἀπό τήν ἀδιαφορία, κράζουσα· Ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, Σωτήρα μου· μή μέ κόψεις ὅπως τήν ἄκαρπη συκή, ἀλλά ὡς σπλαχνικός Πατέρας, Χριστέ, δεῖξε συμπάθεια σέ μένα, πού κραυγάζω· νά μή μείνουμε ἔξω ἀπό τό Νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.
Τό θρηνώδημα τοῦ πιστοῦ συνεχίζεται. Γιατί, ἀθλία μου ψυχή, εἶσαι νωχελής καί ἀδιάφορη; Τί εἶναι αὐτό πού σέ κάνει νωθρή καί ἄπραγη;
Γιατί ἡ φαντασία σου, ἀντί νά στρέφεται πρός τά μεγάλα, νά σκέπτεται τά θεῖα καί ἐπουράνια, πού εἶναι ὑπόθεση ἀφάνταστα σημαντική, πνίγεται ἀπό μέριμνες τόσο ἀφελεῖς καί ἀνόητες, ἀπό πράγματα τόσο παιδαριώδη καί ἀσήμαντα;
Γιατί ἀσχολεῖσαι μέ τά πρόσκαιρα, μ᾽ αὐτά πού ρέουν συνεχῶς καί χάνονται; Δέ βλέπεις ὅτι πλησιάζει ἡ τελευταία ὥρα μας καί πρόκειται ν᾽ ἀποχωριστοῦμε ἀπό τά τωρινά πράγματα;
Ξύπνα, λοιπόν, ἀπό τό λήθαργο τῆς ἁμαρτίας, ἐνόσω ἔχεις ἀκόμη καιρό, ἀποτίναξε τόν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καί πές στό Σωτήρα σου: Κύριε, φοβοῦμαι τό πάθημα τῆς ἄκαρπης συκῆς· μήν κόψεις κι ἐμένα σάν ἐκείνη, ἀλλά λυπήσου με, Κύριε· βοήθησέ με ν᾽ ἀνανήψω μπροστά στόν ἔσχατο κίνδυνο τῆς πνευματικῆς μου ἀπώλειας, νά δουλέψω στή χάρη καί τό νόμο σου ἔτσι, ὥστε νά μέ δεχτεῖς στή χαρά τοῦ ἐπουράνιου Νυμφώνα σου!
Οἱ σκέψεις αὐτές εἶναι πολύ κατανυκτικές καί παιδαγωγικές. Μποροῦν βέβαια νά χαρακτηριστοῦν ὡς ἀπόκοσμες κι ἀναχωρητικές, ὡς παραγνωρίζουσες τήν ἐπίγεια πραγματικότητα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅμως αὐτό; Φυσικά ὄχι. Ἡ ὀρθόδοξη εὐσέβεια δέν παραγνωρίζει τήν ἱστορική πραγματικότητα, γιατί αὐτό δέν τῆς τό ἐπιτρέπουν οἱ δογματικές βάσεις τῆς πίστεώς της.
Ἡ ἀλήθεια τοῦ κόσμου εἶναι πραγματική, ριζωμένη στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἔπλασε, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά τήν παραγνωρίσει.
Ἄλλο εἶν᾽ αὐτό πού στηλιτεύει: τήν προσκόλληση στή ματαιότητα, πού τόσο πιεστικά φορτίζει τά πράγματα τῆς γῆς, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐγκλωβίσει τόν ἀπρόσωπο ἄνθρωπο καί νά τόν καταστρέψει.
Ἡ ἀκηδία τοῦ πνεύματος, ἡ νωθρότητα καί ἡ χαλάρωση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ἡ ἐπίμονη ἐνασχόληση μέ τά ἀσταθή καί ἀνόητα πράγματα τοῦ βίου, ἡ φόρτιση τῆς ψυχῆς μέ τίς ἀφελεῖς μέριμνες τῆς καθημερινότητας καί ἡ ἀδιαφορία γενικά γιά τά ἔργα καί τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς, αὐτή καί τόσα ἄλλα μποροῦν νά βλάψουν ἀνεπανόρθωτα τόν ἄνθρωπο, νά τόν ὁδηγήσουν στήν πνευματική νέκρωση καί νά τόν παραδώσουν στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο.
