Ἀρχιμ. Ἀντώνιος, Γρηγοριάτης

Ὅλα τά χρόνια τῆς διακονίας μου στό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας, ἀλλά περισσότερο τώρα πού βρίσκομαι στό τέρμα τῆς ἐπίγειας παρουσίας μου, μέ ἀπασχολοῦσε καί μέ ἀπασχολεῖ τό βασικό αὐτοκριτικό ἐρώτημα: ποιό εἶναι τό αἴτιο πού κάνει ἰσχνή καί, καμιά φορά, ἀνύπαρκτη τήν ἱκανότητα τῶν χριστιανῶν νά εἴμαστε «φῶς», «ἁλάτι» καί «ζύμη», γιά τήν κοινωνία μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί δραστηριοποιούμαστε, ὅπως ζητεῖ ἀπό τόν καθένα μας –καί μάλιστα ἀπό ἐμᾶς τούς ἱερωμένους- ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός;

Τήν ἀπάντηση σέ αὐτό τό τόσο σημαντικό ἐρώτημα τήν πῆρα ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τῆς αὐτοπροαίρετης πορείας τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου μας πρός τήν Σταυροαναστάσιμη Θυσία τῆς Θεανδρικῆς Ὑπόστασής Του, ὅπως ἔχει ἀποτυπωθῆ στά ἱερά Εὐαγγέλια.

Ἡ Ἄκρα Ταπείνωση ἤ Κένωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου ἔχει βέβαια τήν ἀφετηρία Της στήν ἀπόφαση καί πραγμάτωση τῆς ἐνανθρώπησής Του.

Τά ἐπί μέρους ὅμως στάδια αὐτῆς τῆς «ἐνανθρώπησης», μέχρι τό στάδιο τῆς δραματικῆς βραδυᾶς στή Γεθσημανή, χαρακτηρίζονται ἀπό μυστικότητα καί Μυστήριο, ἀπό ἀφανῆ Κένωση, προσομοίωση τῆς ἐνηλικίωσής Του πρός τά στάδια ἐνηλικίσωσης τῶν κοινῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, σέ κάποιες γνωστές σέ μᾶς περιστάσεις, χαρακτηρίζονται καί ἀπό σταδιακή καί κλιμακωτή ἀποκάλυψη τῆς θεανδρικῆς Ὑπόστασης καί Ἀποστολῆς Του, πού προκαλοῦσε τότε, προκαλεῖ ὅμως καί τώρα, ὄχι μόνο θετικές, ἀλλά καί ἀρνητικές ἀντιδράσεις, ἐκ μέρους διαφόρων, κυρίως θρησκευτικῶν καί κοινωνικῶν παραγόντων.

Προαγγέλλεται ἡ ἐνανθρώπηση ἀπό προφῆτες, σέ Ἰουδαίους καί, σέ ἐθνικούς, ἐμφανίζονται πρόσωπα πού φανερώνουν κοινό φρόνημα καί προσδοκία τῆς ἔλευσης τοῦ Ἀναμενόμενου Σωτήρα.

Ἐνσαρκώνεται ὁ Θεός Λόγος, κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, κυοφορεῖται, τίκτεται ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου, υἱοθετεῖται ὑπό τοῦ Ἰωσήφ, περιτέμνεται, φυγαδεύεται στήν Αἴγυπτο, νηπιάζει, μερικῶς καί δυσνοήτως, ὡς δωδεκαετής ἀποσπᾶται ἀπό τούς «γονεῖς»Του καί διαλέγεται μετά τῶν ἡγετῶν τοῦ ἱερατικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἀποκαλύπτων συνεσκιασμένως τήν Θεανδρικότητα τῆς ὑπόστασής Του καί τήν Ἀποστολή Του, ἐπιστρέφει στήν οἰκογενειακή ἑστία, «ὑποτασσόμενος τοῖς γονεῦσιν αὐτοῦ»[1], βοηθός τοῦ θετοῦ πατρός Του.