Τό παράδειγμα τῆς ἐκκοπείσης συκῆς εἶναι πολύ διδακτικό. Πρέπει, λοιπόν, ὁ πιστός χριστιανός νά μένει πάντοτε ἄγρυπνος ἐπί τῶν ἐπάλξεων τοῦ χρέους, μετά φόβου καί τρόμου κατεργαζόμενος τή σωτηρία του.
Στίχοι.
«Τρίτη μεγίστη παρθένους δέκα φέρει νίκην φέρουσας ἀδεκάστου δεσπότου».
Ἡ σημερινή Τρίτη, πού εἶναι μεγάλη Τρίτη τοῦ ἔτους, παρουσιάζει τίς δέκα παρθένες, πού ἐμφανίζουν τή νίκη τοῦ δίκαιου ἄρχοντα Χριστοῦ.
«Ἀλλ᾽ ὦ Νυμφίε Χριστέ μετά τῶν φρονίμων ἡμᾶς συναρίθμησον παρθένων καί τῇ ἐκλεκτῇ σου σύνταξον ποίμνῃ καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν».
Ἀλλά, ὤ Νυμφίε τῆς ψυχῆς μας Χριστέ, νά τοποθετήσεις καί ἐμᾶς μαζί μέ τίς φρόνιμες παρθένες καί νά μᾶς κατατάξεις μέσα στό ἐκλεκτό ποίμνιό Σου καί νά μᾶς ἐλεήσεις. Ἀμήν.
Ἀπόστιχα ἰδιόμελα
«Σήμερον ὁ Χριστός παραγίνεται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου καί γυνή ἁμαρτωλός προσελθοῦσα τοῖς ποσίν ἐκυλινδοῦτο βοῶσα· Ἴδε τήν βεβυθισμένην τῇ ἁμαρτίᾳ, τήν ἀπηλπισμένην διά τάς πράξεις, τήν μή βδελυχθεῖσαν παρά τῆς σῆς ἀγαθότητος· καί δός μοι, Κύριε, τήν ἄφεσιν τῶν κακῶν καί σῶσόν με».
Σήμερον ὁ Χριστός ἔρχεται στήν οἰκία τοῦ Φαρισαίου καί γυναίκα ἁμαρτωλή, προσελθοῦσα, κυλιόταν στά πόδια του, λέγουσα: Κοίταξε, Κύριε, αὐτή πού εἶναι βυθισμένη στήν ἁμαρτία, τήν ἀπελπισμένη γιά τ᾽ἁμαρτωλά ἔργα της, τήν ὁποία ὅμως δέ βδελύχτηκε ἡ ἀγαθότητά σου· καί δῶσε μου τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μου καί σῶσε με.
Συνεχίζεται ἡ περιγραφή τοῦ συγκινητικοῦ δράματος τῆς πόρνης γυναίκας, ἡ ὁποία, εἰσελθούσα στήν οἰκία, κυλιόταν στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, φωνάζοντας: Λυπήσου, Κύριε, τό πλάσμα σου, πού εἶναι βυθισμένο στήν ἁμαρτία, στή ζωή μακριά ἀπό τό φῶς καί τή χάρη σου, καί εἶναι ἀπελπισμένο γιά τά πολλά καί ἀναίσχυντα ἔργα του, καί παρά ταῦτα δέν τό βδελύχτηκε ἡ ἄπειρή σου ἀγαθότητα.
Δῶσε μου, Κύριε, τήν ἄφεση τῶν παραπτωμάτων μου καί σῶσε με.
«Ἥπλωσεν ἡ πόρνη τάς τρίχας σοι τῷ Δεσπότῃ, ἥπλωσεν Ἰούδας τάς χεῖρας τοῖς παρανόμοις· ἡ μέν λαβεῖν τήν ἄφεσιν· ὁ δέ λαβεῖν ἀργύρια. Διό σοι βοῶμεν τῷ πραθέντι καί ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς· Κύριε, δόξα σοι».
Ἅπλωσε ἡ πόρνη τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς της σ᾽ ἐσένα τό Δεσπότη καί ὁ Ἰούδας ἅπλωσε τά χέρια του στούς παρανόμους. Καί αὐτή μέν (τά ἅπλωσε) γιά νά λάβει τήν ἄφεση, αὐτός ὅμως, γιά νά λάβει ἀργύρια.
Γι᾽ αὐτό φωνάζουμε δυνατά σ᾽ ἐσένα, Κύριε, πού πουλήθηκες γιά νά μᾶς ἐλευθερώσεις (ἀπό τή δυναστεία τοῦ διαβόλου): Κύριε, δόξα σοι.
Πόρνη καί Ἰούδας σέ ἕνα θλιβερό ἀντιθετικό παραλληλισμό. Ἐκείνη ἅπλωσε τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς της στό Δεσπότη· αὐτός ἅπλωσε τά χέρια του στούς παρανόμους. Τά ἅπλωσαν καί οἱ δύο, γιά διαφορετικούς ὅμως λόγους ὁ καθένας.
Ἐκείνη, πού γιά πολλά χρόνια ἅπλωνε τά χέρια στούς πελάτες της γιά νά λάβει τά χρήματα τῶν αἰσχρῶν ὑπηρεσιῶν της τώρα, μετανιωμένη, ἁπλώνει τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς της, γιά νά πάρει ἀπό τό Δεσπότη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν της.
Ἀντίθετα, αὐτός πού ἐπί τριετία ἅπλωνε τά χέρια του νά πάρει τά χρήματα τοῦ οἰκονομικοῦ προϋπολογισμοῦ τῶν Ἀποστόλων (ἦταν ὁ ταμίας καί ὁ διαχειριστής τῶν οἰκονομικῶν τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν), τώρα ἅπλωσε τά χέρια του γιά νά λάβει ἀπό τούς παρανόμους τά ἀργύρια τῆς προδοσίας.
Μπροστά στά φαινόμενα αὐτά, συντετριμένοι οἱ πιστοί φωνάζουμε: Κύριε, ἐσύ πού τόσο φρικτά πουλήθηκες ἀπό τό μαθητή σου, γιά νά ἐλευθερώσεις ἐμᾶς, πού πουληθήκαμε στό διάβολο δόξα σοι.
«Προσῆλθε γυνή δυσώδης καί βεβορβορωμένη, δάκρυα προχέουσα ποσί σου, Σωτήρ, τό πάθος καταγγέλουσα· Πῶς ἀτενίσω σοι τῷ Δεσπότῃ; αὐτός γάρ ἐλήλυθας σῶσαι πόρνην. Ἐκ βυθοῦ θανοῦσάν με ἀνάστησον, ὁ τόν Λάζαρον ἐγείρας ἐκ τάφου τετραήμερον. Δέξαι με τήν τάλαιναν, Κύριε, καί σῶσόν με».
Προσῆλθε γυναίκα ἀκάθαρτη καί καλυμμένη ἀπό βόρβορο, χύνουσα δάκρυα στά πόδια σου, Σωτήρα, φανερώνουσα τό πάθος (στό ὁποῖο δούλευαν ἡ ψυχή καί τό σῶμα της).
Πῶς νά σέ ἀτενίσω τόν κυρίαρχο Δεσπότη; (Σέ κοιτάζω) γιατί ἐσύ ἔχεις ἔλθει (στόν κόσμο), γιά νά σώσεις ἐμένα τήν πόρνη. Ἀναστησέ με ἀπό τό βυθό τοῦ θανάτου (τῆς ἁμαρτίας), ἐσύ πού ἀνέστησες τό Λάζαρο τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τοῦ θανάτου του. Δέξε με τήν ταλαίπωρη, Κύριε, καί σῶσε με.