Μέχρι τή δημόσια ἐμφάνισή Του καί τήν ἀρχή τῆς ἀξιοθαύμαστης καί φιλάνθρωπης διδακτικῆς καί θαυματουργικῆς δράσης Του, δέν ἔχουμε ἄλλες αὐθεντικές μαρτυρίες αὐτῆς τῆς ἀδιανόητης Κένωσής του.

Ὅσοι ἀπό μᾶς δέν ἔχουμε διδαχθεῖ ἐπαρκῶς θεολογικά, διά νά κατανοήσουμε τά ὅσα ὑπονοῶ μέ τή διατύπωση «νηπιάζει μερικῶς καί δυσνοήτως» εἶναι σκόπιμο νά λάβουν κάποια θεολογική καθοδήγηση πάνω στό θέμα τῆς Θεανδρικότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἔχουμε τήν Θεϊκή Φύση καί τήν ἀνθρώπινη φύση, δύο φύσεις τέλειες καί ἀκέραιες, ἑνωμένες ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως σέ μιά ὑπόσταση. Οἱ δύο αὐτές Φύσεις, ἑνωμένες ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως, εὑρίσκονται σέ κατάσταση ἀντίδοσης τῶν ἰδιωμάτων τους, ἡ μία ὑπαρξιακά καί λειτουργικά προσλαμβάνει κάποιες ἰδιότητες ἀπό τήν ἄλλη.

Ὁ Ἰησοῦς πεινάει μέ τήν ίδιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, δέν πεινάει ὡς Θεός, ἀλλά ὡς Θεάνθρωπος.

Ὁ Ἰησοῦς θαυματουργεῖ, μέ τήν ἰδιότητα τῆς Θεϊκῆς φύσης, δέν θαυματουργεῖ ὡς ψιλός Θεός, ἀλλά ὡς Θεάνθρωπος. Καί οἱ σύγχρονοι μέ τόν Ἰησοῦ ἄνθρωποι καί οἱ σύγχρονοι μέ ἐμᾶς δέν κατανοοῦμε πλήρως τίς ἐνέργειες τοῦ Ἰησοῦ μέ βάση μόνο τήν ἀνθρώπινη φύση ἤ μόνο τή Θεϊκή φύση.

Στή συλλειτουργία τῶν δύο φύσεων πού συλλειτουργοῦν ἐναρμονισμένες μέσα στήν Θεανδρική Ὑπόστασή Του, ἄλλοτε στά ἀνθρώπινα μάτια μας τονίζεται ἡ Θεϊκή καί ἄλλοτε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἡ Θεανδρική ὑπόσταση τοῦ Κυρίου δέν παύει νά εἶναι τό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων.

Μέσα στήν τριετία τῆς φιλάνθρωπης καί λυτρωτικῆς δράσης Του, καθώς διήρχετο «εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας τούς καταδυναστευομένους ὑπό τοῦ διαβόλου»[2], σχηματίζει τόν στενό καί εὐρύτερο κύκλο τῶν Μαθητῶν καί Μαθητριῶν Του, συγκρούεται μέ τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, ἀνατρέπει μέσα στόν Ναό τίς τράπεζες τῶν κολλυβιστῶν, ἀποδιώκει αὐτούς πού εἶχαν μετατρέψει τόν «οἶκο Προσευχῆς σέ οἶκο ἐμπορίου»[3], προφητεύει γιά τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάστασή Του καί δημοσίως καί στόν στενό κύκλο τῶν Μαθητῶν Του.

Στό Μυστικό Δεῖπνο, φανερώνει καί τόν προδότη Του Μαθητή.

Σέ ὅλες αὐτές τίς ἐκδηλώσεις, συνυπάρχουν καί Κένωση φανερή καί Δόξα ἀφανής, γιά ἐμᾶς, τούς πολλούς καί κοινούς θνητούς.