Πολύ σπαρακτική ἡ παράσταση τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας στό θεῖο Διδάσκαλο. Ἀναδίδουσα τήν κακοσμία τοῦ αἰσχροῦ βίου της καί ἀποστάζουσα τό βόρβορο τῶν σαρκικῶν παθῶν της, μπῆκε στό σπίτι τοῦ φαρισαίου καί ἄφηνε τά δάκρυά της σάν ποτάμι νά πέφτουν στά πόδια τοῦ Διδασκάλου.
Τήν ἴδια στιγμή φανέρωνε στό Σωτήρα της καί Σωτήρα ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλο τό περιεχόμενο τῆς ἀκάθαρτης ζωῆς της. Εἶχε ὅμως μετανιώσει τό ἐλεεινό ἐκεῖνο πλάσμα. Μίσησε τά ἔργα καί τό βίο της καί θέλησε ν᾽ ἀλλάξει πορεία καί νά χαράξει νέους προσανατολισμούς.
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο θαῦμα τῆς μετάνοιας. Χορηγεῖ παρρησία στόν ἁμαρτωλό. Τό ἴδιο δέν ἔκανε καί ὁ μεγάλος ἐκεῖνος ἄσωτος τῆς παραβολῆς; Δέ θάρρησε στήν πατρική ἀγάπη καί συγνώμη, γιά νά πάρει τήν ἀλλοτινή θέση του κοντά στόν πατέρα, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου τόσο βάναυσα διέσυρε διά τῆς ἀποστασίας του;
Καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα θάρρησε στήν ἀγάπη καί τή συγνώμη τοῦ Θεοῦ της. Κύριε, ἔλεγε, τολμῶ νά σέ ἀτενίσω ὡς Σωτήρα μου, γιατί μέ ἀγαπᾶς τόσο, πού ἦλθες ἐδῶ στή γῆ γιά νά σώσεις μιά πόρνη σάν κι ἐμένα.
Ἐσύ μοῦ δίνεις τό θάρρος νά σέ πλησιάσω, νά πλύνω τά πόδια σου, νά ζητήσω τή δύναμή σου, τή γιατρειά μου ἀπό τήν αἰσχρότητα τῆς ἁμαρτίας μου. Σύρε με, Κύριε ἀπό τό βυθό τοῦ πνευματικοῦ θανάτου μου, ἐσύ πού μέ μιά σου προσταγή ἀνέσυρες ζωντανό ἔξω ἀπό τόν τάφο τόν τετραήμερο Λάζαρο.
Δέξε με κοντά σου Κύριε, ἐπιστρέφουσα ἀπό τή χώρα τῆς ἁμαρτίας, καί σῶσε με.
«Ἡ ἀπεγνωσμένη διά τόν βίον καί ἐπεγνωσμένη διά τόν τρόπον τό μύρον βαστάζουσα προσῆλθέ σοι, βοῶσα· Μή με τήν πόρνην ἀποῤῥίψῃς, ὁ τεχθείς ἐκ Παρθένου· μή μου τά δάκρυα παρίδῃς, ἡ χαρά τῶν ἀγγέλων· ἀλλά δέξαι με μετανοοῦσαν, ἥν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν, Κύριε, διά τό μέγα σου ἔλεος».
Αὐτή, πού ἦταν ἀπελπισμένη γιά τόν αἰσχρό βίο της καί στιγματισμένη ἀπ᾽ ὅλους γιά τόν ἁμαρτωλό τρόπο τῆς ζωῆς της, ἦλθε κοντά σου, βαστάζοντας τό μύρο, καί φώναζε: Μή μέ διώξεις μακριά σου τήν ἐλεεινή πόρνη, ἐσύ πού γεννήθηκες ἀπό Παρθένο· μή παραβλέψεις τά δάκρυά μου, ἐσύ πού εἶσαι ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων· ἀλλά δέξε με μετανοούσα, αὐτήν πού δέν ἀπώθησες ἁμαρτάνουσα, Κύριε, γιά τό μέγα σου ἔλεος.
Ἀνεβαίνουν συνεχῶς οἱ τόνοι τοῦ ψυχικοῦ σπαραγμοῦ τῆς μετανιωμένης πόρνης. Ἦταν ἀπελπισμένη γιά τόν ἁμαρτωλό βίο της. Ποιός τάχα ἁμαρτωλός δέ ζεῖ ψυχικά στή μαύρη αὐτή ἀπελπισία, ἔστω κι ἄν οἱ ἡδονές καί οἱ περισπασμοί τοῦ βίου σκεπάζουν τόν πόνο καί τή δυστυχία του;
Μπορεῖ νά εἶναι κανείς σέ ἀναμμένο καμίνι, χωρίς νά νιώθει τόν πόνο τῆς φωτιᾶς; Ἤ νά εἶναι κλεισμένος στή φυλακή, χωρίς νά νιώθει τό βάρος τῆς ἐρημιᾶς καί τῆς μονώσεως, τή στέρηση τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας του; Ἀλλά καί ἡ ἁμαρτία εἶναι φωτιά καί φυλακή, ἔστω καί ἄν φαινομενικά δέν τίς ἀντιλαμβανόμαστε.
Ἡ γυναίκα ὅμως ἦταν στιγματισμένη. Τίς ὅμοιές της ἡ κοινωνία τίς διασύρει καί τίς ποδοπατεῖ, κυρίως οἱ καθωσπρέπει ὑποκριτές. Αὐτοί πού θέλησαν νά λιθολήσουν τή μοιχαλίδα, ἔμειναν μέ τίς πέτρες στά χέρια ὅταν ὁ Κύριος ἄρχισε νά γράφει στή γῆ τά ἁμαρτήματά τους, μερικά τῶν ὁποίων ἦταν μεγαλύτερα τῆς μοιχείας!
Ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς εἶναι ζῶο κακότροπο καί μοχθηρό. Κοιτάζει τίς κακίες τῶν ἄλλων, τούς ὁποίους ἐπικρίνει καί ξεφτελίζει, καί παραβλέπει τά δικά του παραπτώματα. Σ᾽ αὐτό μοιάζει μέ τό διάβολο. Τρώγει τό συνάνθρωπο!
Ἡ πόρνη, βαστάζουσα τό μύρο, προσῆλθε στόν Κύριο, κράζοντας: Μή μέ ἀπορρίψεις, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, Κύριε, ἐσύ πού μόνος μπορεῖς νά τό κάνεις, ὁ μόνος καθαρός καί ἀνειπίληπτος.
Ἐσύ, πού δέ γεννήθηκες ἀπό σπορά ἀνδρική, ἀλλά ἀπό παρθένο Μητέρα, μέ τή δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος. Καί ὅπως ἔδιωξες τούς ὑποκριτές λιθοβολητές τῆς μοιχαλίδας, κι ἐσύ, ὁ μόνος πού μποροῦσες νά τή λιθοβολήσεις, δέν τό ἔκανες, ἀλλά τή δέχτηκες στήν ἀγάπη σου, ἔτσι κι ἐμένα μή μέ ἀπορρίψεις, ἀλλά δέξε με σάν κι ἐκείνη, γιά νά χαροῦν οἱ ἄγγελοί σου στόν οὐρανό.
Συγχώρησέ με καί σῶσε με, Κύριε, γιά τό μέγα σου ἔλεος.
«Κύριε,ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τήν σήν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καί ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τούς οὐρανούς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή μέ τήν σήν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό ἔλεος».
Κύριε, ἡ γυναίκα πού ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες, ἀφοῦ συναισθάνθηκε τή Θεότητά σου, ἀναλαμβάνει τάξη (ἔργο) μυροφόρου καί, κλαίοντας, σοῦ προσφέρει μύρα πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ σου. Ἀλίμονο σέ μένα, λέγουσα, ὅτι ζῶ σέ μιά νύχτα ζοφερή καί ἀσέληνη, ὅτι μέ τρυπᾶ τό κεντρί ἀκολασίας, μέ πνίγει ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας. Δέξε, Κύριε, τίς πηγές τῶν δακρύων μου, ἐσύ πού ἀνυψώνεις σέ νεφέλες τό θαλάσσιο ὕδωρ. Λύγισε πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς μου, ἐσύ πού μέ τήν ἄφατή σου κένωση (ταπείνωση), ἔκανες ν᾽ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοί (γιά νά κατέβεις στή γῆ). Θά γεμίσω τά ἄχραντα πόδια σου μέ φιλιά, κατόπιν θά τά σκουπίσω μέ τίς κυματοειδεῖς τρίχες τῆς κεφαλῆς μου (τά πόδια σου). Τόν κρότο τῶν ὁποίων ἡ Εὔα, ἀφοῦ ἄκουσε τό δειλινό στόν παράδεισο, ἀπό τό φόβο της κρύφτηκε. Τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου καί τίς ἀβύσσους τῶν κρίσεών σου, ποιός μπορεῖ νά ἐξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μή μέ τή δούλη σου παραβλέψεις, ἐσύ πού ἔχεις ἀμέτρητο ἔλεος.