Τό Ἀκατάληπτο ὅμως μεγαλεῖο τῆς Κενωτικῆς Ταπείνωσής Του, ὑποδειγματικά φανερώνεται, λίγο πρό τῆς εἰσόδου Του στόν Κῆπο τῆς Γεθσημανή, ὅπου ἐσύχναζε μετά τῶν Μαθητῶν Του, ὅπου –ἄν καί δέν μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ αὐθεντικά στοιχεῖα περί τῶν ἐκεῖ διαλαμβανομένων ἐκάστοτε– θά μπορούσαμε νά θεωρήσουμε ὡς ἀκίνδυνα ἐνδεχόμενο ὅτι παρέδιδε σ’ αὐτούς μαθήματα ἐσωτερικῆς ζωῆς, ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.

Ἐκεῖ, λοιπόν, ἐπέλεξε νά ἔχει κοντά Του, τό στενό κύκλο τῶν Μαθητῶν καί, σέ δεύτερο στάδιο, θέλησε ἐξ αὐτῶν νά συνοδευθεῖ μόνο ἀπό αὐτούς πού εἶχαν τιμηθεῖ ἰδιαίτερα νά Τόν παρακολουθήσουν σέ κρίσιμες καί πολύ σημαντικές περιστάσεις, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. τούς Ἀποχωρίστηκε ὅμως καί αὐτούς, ἀφοῦ προηγουμένως τούς ἐξομολογήθηκε τήν ὄντως κενωτική ὁμολογία: «περίλυπὸς ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»[4].

Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος θέλησε νά ἀντιμετωπίσει Μόνος Του τήν ἐπανάσταση τῆς ἀνθρώπινης Φύσης Του ἔναντι τῆς Θείας. Ἡ ἀνθρώπινη Φύση ἀπαιτοῦσε ἀπό τή Θεϊκή, νά τήν προφυλάξει ἀπό τόν ἀφανισμό της. Ἀπό τούς ἐκλεκτούς, ὁ Κύριος ζήτησε νά Τόν συνοδεύουν ἄγρυπνοι καί προσευχόμενοι, ἀλλ’ αὐτοί δέν μπόρεσαν νά νικήσουν οὔτε τόν ὕπνο τους.

Ἔπρεπε Μόνος Του ὁ Ἰησοῦς νά τά βγάλει πέρα μέ τόν Θεανδρικό ἑαυτό Του. Ἐάν ἡ ἀνθρώπινη Φύση, μέσα στήν ἀδυναμία της, ἐπεβάλλετο ἐπί τῆς Θείας Φύσης, ἡ Θεανδρική Ὑπόσταση τοῦ Κυρίου θά ἔχανε τήν ὁλοκληρία Της καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων θά κατέληγε σέ ἕνα κακόγουστο θρησκευτικό παραμύθι.

Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία θά νικοῦσε τήν θεϊκή ἐντολή καί τότε θά ἐχάνετο διά παντός ἡ βάση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Γιατί σωτηρία σημαίνει ὁλοκληρία. Καί γιά τόν καθένα μας, σωτηρία δέν εἶναι νά ἀποφύγουμε τό σταυρό μας, ἀλλά νά τόν ἀγκαλιάσουμε σάν τήν μόνη δυνατότητα νά μετέχουμε στήν ὁλοκληρία τοῦ Θεανθρώπου.

Καί ἡ ὁλοκληρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξασφαλίζεται μέ τήν τέλεια χριστοείδεια, μέ τό νά ὑποτάσσουμε τήν ἀνθρώπινη ἐπιθυμία στή Θεϊκή ἐπιταγή, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά στέργουμε τήν ὑπαρξιακή ἐξόντωσή μας γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν δέχθηκε ὁ Κύριος γιά χάρη μας.

Ἔτσι μόνο θά μπορέσουμε νά μή προτιμήσουμε τήν ἔκπτωσή μας ἀπό τή χριστομίμητη ζωή.