Ἡ περιγραφή τοῦ λυτρωτικοῦ δράματος τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας ἀγγίζει, στό τροπάριο αὐτό, τήν ἀποκορύφωσή του. Τό τροπάριο εἶναι ἔργο τῆς διάσημης ποιήτριας τοῦ Βυζαντίου, λογίας καί εὐσεβοῦς μοναχῆς Κασσιανῆς. Πολλοί ταυτίζουν κακῶς τό πρόσωπο τῆς ποιήτριας μέ τήν πόρνη, πού ἄλειψε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο.
Πῶς μπορεῖ νά εἶναι δυνατή ἡ ταύτιση αὐτή, καθ᾽ ἥν στιγμή ἡ πόρνη ἔζησε στίς ἡμέρες τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἡ δέ Κασσιανή ἔζησε πολλούς αἰῶνες μετά; Ἁπλά ἡ Κασσιανή στό ποίημά της ἐξιστορεῖ τή μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς ἐκείνης γυναίκας καί τή μεταστροφή της στό Χριστό.
Πρόκειται περί ἑνός ἀληθινοῦ ἀριστουργήματος, πού εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα ποιητικά κομμάτια τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας μας.
Διακρίνεται γιά τήν ὑψηγόρο θεολογική του ἔμπνευση, τό ἀπαράμιλλο κάλλος τῆς ἐκφράσεως, τήν ὀμορφιά τοῦ στίχου καί τήν ἱεροπρέπεια τοῦ βιώματος πού ἀναδύεται ἀπό τίς γραμμές του, πού πηγάζει ἀπό μιά χριστοποιημένη καρδιά, ἡ ὁποία πάσχει τό ἀλλοιωμένο πάθος τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ.
Στό τροπάριο αὐτό πάλλει περίσεμνη ἡ ψυχή τῆς Ὀρθοδοξίας· δικαίως τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ἰδιαίτερα τό ἀγαπᾶ καί τό ἀκούει μέ κατάνυξη.
Κύριε, ἡ γυναίκα πού ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες, ἔνιωσε ξαφνικά στά πόδια σου τό μυστήριο τῆς θεότητάς σου.
Εἶδε στόν Υἱό τῆς Παρθένου νά κρύβεται ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέβηκε στή γῆ νά διακονήσει τόν πεσόντα στήν ἁμαρτία ἄνθρωπο, νά τόν σώσει ἀπό τή δυνάστευση τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί νά τόν ὁδηγήσει πίσω στόν παράδεισο τῆς χαρᾶς καί τῆς τρυφῆς.
Ἄνοιξε ἀμέσως τήν καρδιά της στό Θεό, γιατί κατάλαβε ὅτι αὐτή εἶναι τό πρόβατο, πού ξεστράτησε ἀπό τή μάντρα τοῦ οὐρανοῦ, τό ὁποῖο ἦλθε στή γῆ νά βρεῖ καί νά σώσει ὁ στοργικότατος ποιμένας.
Πῆρε τάξη μυροφόρου, ὅπως ἔκαναν κατόπιν οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες καί μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖες ἀκολούθησαν τό νεκρό Διδάσκαλο στό μνῆμα, γιά νά μυρίσουν τό πανακήρατο σῶμα του.