Οἱ πλεῖστοι τῶν χριστιανῶν, ἄν καί εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, βιώνουμε τήν πίστη μας θρησκευτικά. Δοξάζοντας τόν Θεό καί λατρεύοντάς Τον, ἐπιδιώκουμε νά καρπωνόμαστε προφύλαξη ἀπό τό θάνατο, τήν ἀρρώστια, τή φτώχεια, τήν κοσμική ἀποτυχία καί ὅλα τά σχετικά δεινά πού ἀπειλοῦν τήν ἐπίγεια εὐδαιμονία μας.

Εἴμαστε χρῆστες τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ὁμόζυγοι Χριστοῦ. Κάθε φορά πού νομίζουμε ὅτι Ἐκεῖνος δέν φροντίζει γιά τή διατήρηση τῆς ἐπίγειας εὐτυχίας μας, Τόν ἀφήνουμε καί ἀναζητοῦμε ἐπικερδῆ ὑποκατάστατα πού θά μᾶς βοηθήσουν νά κτίσουμε τόν ἐπίγειο παράδεισό μας.

Μέ αὐτή τή συμπεριφορά μας, παίρνουμε μιά ἀπόφαση πού μᾶς καθιστᾶ σχιζοφρενικά ἀντίθετους πρός τίς προδιαγραφές πού ἔχει θέσει ὁ Κύριος γιά τήν σωτηρία μας. Προσκυνοῦμε τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο καί Τοῦ ζητοῦμε νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τόν προσωπικό σταυρό μας, δηλαδή νά μή ἐπιτρέψει νά πετύχουμε τή χριστοποίησή μας.

Αὐτή τή λαθεμένη ἐπιλογή, τήν κάνουμε, γιά τό βασικό λόγο, ὅτι δέν ἔχουμε φωτισθεῖ καί δέν ἔχουμε κατανοήσει ὅτι ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας ὁλοκληρώνεται τότε πού ὁ Χριστός δέχεται τήν προοπτική τῆς διά σταυροῦ ὑπαρξιακῆς ἐξόντωσής Του.

Τότε, αὐτοπροαίρετα καί ἐλεύθερα προχωρεῖ καί μπροστά στούς Μαθητές Του παρεδίνεται στούς φονιάδες Του, ἀναβαίνει στό Σταυρό καί προσφέρει τόν Ἑαυτό Του θυσία γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους, καί τήν σφραγίζει μέ τή λέξη ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ, πού ἀναφωνεῖ, ἐπισφραγίζοντας τήν μοναδική καί ἱστορική ἐπιλογή Του στή Γεθσημανή, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας Του παίρνει τή μορφή θρόμβων αἵματος.

Μετά τήν συνοπτική θεώρηση τῶν συμβάντων στή Γεθσημανή, νομίζω, πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι ὁ καθένας ἀπό μᾶς, ὡς ἄτομα ἀλλά καί ὡς Ἐκκλησία, ἄν δέν περάσουμε χριστοειδῶς τήν προσωπική δοκιμασία μας, στήν προσωπική μας Γεθσημανή, ἄν αὐτοπροαίρετα δέν ἐπιλέξουμε νά πληρώσουμε μέ τόν ὑπαρξιακό ἀφανισμό μας τήν ἐν Χριστῷ ὑπόστασή μας, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουμε σωτήρια ζωή καί σωτήριο θάνατο.

Μποροῦμε νά ποῦμε λοιπόν, ὅτι ἡ προσωπική μας Γεθσημανή εἶναι ἡ καρδιά τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας μας. Ἡ συνέπεια καί ἡ γνησιότητα τῶν ἐπιλογῶν μας μέσα στήν αἱματηρή καθημερινότητα, θά βηματοδοτεῖ θεωρητικά καί πρακτικά τήν πορεία μας πρός ἕνα «τετέλεσται», δικαιούμενο νά ἐντάσσεται μέσα στό ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί ἡ ζωή μας θά ἔχει βιωθεῖ «ἐν Χριστῷ».

Σημειώσεις

[1] Λουκ. β΄, 51

[2] Πράξ. ι΄, 10

[3] Μτ 21,12-13. Μκ 11,15-19. Λκ 19,45-48

[4] Μάρκ, ιγ΄, 34. Ματθ. κστ΄, 38

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