Ἔτσι κι αὐτή, μέ κλάματα, πρίν ἀκόμα ἐνταφιαστεῖ ὁ Χριστός προσφέρει μύρα ἀγάπης καί ἀφοσιώσεως στό ζωντανό σῶμα του, στήν οἰκία Σίμωνα τοῦ φαρισαίου.
Ἀλίμονο ἔκραζε· Τί ἐπιχειρῶ, νά κάνω ἐγώ πού ζῶ σέ μιά βαθιά σκοτεινή νύχτα, ἀπό τήν ὁποία ἀπουσιάζει τό φῶς τῆς σελήνης, μιά νύχτα ντυμένη στά σκοτάδια τῆς παρανομίας πού κεντρίζει τό σῶμα μου οἶστρος τῆς ἀκολασίας καί πυρώνει τήν καρδία μου ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας;
Ναί, Κύριε, δέν μπορῶ ἐγώ, ἡ ἀκάθαρτη, νά διακονήσω ἐσένα τόν καθαρότατο Κύριο τῆς δόξης. Κι ὅμως, Κύριε, τολμῶ νά τό κάνω, γιατί ξέρω ὅτι ἀγαπᾶς τούς ἁμαρτωλούς, ἡ μετάνοια τῶν ὁποίων λυγίζει τήν ἄπειρη εὐσπλαχνία σου, νικᾶ τήν ἀγαθοσύνη καί τό μέγα σου ἔλεος.
Εἶμαι δική σου τώρα, Σωτήρα μου, ἦλθες καί μέ πῆρες ἀπό τά καταγώγιά μου γιά νά μ᾽ ἀνεβάσεις στή θεία δόξα σου. Δέξε, λοιπόν, τίς πηγές τῶν δακρύων μου, ἐσύ, ὁ παντοδύναμος Θεός, πού τά νερά τῆς θάλασσας τά ἀνυψώνεις καί τά κάνεις σύννεφα.
Λύγισε στούς στεναγμούς, πού βγαίνουν ἀπό τήν πληγωμένη καρδιά μου σάν φωτιά μετάνοιας, ἐσύ ὁ Θεός μου πού, γιά νά μέ σώσεις, λύγισες τούς οὐρανούς μέ τήν ἄφατή σου κένωση, μπαίνοντας στό δικό της κόσμο τῆς ταπείνωσης, τῆς φτώχιας καί τοῦ μαρτυρικοῦ πόνου.
Κι ἐγώ, Κύριε, ἕνα τιποτένιο πλάσμα, πού δέν μπορῶ ν᾽ ἀνταποκριθῶ στό ὕψος τῆς ἀγάπης σου, θά κάνω ἐκεῖνο πού μπορῶ: Θά καταφιλήσω τά ἄχραντα πόδια σου, τά πόδια σου, τά ὁποῖα μέ κυνηγᾶγε νά μέ σώσουν, θά τά σκουπίσω μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου.
Θά φιλήσω τά ἴδια ἐκεῖνα πόδια, πού ἄκουσε ἡ Εὔα τό δειλινό στόν παράδεισο, ὅταν κατέβαινες ἐκεῖ νά συνομιλήσεις μαζί της. Ἐκείνη, ὅμως, ἔχοντας ἔνοχη τή συνείδηση ἀπό τήν παρακοή στό πρόσταγμά σου, κρύφτηκε ἀπό φόβο γιά νά μή σέ ἀτενίσει. Ἐγώ ὅμως ἀγαπῶ τά πόδια σου καί τά πνίγω στά φιλιά μου.
Ποιός μπορεῖ τάχα, Σωτήρα μου, νά μετρήσει τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μου καί νά ἐξιχνιάσει τήν ἄβυσσο τῶν κρίσεων σου; Κανένας, Κύριε, ἀπό τά πλάσματά σου. Ἐσύ μονάχα γνωρίζεις τίς ἄπειρες βουλές σου. Γι᾽ αὐτό μήν παραβλέψεις τήν κάκωση καί τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου, ἐσύ πού ἔχεις ἀμέτρητο ἔλεος καί ἀγαθοσύνη ἀπύθμενη!